Default Category

Νεοφιλελευθερισμός: η οφθαλμαπάτη των ίσων ευκαιριών – του Κώστα Πάτση

By N.

February 05, 2015

Χαζεύοντας τις προάλλες το facebook, σκόνταψα πάνω σε ένα post του Humans of New York που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Για όσους δε γνωρίζουν, το Ηumans of Νew York είναι ένα φωτογραφικό μπλογκ στο οποίο ο φωτογράφος, Brandon Stanton, δημοσιεύει πορτρέτα Νεοϋορκέζων που συναντά τυχαία στο δρόμο. Η φωτογραφία συνοδεύεται από μια σύντομη εξιστόρηση της καθημερινότητας του υποκειμένου. Η εν λόγω φωτογραφία λοιπόν απεικονίζει μια μικροκαμωμένη γλυκιά γυναίκα, σχετικά μικρή σε ηλικία, ντυμένη με ρούχα δουλειάς να μας λέει:

«Αφού τελειώσω τη βάρδια μου στο φούρνο, ξεκινώ τη βάρδια μου στα Starbucks. Δουλεύω 95 ώρες τη εβδομάδα σε τρεις διαφορετικές δουλειές. Ένα από τα παιδιά μου αποφοίτησε από το Yale και έχω δυο ακόμα παιδιά στο κολέγιο. Όταν αυτά τελειώσουν, θέλω κι εγώ να πάω στο κολέγιο. Θέλω να γίνω ένα Μεγάλο Αφεντικό. Είμαι ένα αφεντικό στο φούρνο τώρα, αλλά απλώς ένα μικρό αφεντικό. Θέλω να γίνω ένα Μεγάλο Αφεντικό.»

Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα πιο σεβάσμια και συγκινητικά από μια νέα, εργαζόμενη μητέρα που δουλεύει 95 (!) ώρες τη εβδομάδα για να ταΐσει και να σπουδάσει τα τρία της παιδιά. Το γεγονός ότι θέλει να σπουδάσει και η ίδια όταν τελειώσουν τα παιδιά της, έρχεται και κάθετε σα το κερασάκι στη τούρτα της συμπόνιας. Ο αναλογισμός μου, λοιπόν, θα τελείωνε κάπου εκεί αν αυτό ήταν το τέλος της εξιστόρησης της. Ωστόσο, οι τελευταίες της προτάσεις έφεραν στην επιφάνεια έναν επίμονο προβληματισμό που καπάκωσε άτσαλα τη συγκίνηση μου.

«Θέλω να γίνω ένα Μεγάλο Αφεντικό.»

Ψύχραιμα πια, βάλθηκα να εντοπίσω τα κίνητρα που ωθούν αυτό το άτομο σε τέτοια βάναυσα ωράρια εργασίας και, μέσω του παραδείγματος αυτού, να σκιαγραφήσω το μοτίβο του μοντέρνου εργαζομένου. Το πρώτο και προφανές κίνητρο είναι η μητρική φροντίδα. Η ενστικτώδης δηλαδή συμπεριφορά μιας μητέρας που με αυταπάρνηση ρίχνεται στη δουλειά ώστε να εξασφαλίσει στα παιδιά της το λαμπρότερο δυνατό μέλλον. Το δεύτερο κίνητρο, λιγότερο προφανές, βρίσκεται στο τελευταίο μέρος της ιστορίας. Η γυναίκα αυτή εκφράζει ξεκάθαρα τις βλέψεις της να γίνει ένα μεγάλο αφεντικό, με τόση αποφασιστικότητα που με κάνει να φαντάζομαι τα μάτια της να γυαλίζουν και τη γλυκιά της φυσιογνωμία να σκληραίνει.

Άθελα της, περικλείει μέσα σε μια παράγραφο το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, γνωστό και ως αμερικανικό όνειρο. Έτσι τουλάχιστον αρέσκονται να το αποκαλούν οι αμερικανοί, πασίγνωστοι για την ικανότητα τους να χρυσώνουν το χάπι. Ο όρος, αμερικανικό όνειρο, εισήχθη το 1931 από τον συγγραφέα James Truslow Adams που είχε φανταστεί μια χώρα όπου «η ζωή θα πρέπει να είναι καλύτερη και πλουσιότερη και πιο γεμάτη για όλους, με ευκαιρίες για καθέναν σύμφωνα με τις ικανότητες ή τα κατορθώματα, ανεξάρτητα από τυχαίες περιστάσεις γέννησης ή κοινωνικής θέσης». Αμφιβάλλω αν είχε στο μυαλό του αυτό το οποίο είναι σήμερα το αμερικανικό όνειρο, που δυστυχώς έπαψε πια να είναι μόνο αμερικανικό και απόγινε απλά ένα όνειρο.

