Το ακόλουθο κείμενο του Πολωνού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν είναι απόσπασμα από το βιβλίο των Zygmunt Bauman, Carlo Bordoni «Stato di crisi» (Einaudi, 2015). Το βιβλίο αυτό είναι ένας μακρύς θεωρητικός και πολιτικός διάλογος του Μπάουμαν με τον Ιταλό κοινωνιολόγο Κάρλο Μπορντόνι.
ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ: Παρ’ όλο που αποδέχομαι την ύπαρξη πολλών και εντυπωσιακών ομοιοτήτων μεταξύ της κρίσης του 1929 και της τρέχουσας κρίσης (πρώτα απ’ όλα και κυρίως η μαζική ανεργία χωρίς προοπτικές και η αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα), μου φαίνεται ωστόσο ότι υπάρχει μια κομβική διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, η οποία τις διακρίνει και καθιστά τουλάχιστον συζητήσιμη τη σύγκρισή τους.
Μολονότι φοβισμένα από αγορές που τρελαίνονταν και έκαιγαν περιουσίες και μαζί τους θέσεις εργασίας, οδηγώντας κερδοφόρες επιχειρήσεις στη χρεοκοπία, τα θύματα της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου το 1929 δεν είχαν αμφιβολίες για το πού να ζητήσουν βοήθεια: στο κράτος φυσικά, ένα κράτος ισχυρό, τόσο ισχυρό ώστε να κατορθώνει να υποχρεώνει την οικονομική κατάσταση να υπακούει στη βούλησή του.
Οι γνώμες για το ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να βγουν από εκείνη την κατάσταση μπορούσε να διαφέρουν ακόμη και σε αξιοσημείωτο βαθμό, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιος όφειλε να οδηγήσει τα πράγματα στον δρόμο που τελικά έπρεπε να βαδίσουν: το κράτος φυσικά, προικισμένο και με τους δύο πόρους που ήταν αναγκαίοι γι’ αυτό το καθήκον, την εξουσία, δηλαδή την ικανότητα να κάνουν πράγματα, και την πολιτική, δηλαδή την ικανότητα να αποφασίζουν ποια πράγματα έπρεπε να κάνουν.
Και πράγματι, την επαύριο της κατάρρευσης, το μεταβεστφαλιανό μοντέλο ενός κράτους προικισμένου με απόλυτη και αδιαίρετη κυριαρχία στην επικράτειά του και σε όλα όσα αυτή περιέχει θα επεκταθεί στο μέγιστο δυνατό, ώς το σημείο να συμπεριλάβει διαφοροποιημένες μορφές, όπως η σοβιετική οικονομία που διευθύνεται από το κράτος, η γερμανική που ρυθμίζεται από το κράτος και εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών που υποκινείται από το κράτος.
Αυτό το μεταβεστφαλιανό μοντέλο του παντοδύναμου εδαφικού κράτους (που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ένα έθνος-κράτος) βγήκε από τον πόλεμο όχι μόνον ανέπαφο, αλλά διευρυμένο, ενισχυμένο και σίγουρο για τον εαυτό του, προκειμένου να ικανοποιήσει τις ευρύτατες επιδιώξεις του «κοινωνικού κράτους», δηλαδή ενός κράτους το οποίο εξασφάλιζε όλους τους πολίτες απέναντι στις αντιξοότητες της μοίρας, τις ατομικές κακοτυχίες και τον φόβο της ταπείνωσης σε όλες εκείνες τις μορφές (φόβος της φτώχειας, του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης, της ανεργίας, της έλλειψης στέγης, της αμάθειας) που είχαν στοιχειώσει τις προπολεμικές γενεές.
Και η μεταπολεμική «ένδοξη τριακονταετία» σημαδεύτηκε από την αυξανόμενη προσδοκία ότι όλα τα σοβαρότερα κοινωνικά προβλήματα θα λύνονταν και θα ξεπερνιούνταν, ενώ οι θλιβερές αναμνήσεις της φτώχειας και της μαζικής ανεργίας θα θάβονταν μια για πάντα.
