ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ για το Νόστιμον ήμαρ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Δεν πολεμάμε για κανένα θεό, αφέντη, πατρίδα
Απέφευγα πάντα το παράλογο το είχα ανάγκη κι έμενα μακριά από ότι μου ήταν ακαταλαβίστικο.
Κι εκεί που χάζευα μια μέρα του προηγούμενου αιώνα κι ήμουν δεκαέξι χρονών και καθόμουν σε μια μάντρα πάνω όπως όλοι οι αλήτες του λόγου μου και περνούσε στρατιωτική παρέλαση από μπροστά μου τεθωρακισμένα γυαλισμένα κι οι στρατιώτες προχωρούσαν με βηματισμό, κοιτούσαν ευθεία και που και που φώναζαν, μάλλον έβριζαν την Τουρκία χτυπώντας το ένα πόδι δυνατά και άρρωστα παθιασμένα στο δρόμο κάποιος μου φώναξε ενοχλημένος και με ρωτούσε τι σκατά παριστάνω με το τσιγάρο στο χέρι.
Ήμουν το μόνο νεαρό αλητάκι εκεί. Ήθελε να σβήσω το τελευταίο μου κάμελ και να πάω μαζί του να δω από κοντά όλη τη φάλαγγα καθώς περνούσε απο μπροστά μου, ώσπου εξαφανίστηκε απο τα μάτια μου κι ο μπάρμπας νοικοκύρης από το έργο.
Αφηγήθηκα το περιστατικό κι αυτό που βίωσα στο τότε κορίτσι μου που κοιταζοντάς με που είπε “Γιατί δεν υπηρετείς κι εσύ?” την κοίταξα, σηκώθηκα πήγα στη βιβλιοθήκη, διάλεξα ένα τετράδιο skag μπλέ 50 σελίδων και κάθισα στο γραφείο μου. Άρχισα να διαβάζω Τζίμ Μόρισον, ποιηματά του που είχα μεταφράσει με τη βοήθεια του λεξικού. Ήταν υπερβολικά δυσνόητα για το κορίτσι αυτό εκείνη την εποχή.
Κάποτε ένας φίλος, από παλιός συμμαθητής οδηγούσε αστικό λεωφορείο τόσες ώρες και τόσο προσεκτικά με τα τόσα σταμάτα, ξεκίνα που το δεξί του πόδι ήταν γκάζι, φρένο, η μια στάση μετά την άλλη, οκτάωρα και βάλε… για λίγα χρήματα κι όχι μαύρα.
Πήγαινε σε μονόδρομους στα χειρότερα περάσματα της πόλης, στενά που ίσα που περνούσε μες το καταμεσήμερο ή τα μεσάνυχτα έτρεχε σαν τρελός ανάμέσα στα ψηλά κτήρια πάντα με τη μπόχα από κάτι σάπιο ή έτοιμο όπου να΄ναι να ψοφίσει κατά την αποβίβαση στην επόμενη στάση που κατεβαίνοντας έβγαζε σ΄εναν δρόμο μεγάλο φωτισμένο μαζεμένες κάτω από γυμνά φώτα γυναίκες έσκυβαν με χάρη πάνω από τα αυτοκίνητα αιχμάλωτες ζωντανές στην αλυσίδα παραγωγής κι αυτός μετέφερε τους ανθρώπους.
Στο στρατό χρωστούσε το πτυχίο ικανότητας οδηγού πέμπτης κατηγορίας και σένα χοντρό με μουστάκι άνδρα με διακριτικά κολλημένα πάνω του και με βαθμό, δεν θυμάμαι, αξιωματικού, αυτός υπέγραφε σκίζοντας με ύφος το φτηνό χαρτί με το bic στυλό του του έδινε άδεια – έξοδο να ζήσει μέχρι της δώδεκα το βράδυ, αυτό θα πεί εξουσία, αυτό θα πει Ελληνικός στρατός. Του΄ρχόταν να σκοτώσει τον αξιωματικό επι τόπου αλλά σκότωνε τη σκέψη του και έφευγε,. Θυμόταν πάλι την ποίηση του Μόρισον που είχαμε μεταφράσει μαζί και περπατώντας πέρασε την πύλη δώδεκα παρά ένα, περνώντας είχε την αίσθηση πως έζεχνε κάτουρο, ασφυκτιούσε και τον σταύρωναν.
