Από το Γιάννη Δημογιάννη
Στις 8 Μάρτη, είχα ανεβάσει στο Νόστιμον Ήμαρ το δεύτερο κείμενο μου. Για θέμα του είχε μία φωτογραφία, δανεισμένη από μία αγαπημένη φίλη, και πρωταγωνιστές του ένα ζευγάρι Βραζιλιάνων που κοιμούνταν αγκαλιασμένοι, κοντά σ’ έναν άδειο σταθμό τρένων, κάποιο καλοκαιρινό βράδυ. Η εικόνα έλεγε: «Δίπλα σ’ ένα τσακισμένο κράσπεδο, έχοντας για στρώμα, χαλίκια και κάτι πρόχειρες κουβέρτες, δυο εραστές απαθανατίζονται να κοιμούνται μακάριοι, χαμογελαστοί και ανυπόκριτοι. Δύο πρόσωπα, βυθισμένα σε μία αγκαλιά ανείπωτα τρυφερή, δύο εραστές παραδομένοι στη δίνη της αγάπης τους.»
Ο χειμώνας, το ’μολογώ, πέρασε με ζόρια πολλά, και η σκόνη του άφησε βαρύ αποτύπωμα. Έφτασε πια καλοκαίρι, και κουβαλώντας ένα κεφάλι ξεκούρδιστο από τις έγνοιες, είπα να πάω μαζί μ’ ένα φίλο στη συναυλία του Θ. Παπακωνσταντίνου, μπας και κουρδιζόμουν τουλάχιστον με την απόκοσμη φωνή του… Γεμάτος ήταν ο χώρος από νεαρόκοσμο στα Παλιά Σφαγεία Πατρών, αλλά έδειχνε ακόμη πιο γεμάτος, απ’ τα τόσα αγκαλιασμένα ζευγαράκια. Εμείς, βέβαια, απομακρυνθήκαμε από την πρώτη γραμμή, αράξαμε σε μίαν άκρη, και πιάσαμε κουβέντα για θέματα, σοβαρά κι ασόβαρα. Τα μάτια πάντως – η αλήθεια να λέγεται – ήταν σταθερά προσηλωμένα στους αγκαλιασμένους, και κάθε τόσο, έπιανα τον εαυτό μου να νοσταλγεί, γιατί όχι, ίσως και να ζηλεύει ελαφρώς τη χάρη τους.
Δεν άργησα ν’ απορροφηθώ στα περιγράμματά τους, και, όπως συμβαίνει όταν βυθίζεσαι στις μνήμες ή τις σκέψεις, τα μάτια γλίστρησαν σε μία ρωγμή του χρόνου. Η φωτογραφία των Βραζιλιάνων ανασύρθηκε αμέσως στην επιφάνεια, μόνο που αυτή τη φορά, έμοιαζε σαν να ξεδιπλώνονταν καρέ – καρέ, κάποια εικονικά σενάρια από το μέλλον.
Ο αντίλαλος των σκιών γνώριμος, όπως κι οι απορίες της σιωπής: «Λες να είναι ακόμη μαζί; Κρατά ο έρωτας, η αγάπη τους; Συνήθισαν ο ένας τον άλλον; Ξεθύμανε η αγκαλιά τους; Τις νύχτες πλήττουν; Αντέχουν στα πάνω και τα κάτω;» Και ο αντίλαλος συνέχισε με φωνές πιο επίμονες και βασανιστικές: «Παλεύεται η ρουτίνα; Γιατί ξεθωριάζουν οι σχέσεις; Μπορείς να ξεπεράσεις τα όρια του εαυτού σου; Μήπως, εν τέλει, είμαστε καταδικασμένοι στη φθορά; Υπάρχει, άραγε, ελπίδα διαφυγής; Μία αμυδρή, ίσως, ελπίδα που να κρατά κοντά όσους αγαπήθηκαν; Και κυρίως, μία δύναμη που να διαρκεί και ν’ αντέχει. Όχι όμως από ανάγκη. Όχι από συνήθεια. Όχι από φόβο ή συμβιβασμό.»
Φαίνεται πως ήμουν βυθισμένος για τα καλά στις αναπάντητες απορίες του έρωτα, γιατί τινάχτηκα ηλεκτρισμένος, όταν αυτός με άγγιξε σαν Άγγελος απρόσκλητος. Γυρνώ απότομα, λαχανιασμένος, να καταλάβω ποιο ήταν το χέρι που με σκούντηξε από την χαύνωση των λογισμών, και βλέπω δίπλα μου, όχι τον φίλο, αλλά τον κυρ Σπύρο… 75 χρονών και βάλλε, ψαρομάλλης, κοντούλης, γοητευτικά χοντρούλης, σπάνια πράος για την εποχή μας, και αθεράπευτα ανοιχτόκαρδος! «Ομορφάντρα τον κόβω να ήταν στα νιάτα του», σκέφτηκα ∙ «ίσως και μέγας καρδιοκλέφτης», πρόσθεσα, μιας και υπήρξε επί δεκαετίες αγαπητός καρδιολόγος. Γνώριζα, βλέπεις, από μαρτυρίες πολλών πώς χιλιάδες ήταν οι καρδούλες που κούραρε επιτυχώς σαν διευθυντής της Πανεπιστημιακής καρδιολογικής κλινικής. Όσο να ’ναι, κάτι θα ’ξερε από καρδιοχτύπια.
