Νερό, ενέργεια, δρόμους, λιμάνια, συγκοινωνίες, μεταφορές και και και… Σε ποιους και γιατί;
– Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;
– Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.
– Έξω από που;
– Μα από τον κύκλο.
– Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος;
– Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.
-Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής; Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο;
– Ακριβώς βασιλιά μου.
– Και πως βγήκε;
– Δεν μπήκε ποτέ.
– Βάλθηκες να με τρελλάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός και γιατί μας προκαλεί θλίψη;
– Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.
(Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, « Να σου πω μια Ιστορία » )
“ 5, 10, 15, 20, 25, 30, 35, 40, 45… “
Θυμάσαι αυτό το παιχνίδι που παίζαμε όταν ήμασταν μικροί; Το κρυφτό ντε. Το πρωί πέρασα από ένα σχολείο και είδα κάποια παιδιά να παίζουν. Το παίζουν ακόμα. Γυρίζεις προς τον τοίχο, ακουμπάς το χέρι σου και μετά το πρόσωπό σου πάνω στο χέρι. Με κλειστά μάτια. Για να μην υπάρχει καμία περίπτωση να βλέπεις τι γίνεται γύρω σου. Οι υπόλοιποι τρέχουν να κρυφτούν κι εσύ μετράς μέχρι το 100 δίνοντας τους έτσι χρόνο να κρυφτούν. Χρόνο; Ευκαιρία μάλλον. Την ευκαιρία να κρυφτούν και να μπουν στο παιχνίδι με όποιο τρόπο πιστεύει πως πρέπει να παίξει ο καθένας. Κι έπειτα ψάχνεις να τους βρεις. Ή σε προλαβαίνουν αυτοί και ελευθερώνονται από εσένα. Στο τέλος, όμως, όλοι βρίσκονται και ξεκινάει καινούργιο παιχνίδι. Κάποιες φορές, όταν κλείνεις τα μάτια, που και που τα ξανανοίγεις ακόμα και στα κρυφά για να ρίξεις μια ματιά. Να έχεις μια αίσθηση τι γίνεται γύρω σου. Να προλάβεις να δεις προς τα πού πηγαίνουν να κρυφτούν. Προς τα πού πηγαίνει το παιχνίδι. Το σύνηθες είναι να κλέβεις στο μέτρημα. Όταν φτάνεις κοντά στο 70 ξεχνάς όλα τα μαθηματικά. “60, 65, 70, 75… 100! Φτου και βγαίνω!”. Ένα είδος άτυπου κανόνα προς χάρην του παιχνιδιού. Φαντάζεσαι, ας πούμε, να έπρεπε να μετρήσεις ένα ένα μέχρι το 99; Το πιθανότερο θα ήταν, όταν πια τα άνοιγες, να είχε περάσει τόση ώρα που να είχαν εξαφανιστεί όλοι.
“ Στις 9 ακριβώς θα είμαι εκεί… 9:05, 9:10 το πολύ”
Με το χρόνο δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Δεν υπάρχει ραντεβού που να μην έχω αργήσει ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά. Δεν υπάρχε κανένα πλοίο που να μην έχω κυνηγήσει. Φορτωμένη με όλα μου τα πράγματα, λες και ερχόταν το τέλος του κόσμου (που και να ερχόταν τα συγκεκριμένα δε θα είχαν καμία μα καμία σημασία) έτρεχα στα λιμάνια φωνάζοντας “κρατήστε τη μπουκαπόρτα”. Το ομολογώ. Κάποια δρομολόγια τα είχα χάσει. Και έπρεπε να βρω ένα σωρό δικαιολογίες για να μπω στο επόμενο με το ίδιο εισιτήριο. Δεν είναι πως δεν υπολογίζω τους γύρω μου. Δεν είναι πως δε δίνω σημασία στα ταξίδια ή σε όσα έχω να κάνω. Έχω μία μόνιμη χρονοκαθυστέρηση. Σε όλη μου τη ζωή. Ίσως φταίει που δεν πιστεύω στο χρόνο. Και που δεν τον καταλαβαίνω. Τον έχω δει στις κλεψύδρες μέσα στις χιλιάδες κόκκους άμμου και σε φωτεινές ενδείξεις στα κινητά. Τον έχω ακούσει στον επαναλαμβανόμενο ήχο δίπλα στο κομοδίνο. Τον έχω ακολουθήσει στη διαδρομή από δύο δείκτες που συναντιούνται μια φορά στο τόσο και σε μια σκιά πάνω σε μία μαρμάρινη πλάκα που εξαφανίζεται όταν πέσει ο ήλιος. Τον έχω ακουμπήσει στο δέρμα ενός μωρού και στις λεπτές γραμμές που σχηματίστηκαν κάποτε δίπλα στα μάτια του. Είναι το τώρα, το πάντα και το ποτέ. Είναι τα πάντα και τίποτα.