Η στρατιωτική θητεία στην καθημερινοτητά της του ξερίζωνε τα σπλάχνα και του έκαιγε τα εγκεφαλικά κύτταρα, τη θέληση, το πνεύμα, τον ξεζούμιζε και τον πέταξε στα αζήτητα.
Ο στρατός θρέφει τον καπιταλισμό, η ηθική του στρατού, η ηθική που προστάζει ο προτεσταντισμός, το κίνητρο του κέρδους για την ιδιοκτησία κι η δημοκρατία τους… είναι διαταγή.
Η ανάμνηση όλως όσων έλεγε ο πατέρας του “Δούλεψε σκληρά, δείξε υπάκουος και θα σ΄εκτιμήσουν” αλλά, βέβαια υπό τον όρο να είσαι παραγωγικός και υπερέτης περισσότερο από όσο σε πληρώνουν.
Βγήκε από το στενό δρομάκι και ξαναβέθηκε στον ήλιο, στο κυκλοφοριακό έμφραγμα παρατηρούσε στη διαδρομή μέχρι την επόμενη στάση τα ωραιότερα πόδια που περνούσαν και από μέσα του βαθμολογούσε για να γλυτώνει χρόνο είχε στο μυαλό του όλες τις ατάκες πεσίματος ενώ δεν ήξερε κανένα άλλο κόλπο κι αν σκεφτόταν όλες τις στάσεις που είχε το πρόγραμμα της ημέρας θα οδηγούταν στην τρέλα. Μια, μια ή μια μετά την άλλη μπαινόβγαιναν στα σεντόνια του και στο αστικό του ανάμεσα σε άλλους οδηγούς που οδηγούσαν για να βγάλουν το ψωμί τους χωρίς καμμία αίσθηση του κινδύνου, της πραγματικότητας, της ροής του χρόνου ή της ανθρωπιάς ένοιωθε την απόγνωση που έβγαζαν οι κινητήρες τους η ζωή τους το ίδιο απελπισμένη και βαρετή με τη δική του, ανοίγει δρόμο αναμεσά τους στο δρόμο μέχρι να ξανασταματήσει στην επόμενη στάση, διασχίζει την μποτιλιαρισμένη Ακαδημίας του 20ου αιώνα, βρομωκοπά, θέλει να συμφιλιωθεί με την παράνοια, δεν έχει χρόνο για ένα τσιγαράκι, δεν έχει χρόνο για καφέ είναι στο δρομολόγιο Πανεπιστήμιο – Πειραιάς με αρ.040 κι είναι καινούριος στη δουλειά με πτυχίο στην οδήγηση και μητρώο καθαρό.
Τώρα κάποιος άλλος χοντρός με μουστάκι υπογράφει γιαυτόν “Δώστε στο νέο το πιο σπασαρχίδικο δρομολόγιο να δούμε αν μπορεί να καταπιεί την ποινή.
Οδηγούσε και κοιτούσε το φανάρι, το πορτοκαλί φλέρταρε με το κόκκινο, ίχνος μπάτσοι το σανίδωσε ανάβοντας ένα μισοσβησμένο στριφτό τσιγάρο με το ένα χέρι από ένα ταιλαιπωρημένο σπιρτόκουτο.
“Βρε να πάει να γαμηθεί ο χοντρός κι ο κόσμος τους όλος” είπε.
Βρήκα τυχαία μια νύχτα τον Στράτο σε μια ροκ συναυλία στην Αθήνα. Σήμερα η μπάντα που θα εμφανιζόταν ήταν σπουδαία και τώρα κοιτούσαμε τους μουσικούς να παίζουν δείχνοντας περισσότερο να το φχαριστιούνται ενώ μπροστά μου ένα ζευγάρι φιλιόταν δείχνοντας να το ευχαριστιούνται κι αυτοί, πιο δίπλα δυο άντρες καμάκια με τα ποτά στα χέρια έκοβαν κίνηση και κουβέντιαζαν γράφοντας στα παπάρια τους κανονικά τους μουσικούς που πάλευαν όπως όλοι για την ίδια τους την ύπαρξη, την επιβιωσή τους.