«Ωωωω, κυρ Σπύρο, εσύ ήσουν;»
«Γιαννάκο μου, σε τρόμαξα άθελά μου;», απάντησε αγχωμένος.
«Άσε με εμένα, κυρ Σπύρο» τον σταμάτησα, αφήνοντας στην άκρη σκιές και τρομάρες. «Έπιασε καλοκαιράκι και είπες να ’ρθεις με την καλή σου, στη συναυλία του Θανάση;», τον ρώτησα περιπαιχτικά.
Όπως, μάλλον, διαισθάνεστε, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, έμοιαζε σαν η ίδια η Ζωή να μού έκλεινε το μάτι συνωμοτικά, σαν να μού έδινε με το δικό της ανεξιχνίαστο τρόπο, απάντηση στις αγωνίες, όμως με μία αγάπη χειροπιαστή, που πλέον μετρά τουλάχιστον 50 χρόνια ζωής… Μισός αιώνας διάρκειας, «όχι από ανάγκη, όχι από συνήθεια, όχι από συμβιβασμό» δεν είναι και το συνηθέστερο στις κοινωνίες μας!! Επανήλθα στην απορία της συναυλίας ∙ κάπου μεταξύ Βραζιλίας και Πάτρας, η επίμονη ερώτησή μου έκρυβε, κατά βάθος, τους αναπόφευκτους συνειρμούς:
«Κυρ Σπύρο, ήρθατε, το ζεύγος, να κάνετε ρομαντζάδα, να χαρείτε τα νιάτα και την ομορφιά σας;», τον τσίγκλησα σαν πειραχτήρι.
«Χεχεχε! Ρε μπαγάσα, δε χάνεις ποτέ το χιούμορ σου… Ναι, εδώ παρά πίσω, είναι και η κ. Ειρήνη», απάντησε το αυτονόητο γι’ αυτόν. «Μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς;» συνέχισε, «ήρθαμε να στηρίξουμε το Χρηστάκο μας!!» (όπου Χρηστάκος, το παιδί τους – διοργανωτής της συναυλίας του Θανάση, αλλά και ψυχή του Mojo Radio, του μοναδικού σοβαρού εναλλακτικού σταθμού που έφερε στην Πάτρα συναυλίες, που θα ζήλευαν πάρα πολλοί, ακόμη και εκτός Πατρών. Και όλα αυτά, προτού η κρίση που έθρεψαν κάποιοι τενεκέδες καταπιεί τον Mojo, όπως και τόσους άλλους συνανθρώπους).
Ο κυρ Σπύρος, η κ. Ειρήνη, ο Χρηστάκος, όσοι έφυγαν πρώτοι και νωρίς… Μία οικογένεια που έγινε κομμάτι από τη ζωή και τ’ όνειρά μας. Ένα δέντρο που ρίζωσε και έγινε η ψυχή του κήπου μας ∙ «όχι όμως από ανάγκη, ούτε από συνήθεια».
Στη συνέχεια, ρώτησε για τα νέα μου, και εγώ τού εξήγησα τις περιπέτειες του πατέρα, την κούραση της μάνας, πρόσθεσα και λίγα, για τα νέα ενδιαφέροντά, τον αγώνα μου ∙ αυτός τότε με κοίταξε με τα γαλήνια μάτια του, με χάιδεψε στοργικά λες και ήμουν παιδί του – «μα αφού είστε φίλοι του Χρήστου μου, είστε και δικά μου παιδιά» – έσκυψε στο αυτί, και μού ψιθύρισε έναν και μόνο λόγο, που μ’ έκανε με δυσκολία να κρατήσω το λυγμό μου. Διακριτικός, όμως, και ευγενέστατος, όπως συνήθως, τραβήχτηκε την κατάλληλη στιγμή, λέγοντας: «Έλα τώρα, να φεύγω και εγώ, να μη μένω στα πόδια σας, μπουμπούκια πράμα!»… Ποιος ξέρει, μονολόγησα, ίσως και να πρόσεξε τη γυαλάδα των ματιών και δεν ήθελε να με κάνει να νιώσω αμήχανα.
Επέστρεψα στις σκέψεις μου. Μεσολάβησε σιωπή, σίγησε και ο αντίλαλος. Κάποιες φορές, διαισθάνεσαι, κυκλοφορούν δίπλα σου άνθρωποι που μοιάζουν να μην σε πλησιάζουν τυχαία, και μάλιστα ακριβώς τη στιγμή που εσύ – πελαγωμένος σε σκέψεις, προβλήματα και κουβαρίστρες – αναζητάς απεγνωσμένα μία αχτίδα σε Γη κι Ουρανό. Σε πλησιάζουν, σού λένε έναν λόγο σημαδιακό, ρίχνουν το σπόρο τους, κι ύστερα σε αφήνουν να στοχαστείς για τα μεγάλα και τα μάταια που ορίζουν τη ζωή σου.
