Ο Αλέκος Παναγούλης σκοτώθηκε την Πρωτομαγιά του 1976 κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, στο ύψος του Αγίου Δημητρίου, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε εξετράπη της πορείας του κι έπεσε σ’ ένα υπόγειο κατάστημα. Λίγο καιρό μετά το συμβάν, αποκαλύφθηκε ότι κατείχε φακέλους με αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος πολιτικών που συνεργάστηκαν με τα όργανα ασφαλείας κατά την επταετία.
- της Νάντιας Βασιλειάδου
«Μην περπατάς πίσω μου, δεν μπορώ να σε οδηγήσω, μην περπατάς μπροστά μου, δεν μπορώ να σε ακολουθήσω, περπάτα πλάι μου και γίνε φίλος μου»
Αλέκος Παναγούλης
Ο χαμός του Παναγούλη πάγωσε την Πρωτομαγιά του 1976
Ο κορυφαίος αγωνιστής κατά της δικτατορίας, ο άντρας με την ασυμβίβαστη προσωπικότητα και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο, σκοτώθηκε σε ένα μυστηριώδες τροχαίο στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, προκαλώντας σοκ στην ελληνική κοινωνία, που μόλις είχε βγει από το γύψο της επταετίας και προσδοκούσε από τον Παναγούλη αλήθειες που πιθανόν να την οδηγούσαν σε άλλες επιλογές.
Το Fiat Mirafiori του, δώρο της συντρόφου του Οριάνας Φαλάτσι, έφυγε από την πορεία του και έπεσε σε υπόγειο κατάστημα επί της λεωφόρου, κάθετα στην πορεία. Το ανακοινωθέν της Τροχαίας έκανε λόγο για τροχαίο, όμως ακόμη και σήμερα τα ερωτηματικά γύρω από το συμβάν παραμένουν αναπάντητα. «Τον σκότωσαν τον Αλέκο», είχε καταγγείλει τότε η οικογένεια. Η περίπτωση της πολιτικής δολοφονίας, παρά το γεγονός της αποκλειστικής προβολής του «τροχαίου ατυχήματος» από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της εποχής, εξετάστηκε επίσημα από τον εισαγγελέα Τσεβά, χωρίς όμως να καταλήξει σε ανάλογο συμπέρασμα.
Το πρωινό της Πρωτομαγιάς, στη γωνία Βουλιαγμένης και Ολγας στον Αγ. Δημήτριο, όπου βρίσκονταν τα συντρίμμια του αυτοκινήτου, συνέρρεε πλήθος κόσμου. Λίγη ώρα αργότερα, έφθανε ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, προκειμένου να ενημερωθεί για το γεγονός.
Οπως επισημαίνει σήμερα ο αδερφός του Α. Παναγούλη Στάθης, «είχαμε ζητήσει από τις αρχές να κλείσουν το δρόμο, αλλά το αίτημά μας δεν είχε γίνει δεκτό. Ο χώρος παρέμεινε αφύλακτος και ο καθένας θα μπορούσε να αλλοιώσει στοιχεία».
Καταγγελίες
Λίγες μέρες πριν, ο Α. Παναγούλης είχε ζητήσει συνάντηση με τον Καραμανλή. Στις εκλογές του 1974, ο Παναγούλης είχε εκλεγεί βουλευτής στη Β’ Αθηνών με την Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις. Γρήγορα όμως ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία του κόμματος και ανεξαρτητοποιήθηκε.
Σε αναφορές του είχε κάνει λόγο για συνεργασία πολιτικών του κόμματός του με την απριλιανή δικτατορία. Στις καταγγελίες που έκανε για ανάμιξη πολλών πολιτικών με το καθεστώς, ήρθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον Ε. Αβέρωφ και τον Δ. Τσάτσο.
Τα αρχεία
Λίγο καιρό μετά το συμβάν, αποκαλύφθηκε ότι κατείχε φακέλους με αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος πολιτικών που συνεργάστηκαν με τα όργανα ασφαλείας κατά την επταετία (φάκελος ΕΣΑ). Η αποκάλυψή τους ήξερε πως θα τάραζε τότε το πολιτικό σκηνικό και είχε θελήσει να ενημερώσει για το θέμα τον πρωθυπουγρό Κ. Καραμανλή. Η πρόθεσή του να κάνει αποκαλύψεις τον είχε φέρει αντιμέτωπο με πιέσεις εντός Βουλής, όσο και με απειλές για τη ζωή του.