Καθισμένος στη θέση του οδηγού και ταξιδεύοντας νοιώθω θλίψη για όλους τους ανθρώπους που βασανίζονται σ΄αυτό τον κόσμο πασχίζοντας να πληρώσουν το νοίκι στην ώρα τους, να εξασφαλίσουν φαγητό και να κοιμηθούν σαν άνθρωποι κι αν τα καταφέρουν να πεθάνουν με αξιοπρέπεια και δεν σταματάει αυτό μέχρι να φύγουν από ΄δω.
Τι παράνοια, τι τσίρκο, τι φάρσα από τους Ρωμαίους μέχρι τους Χριστιανούς κι απο ΄κεί μέχρι εδώ, τώρα, σήμερα ο ένας άνθρωπος εξοντώνει τον άλλο και το πόπολο πάντα ζητωκραυγάζει. Ακόμα και οι χοντράνθρωποι της εξουσίας φαίνονται τώρα ξαναμμένοι.
Μπαίνω στην πόλη των Ιωαννίνων, σε λίγο ακούγονται συρήνες περιπολικών κάπου μακριά ο αγώνας της ζωής συνεχίζεται.
Είμαι σκεπτικός και νοιώθω προβληματισμένος με τους ανθρώπους και τα πράγματα, με την κατάσταση των πραγμάτων. Πιέζω τον εαυτό μου να πάψει να σκέφτεται. Ανάβω τσιγάρο, μέσα μου μπερδεύονται συναισθήματα, ακατανόητα.
Μερικά ερωτήματα δεν έχουν απαντήσεις.
Εκείνη την ώρα πλησιάζει η ώρα της δεύτερης μέρας του έβδομου Αντιμιλιταριστικού φεστιβάλ που οργάνωσε και φέτος το ΞΥΠΟΛΗΤΟ ΤΑΓΜΑ.
Ο Στράτος θα βρισκόταν στη σκηνή σε λίγο με τους MONOVINE, τους VOCAL, τους ΣΑΤΡΑΠΣ και τις άλλες μπάντες που συμμετείχαν.
Να, σήμερα είμασταν εδώ για τη συμμετοχή, το σκοπό και τη μουσική, τι διάολο κάτι είναι κι αυτό έστω μέσα στο απόλυτο τίποτα.
Σε δυο λεπτά θα στείλω στο στο Ν. αυτό το γραπτό που ίσως διαβαστεί αλλά, πρώτα σας παρακαλώ,
Δώστε σημασία στην εικόνα: Μιά δεκαεξάχρονη μπλούζα μαύρη ανεμίζει στα λεπτά σχοινιά που τεντώνονται, πως άντεξε, πώς τη γλύτωσε μαζί μου όλα αυτά τα χρόνια: Πως και δεν χάθηκε κάποια στιγμή στη μετακόμιση: Πώς ξέφυγε από τόσα ζευγάρια λαίμαργα ανθρώπινα χέρια:
Δείτε τώρα το εξής: Η κλασσική πλέον γραμματοσειρά των 5 γραμμάτων της αγαπημένης μου μπάντας εξέχει από τη μπλούζα που ανεμίζει.
Τι θαύμα!
Η ζωή είναι γεμάτη θαύματα. Χαρισάμενα.
Εδώ πέρα, ένα ακόμα βράδυ, ας χάσουμε. Στη στρατόσφαιρα οι φθονεροί θεοί μοιράζουν τα χαρτιά και γελούν
Eνώ η μαύρη μπλούζα ανεμίζει ακόμα ζωντανή πάνω στο τεντωμένο άσπρο σχοινί, στον αληθινά γνήσιο παράδεισο στούς 18 βαθμούς κελσίου.