Ο Antoine de Saint-Exupéry έγραφε στον Μικρό Πρίγκηπα “είναι ο χρόνος που έχεις χάσει για το τριαντάφυλλό σου που κάνει το τριαντάφυλλό σου τόσο σημαντικό.” Και γιατί να μην κάνει το τριαντάφυλλο τον χρόνο; Ανάλογα με το πώς ζούμε ο χρόνος μοιάζει να σκοντάφει σε ό,τι βρίσκεται μπροστά του ή να τρέχει κατοστάρι λες και θέλει να σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ. Μοιάζει να παίρνει άλλη διάσταση και άλλο σχήμα. Το “ποτέ” και το “πάντα” εξαρτάται από το ποιος το λέει και αν πραγματικά το πιστεύει. Και από το πού. Από κοντά; Από απόσταση; Όχι. Πιστεύω στους ανθρώπους και στους τόπους. Ο Jorge Luis Borges έλεγε “να είμαι μαζί σου και να μην είμαι μαζί σου είναι ο μόνος τρόπος που έχω για να μετρώ το χρόνο”. Μα αν πάλι δεν έχει καμία σημασία γιατί χάνουμε στιγμές από τη ζωή μας (μερικές φορές και την ίδια μας τη ζωή) επειδή κάτι ήρθε νωρίς ή κάτι αργήσαμε να κάνουμε; Και γιατί μας καρφώνει χειρότερα από καλά ακονισμένο μαχαίρι αυτό το “Η αγάπη άργησε μια μέρα”; Και πόσο διαφορετικό θα ήταν αν αργούσε 99 μέρες;
“1888… 1889… 1890… Μη νομίζεις πως είχα και χαρτιά τότε”
Αυτό έλεγε κάθε φορά που τον ρωτούσες για την ηλικία του ο κύριος Μηνάς. Πως γεννήθηκε κάπου ανάμεσα στο 1888 και το 1891. Αλλά δύσκολες εποχές και τα χαρτιά χάθηκαν. Ο κύριος Μηνάς που έζησε το πέρασμα δύο αιώνων με όλη τη σημασία της λέξης και σχεδόν σε όλες τις ηπείρους. Που έκανε λαθρεμπόριο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Και που όταν σου μιλούσε για την πρώτη του αγάπη (μία χορεύτρια από την Ανατολή) τα μάτια του γυάλιζαν σαν έφηβου, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Ο κύριος Μηνάς που πέρασε και Α’ και Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και εμφύλιο και ξερονήσια και που είχε να διηγείται ένα σωρό ιστορίες. Που όταν διάβαζε η εγγονή του για τις Πανελλαδικές εξετάσεις ιστορία, της έλεγε με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση “Μα τι είναι αυτά που λες; Εγώ θα σου πω πως έγιναν τα πράγματα. Ο Βενιζέλος τότε…”. Κι αυτή χωρίς δεύτερη κουβέντα έκλεινε το βιβλίο και άκουγε (περιέργως πέρασε και στο Πανεπιστήμιο). Ο κύριος Μηνάς που όταν τον ρώτησαν “Αν ήξερες πως θα φτάσεις μέχρι τα 99 θα έκανες κάτι διαφορετικό στη ζωή σου;” εκείνος μετά από μια μεγάλη παύση απάντησε “Ίσως τα πάντα. Ίσως και τίποτα”. Και που πέθανε μερικές μέρες αργότερα.