«Τα αρχεία της ΕΣΑ τα βρήκε ο ίδιος με συνεργάτες του από το σπίτι του Χατζηζήση, ο οποίος ήταν διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ (σ.σ. αρχικά για το Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, το κύριο σώμα ασφαλείας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας). Εκεί περιγράφονταν οι σχέσεις της χούντας με πολιτικούς. Είχε έρθει σε ρήξη με τον Αβέρωφ, αλλά, κατά τη γνώμη της οικογένειας, δεν σχετίζεται με το γεγονός. Κλειδί της υπόθεσης ήταν το παρακράτος που έζησε η χώρα μας μετά τον Εμφύλιο. Εμείς εκείνη την εποχή είχαμε πει ότι τα θεωρούσαμε όλα πιθανά. Ενδείξεις είχαμε, αποδείξεις δεν είχαμε. Είχαμε ενδείξεις ότι παρηκολουθείτο», υπογραμμίζει στην «Ε» ο Στάθης Παναγούλης.
Λίγες μέρες μετά τα γεγονότα, ο 31χρονος τότε Μιχάλης Στέφας από την Κόρινθο παρουσιάστηκε στον ανακριτή Τσεβά και δήλωσε: «Εγώ είμαι ο οδηγός του αυτοκινήτου που ψάχνετε. Ήταν δυστύχημα». Είπε πως ανήκει στην οργάνωση «Ρήγας Φεραίος», γεγονός που αμέσως μετά διαψεύστηκε. Όλη η χώρα αναζητούσε τότε μια βυσσινί Τζάγκουαρ με ξένες πινακίδες, η οποία, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, χτύπησε το όχημα του Παναγούλη και εξαφανίστηκε. Ο οδηγός ομολόγησε ότι μετά το χτύπημα εξαφανίστηκε γιατί φοβήθηκε.
Τελικώς, ο Στέφας δικάστηκε σε 16 μήνες φυλάκιση για τροχαίο. Η οικογένεια είχε αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της δίκης του, γιατί, όπως είπαν, δεν τον θεωρούσαν ύποπτο ή προβοκάτορα.
«Πριν από ένα δυο χρόνια πέθανε, χωρίς ποτέ να δοθεί συνέχεια στις καταγγελίες της Φαλάτσι ότι πρόσωπα που σχετίζονταν με την υπόθεση και είχαν σχέση με ιταλικές ακροδεξιές οργανώσεις τα είχαν δει στην Ιταλία πριν από τη δολοφονία», λέει ο Σταύρος Καράμπελας, πρόεδρος της ΕΔΗΚ (Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου), που επιδιώκει να μεταφέρει σήμερα τα πολιτικά ιδεώδη του Παναγούλη στη σύγχρονη πολιτική ζωή.
Πρόεδρος της ΕΔΗΝ (Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία) είναι ο Μιλτιάδης Κλωνιζάκης, γιος του συναγωνιστή του Αλ. Παναγούλη στην απόπειρα κατά του δικτάτορα Παπαδόπουλου, Γιάννη Κλωνιζάκη.
Ο Παναγούλης λιποτακτεί, ενώ υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, αρνούμενος να υπηρετήσει τη χούντα. Ιδρύει την οργάνωση Ελληνική Αντίσταση. Αυτοεξορίζεται στην Κύπρο, για να καταστρώσει σχέδιο δράσης.
Επανέρχεται στην Ελλάδα και, μαζί με στενούς του συνεργάτες, σχεδιάζει τη δολοφονία του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου 1968, κοντά στη Βάρκιζα. Αποτυγχάνει και συλλαμβάνεται. Δικάζεται από το Στρατοδικείο στις 3 Νοεμβρίου, όπου δεν διστάζει, από τη θέση του κατηγορουμένου, να εξαπολύσει κατηγορητήριο στους στρατοδίκες. Καταδικάζεται σε θάνατο στις 17 Νοεμβρίου 1968. Η διεθνής κοινότητα κινητοποιείται από συναγωνιστές του, κι έτσι οι δικτάτορες δεν τολμούν ποτέ να εκτελέσουν την ποινή.