Και τι είναι δηλαδή πια το (αμερικανικό) όνειρο; Είναι η ελπίδα που καλλιεργείται στη ψυχή του (μικρο)αστού πως κάποια στιγμή θα έρθει η σειρά του να ζήσει πλουσιοπάροχα. Με άλλα λόγια να βρεθεί στη σωστή πλευρά του καπιταλισμού, να γίνει αφεντικό. Το μόνο που πρέπει να κάνει για να το πετύχει είναι να δουλέψει σκληρά. Πολύ σκληρά. 95 ώρες την εβδομάδα παραδείγματος χάριν. Η πολλή δουλειά, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα κακή, ειδικά όταν υποκινείται από κάποιο απώτερο σκοπό, κάποιο όνειρο. Τι γίνεται όμως όταν το εν λόγω όνειρο δεν είναι προϊόν προσωπικής αναζήτησης αλλά προϋπόθεση κανονικότητας; Μιας κανονικότητας εικονικής, που γεμίζει τα μυαλά με υλιστικές φιλοδοξίες και τα προγραμματίζει να παράγουν αδιάκοπα εμπορεύσιμες ιδέες. Μια κανονικότητα που λανσάρει, ως πρότυπα, προσωπικότητες όπως ο Bill Gates και ο Steve Jobs. Όχι, όμως, σαν θεότητες ή ανώτερα μυαλά, αλλά σαν απτά μοντέλα που όλοι ανεξαιρέτως δύνανται να μιμηθούν, ετοιμάζοντας έτσι το έδαφος που θα φυτευτεί ύπουλα η ελπίδα της επαγγελματικής «επιτυχίας».

Να που πάλι, αυτή η άτιμη ελπίδα γίνεται λαμπρό εργαλείο στα χέρια των «επιτυχημένων». Η ελπίδα που σα κακό σκυλί, ψόφο δεν έχει. Αυτή η ελπίδα που σε σπρώχνει να πας στη δουλειά το πρωί ακόμα κι όταν η ίδια σου η ψυχή απειλείται προς αφανισμό. Γιατί πια δε δουλεύεις απλά για να επιβιώσεις, εσύ και η οικογένεια σου, αλλά για να γίνεις αφεντικό. Δε μοιρολογάς, δε καταριέσαι τα αφεντικά, αλλά δρας τάχαμου συνειδητά, με κορόνα στο κεφάλι σου ένα δανεικό – κι αγύριστο – σκοπό. Ως δια μαγείας, η γραμμή που χωρίζει τους εκμεταλλευτές από την εργατική τάξη εξαφανίζεται καθώς η τελευταία μεταμορφώνεται σε δεξαμενή εν δυνάμει αφεντικών. Η ταξική διαβάθμιση, που πάντα δρούσε ως υπενθύμιση ότι κάτι δε πάει καλά, χάνεται πίσω από την οφθαλμαπάτη των ίσων ευκαιριών.

Ωστόσο, αυτές οι ευκαιρίες είναι ίσες μόνο για εκείνους που είναι εφοδιασμένοι με πολύ συγκεκριμένες ικανότητες. Για παράδειγμα, στο νεοφιλελεύθερο σχήμα φαίνεται να τα πηγαίνουν εξαίρετα όσοι επιδεικνύουν ευχέρεια με το χρήμα και την εξουσία. Πόσο μάλλον όταν κάποιος άλλος έχει φροντίσει να τους τα παρέχει εξ αφετηρίας. Για όλους τους υπόλοιπους το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο και αφήνεται στη «φυσική» επιλογή να φροντίσει αν πρέπει να επιβιώσουν ή όχι. Αυτή η επιλογή όμως είναι τόσο φυσική όσο αυτή των αρχαίων σπαρτιατών, που πετούσαν στον καιάδα όσα νήπια δεν είχαν τα σωματικά προσόντα να εξελιχτούν ως ικανοί στρατιώτες. Με τον ίδιο τρόπο περιθωριοποιούνται όλοι όσοι δε θέλουν ή δε καταφέρνουν να ενταχθούν στα πλαίσια που επιβάλει η νεοφιλελεύθερη κανονικότητα.

Οι ίσες ευκαιρίες που εγγυάται το νεοφιλελεύθερο σύστημα αφορούν αποκλειστικά όσους διατίθενται να επιδιώξουν προκαθορισμένους ατομικούς στόχους, ναι μεν ελκυστικούς αλλά συλλογικά καταστροφικούς. Εντούτοις, μια υγιής κοινωνία δε νοείται να θέτει στόχους στα μέλη της αλλά θα πρέπει αυτοί να αναδύονται αβίαστα ως προϊόντα συλλογικής, ποικιλόμορφης και πολυδιάστατης σκέψης.