99 χρόνια… 99 χρόνια… 99 χρόνια
99 χρόνια εκχώρηση δημόσιας περιουσίας. Μερικά άρθρα (184 – 204) ανάμεσα σε χιλιάδες σελίδες που ψηφίστηκαν. Για 99 χρόνια ένα υπερταμείο (εδώ δεν μπορώ να πω κάτι, έχουμε φαντασία στους χαρακτηρισμούς) πλήρως ελεγχόμενο από τους δανειστές θα ξεπουλά ό,τι μπορεί και ό,τι δεν μπορεί να πουληθεί. Νερό, ενέργεια, δρόμους, λιμάνια, συγκοινωνίες, μεταφορές και και και… Σε ποιους και γιατί; Και όταν θα έχουν πουληθεί όλα τότε τι θα έχει μείνει; Αν έχεις ένα και μοναδικό δέντρο στην αυλή σου και τίποτ’ άλλο και το κόψεις για καυσόξυλα ποιος θα σου φταίει όταν δε θα έχεις να φας; Από πού θα βρίσκεις πόρους; Και αφού είναι τόσο συμφέρουσα η πρόταση, γιατί 99 χρόνια; Γιατί όχι 100 που είναι και στρογγυλά; Και πού ξέρεις; Μπορεί να συνηθίσουμε.
Μοιάζει εδώ και καιρό να έχουμε μπει και να γυρίζουμε γύρω γύρω σε έναν κύκλο. Ονόματα έχουν δοθεί πολλά. Τώρα έχει και αριθμό: 99. Το βέβαιο είναι πως μετά από 36.159 ημέρες – ήτοι 99 χρόνια μαζί με τα δίσεκτα – δε θα ζει κανείς μας για να δει πως – εάν και εφόσον – θα ξημερώσει εκείνη η τελευταία μέρα. Εκτός και αν ήμασταν ιοί ή βακτήρια ή μύκητες (πράγμα που κανείς δεν μπορεί πλέον να αποκλείσει με βεβαιότητα). Κάποιοι από αυτούς τους οργανισμούς έχουν ζήσει εκατομμύρια χρόνια, έχουν αργό μεταβολισμό και οι επιστήμονες διστάζουν για το αν θα πρέπει να τους αποκαλέσουν ζωντανούς ή όχι. Αν εξαιρέσεις την ανθεκτικότητά τους και το μεγάλο κύκλο ζωής τους, όλο και πλησιάζουμε στην περιγραφή φοβάμαι. Κι ακόμα περισσότερο, φοβάμαι μήπως κάποια μέρα εκεί που μετράμε ανοίξουμε τα μάτια και καταλάβουμε πως έχει περάσει τόσος πολύς χρόνος που δεν έχει μείνει πια τίποτα και κανένας. Και πως αυτό που έπρεπε να γίνει άργησε πολύ περισσότερο από μια μέρα. Και τότε; Θα σκεφτόσουν να αλλάξεις τα πάντα στη ζωή σου; Ή δε θα άλλαζες τίποτα;
“Πού είναι το ρολόι μου;” (ήταν τα τελευταία λόγια του Salvador Dali)
*Την ώρα που γραφόταν αυτό το κείμενο διάβασα τυχαία και τη δήλωση της Άννας Βαγενά « Δεν μας τρομάζουν τα 99 χρόνια διάρκειας του ταμείου αποκρατικοποιήσεων. Εδώ η Ελλάδα ήταν υπό Τουρκική σκλαβιά για 400 χρόνια και άντεξε. »