Υποβάλλεται σε φρικτά σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια, αλλά δεν υποκύπτει στιγμή. Η στάση του τσακίζει τα νεύρα των βασανιστών του. Δραπετεύει από τις Φυλακές Μπογιατίου όπου εκρατείτο, στις 5 Ιουνίου 1969.
Συλλαμβάνεται εκ νέου και οδηγείται προσωρινά στο στρατόπεδο Γουδή, για να μεταφερθεί ύστερα από ένα μήνα και πάλι στις Φυλακές Μπογιατίου, όπου τον περιμένει απομόνωση στο κελί «Τάφος». Επιχειρεί να δραπετεύσει αρκετές φορές – και το πετυχαίνει μία από αυτές.
Αρνείται την εύνοια της γενικής αμνηστίας που έδωσε το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατουμένους -έπειτα από διεθνείς πιέσεις- και τελικά αποφυλακίζεται λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1973.
Διαφεύγει στη Φλωρεντία της Ιταλίας, για να δώσει νέα πνοή στην αντίσταση.
«Τώρα που σκοτώθηκε ο Αλέκος, θα γεννηθώ εγώ». Ήταν τα πρώτα λόγια που είπε η Οριάνα Φαλάτσι, όταν έφτασε συντετριμμένη στο ανατολικό αεροδρόμιο του Ελληνικού το βράδυ της τραγωδίας.
Στους δημοσιογράφους που τη ρώτησαν γιατί έφερε πραγματογνώμονες, αφού υποτίθεται ότι ήταν ατύχημα, η Φαλάτσι απάντησε με μια άλλη ερώτηση: «Ποιος είπε ότι ήταν ατύχημα;» και προχώρησε προς την έξοδο του αεροδρομίου.
Κρύφτηκε σε ένα γαλάζιο Φολκσβάγκεν. Το αυτοκίνητο κατευθύνθηκε στον τόπο όπου πριν από μερικές ώρες είχε συναντήσει το θάνατο ο Αλέξανδρος Παναγούλης. Η Φαλάτσι διέσχισε τρέχοντας το δρόμο, έσπρωξε θυμωμένη τους χωροφύλακες, που προσπαθούσαν να την εμποδίσουν, και πλησίασε τα συντρίμμια του αυτοκινήτου.
«Φαινόταν οργισμένη με όλους. Μόνη μέσα στη νεκρική σιγή χάιδεψε τον άμορφο σωρό των σιδερικών, τον σκεπασμένο με μισομαραμένα λουλούδια. Ένα φλας άστραψε. Σήκωσε το πρόσωπό της και είπε με βραχνή, τρεμουλιαστή φωνή στο δημοσιογράφο που τη φωτογράφισε: “Θα σου σπάσω τη μύτη αν το ξανακάνεις. Τ’ ορκίζομαι στ’ όνομα του Παναγούλη. Και σένα και όλων των Ελλήνων φασιστών. Ακούστε το όλοι σας”. Γύρισε προς το πλήθος που την παρακολουθούσε. Ολοι σας, πρόσθεσε και έτρεξε πάλι προς το αυτοκίνητό της. Φτάνοντας εκεί έχασε τελείως την ψυχραιμία της και ρίχτηκε σαν πληγωμένο αγρίμι πάνω σε ένα δημοσιογράφο. Χρειάστηκε η επέμβαση των φίλων που τη συνόδευαν για να ησυχάσει και να μπει στο γαλάζιο Φολκσβάγκεν που αμέσως εξαφανίστηκε με κατεύθυνση προς την Αθήνα», περιγράφει το ρεπορτάζ της «Ελευθεροτυπίας».
Η γυναίκα, που πήγε στην πρώτη γραμμή του πολέμου στο Βιετνάμ, που έζησε μέσα στους Φενταγίν, που την έτρεμαν αρχηγοί κρατών, η σκληρή και δυναμική δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι είχε λυγίσει, όπως κατέγραψε ο Τύπος, μπροστά στη σορό του ήρωα της Ελληνικής Αντίστασης. Δίπλα στη μάνα του Παναγούλη, όρθια, είχε καρφωμένα συνέχεια τα μάτια της σε όλη τη νεκρώσιμη ακολουθία, πάνω στο πρόσωπο του μεγάλου νεκρού.