Έμεινα και εγώ στο τελευταίο άγγιγμα του, και για να μην ξεφύγω από την εμμονή μου, τον φαντάστηκα νέο, σε εποχές που αγγίζουν πια τα όρια του μύθου ή του ανέκδοτου… Να συναντιέται με την αγαπημένη του Ειρήνη, να ρομαντζάρουν στα Ψηλά αλώνια ή τον Μόλο, να θρέφουν τα πρώτα τους όνειρα, να ερωτεύονται με μία καθαρότητα που δε θυμίζει σε τίποτε την τρέχουσα χυμαδούρα… Κι ύστερα, δίχως καν να βαρυγκωμούν, να έρχονται αντιμέτωποι με τ’ απανωτά προβλήματα και τις απερίγραπτες ανατροπές, που κυριολεκτικά θα έφτυναν σαν μασημένους πασατέμπους ένα κάρο ζευγάρια.
Γιατί ο κυρ Σπύρος και η κυρία Ειρήνη δε συντήρησαν την αγάπη τους μόνο στα εύκολα, σαν γλάστρα εσωτερικού χώρου, που επιβιώνει ανασαίνοντας ανώδυνα.` Απεναντίας, έμειναν ενωμένοι και αταλάντευτοι στις φουρτούνες, για περισσότερο από 50 χρόνια, δίχως να χάσουν την αξιοπρέπεια, την ακεραιότητα, αλλά και την ευαισθησία τους προς τους συνανθρώπους. Και όχι από ανάγκη, συνήθεια ή μόδα. Αλλά, «μέσα από τρελές καταιγίδες και φουρτούνες», όπως μού είπε κάποτε ο φούλης μου, ο Χρήστος.
Δίχως – κι αυτό να το τονίσω – να χάσουν την ευγένεια τους, στα δύσκολα. Δίχως να τους δω π.χ να υποτροπιάζουν σε φωνές, σε υστερίες, μπινελίκια και άλλα τόσα – γνώριμα και τόσο συνηθισμένα στον τόπο και τους ιθαγενείς του. Γιατί, στην τελική, αν η συγκεκριμένη φαμίλια περιφρούρησε ένα καλά βιωμένο μυστικό που το διατήρησε και το έθρεψε στα ζόρικα, ήταν αυτό που με συμβούλεψε η κυρία Ειρήνη, σε κάποια άλλη συναυλία. Πάντα κοκέτα, πάντα ένα διαφορετικό, αλλά εξ ίσου δυναμικό και ισότιμο πρόσωπο, δίπλα στο σύντροφό της, πάντα απολαυστική για τις ατάκες και το χιούμορ της, πάντα και η δικά μας, δεύτερη αξιολάτρευτη μανούλα.
Τής είχα εμπιστευτεί, θυμάμαι, το ελάττωμα που με κάνει ευάλωτο, αυτό που συχνά με βγάζει έξω από τον εαυτό μου, που με αποσυντονίζει, και η απάντησή της ήταν απόλυτη, σχετικά με το άδικο ετούτου του κόσμου: «Με το θυμό, τα νεύρα και τις υστερίες, Γιαννάκο, καταφέρνεις μία τρύπα στο νερό. Ο Θυμός και τ’ «αδελφάκια του», να ξέρεις, είναι τα σκουπίδια της ψυχής! Η ψυχή είναι το σπίτι σου. Κράτα την, καθαρή και νοικοκυρεμένη!»
Εκείνη τη νύχτα της συναυλίας του Θανάση, δυστυχώς, δεν τους πρόλαβα όταν έφευγαν, για να τους καληνυχτίσω. Όμως, ένας εκλεκτός μας φίλος, ο Γιώργης, τούς αποθανάτισε, χωρίς, βέβαια, ούτε και οι ίδιοι να το ξέρουν. Το βράδυ ανέβασε τη φωτογραφία τους στο facebook, και – αφού αυτό μάς μάρανε – η φωτογραφία δεν άργησε να γίνει viral, ανάμεσα σε φίλους και άλλους που αναζητούν κάποιον λόγο ύπαρξης σ’ ένα like.
Βλέποντας, τώρα, για πολλοστή φορά τις δύο φωτογραφίες, η εικόνα των δύο Βραζιλιάνων συναντιέται με την εικόνα των δύο κοντούληδων γερασμένων ανθρωπάκων, που σίγουρα , νιώθω, θα ήταν Βασιλιάδες, σε κάποιο ξεχασμένο χωριό των Hobbit.
Δύο νέοι που κάποτε αγαπήθηκαν στην Πάτρα, και παρέμειναν μαζί στα εύκολα και τα δύσκολα, για περισσότερο από μισό αιώνα.
Όχι, όμως, από ανάγκη, συνήθεια, φόβο ή συμβιβασμό.
Ευχαριστώ θερμά τον φίλο Γιώργο Στυλιανό για τη φωτογραφία του.