Στη δεκαετία του 1970 όμως η πρόοδος σταμάτησε μπροστά σε μια αύξηση της ανεργίας, σε έναν πληθωρισμό ασυγκράτητο και στην αυξανόμενη ανικανότητα των κρατών να τηρήσουν τη δέσμευσή τους να εγγυώνται μια ολική προστασία. Σιγά σιγά αλλά όλο και πιο φανερά τα κράτη κατέδειξαν την ανικανότητά τους να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους. Και σιγά σιγά, αλλά με τρόπο φαινομενικά ασυγκράτητο, η πίστη και η εμπιστοσύνη στο κράτος άρχισαν να διαβρώνονται. […]
Αυτή τη φορά η δημόσια εμπιστοσύνη εναποτέθηκε στο «αόρατο χέρι της αγοράς». Μετά την «ένδοξη τριακονταετία» υπήρξε επομένως και η «τριακονταετία της αφθονίας», χρόνια ενός αδιάκοπου καταναλωτικού οργίου, που συνοδεύονταν παντού από τη φαινομενικά ασυγκράτητη αύξηση του ΑΕΠ. Το στοίχημα στην ανθρώπινη απληστία φαινόταν να δίνει τους πρώτους καρπούς του. Εκείνα τα κέρδη δεν άφηναν όμως να διαφανούν αμέσως τα κόστη τους. […]
Εχουμε οδυνηρά συνειδητοποιήσει -τουλάχιστον προς στιγμήν και για όσο η ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη, επιλεκτική μνήμη θα εκπληρώνει το χρέος της- ότι αν αφεθούν ελεύθερες οι αγορές, καθοδηγούμενες από το κέρδος, οδηγούν σε οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές. Θα έπρεπε όμως -και κυρίως θα μπορούσαμε;- να επιστρέψουμε σε ήδη εφαρμοσμένα και σήμερα μη αξιοποιούμενα προγράμματα κρατικής εποπτείας, ελέγχου, ρύθμισης και διαχείρισης;
Το αν θα έπρεπε να το κάνουμε είναι προφανώς ένα επίμαχο ζήτημα. Αυτό όμως που είναι αρκετά βέβαιο, όποια απάντηση κι αν δώσουμε σε ένα τέτοιο ερώτημα, είναι ότι δεν θα μπορέσουμε. Δεν θα μπορέσουμε επειδή το κράτος δεν είναι πλέον εκείνο που ήταν πριν από εκατό χρόνια ή εκείνο που τότε ήλπιζαν ότι θα γινόταν σύντομα. Στις τωρινές συνθήκες, το κράτος δεν έχει τα μέσα ούτε τους πόρους για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που θα απαιτούσαν ο έλεγχος και η αποτελεσματική εποπτεία των αγορών, για να μη μιλήσουμε για ρύθμιση και διαχείριση.
Η εμπιστοσύνη στην ικανότητα του κράτους να παίρνει μέτρα βασιζόταν στην προϋπόθεση ότι, ως κυρίαρχος (μοναδικός και αδιαίρετος) στο εσωτερικό των εδαφικών του συνόρων, διέθετε και τις δύο αναγκαίες προϋποθέσεις για μια αποτελεσματική διαχείριση της κοινωνικής πραγματικότητας, δηλαδή την «εξουσία», την ικανότητα να φτάνει ώς το βάθος και να κάνει τα πράγματα, και την «πολιτική», την ικανότητα να αποφασίζει ποια πράγματα να κάνει και ποια προβλήματα να επιλύσει σε παγκόσμιο επίπεδο (όπου ήδη βρίσκεται μεγάλο μέρος της πραγματικής εξουσίας να κάνει κανείς πράγματα) και επομένως ποια να αποφύγει ή από ποια να απαλλαγεί. Ηδη όμως το κράτος έχει απολέσει μεγάλο και αυξανόμενο μέρος της πραγματικής ή υποτιθέμενης εξουσίας που είχε στο παρελθόν για να κάνει πράγματα.
Αυτό το μέρος έχει αναληφθεί από παγκόσμιες υπερκρατικές δυνάμεις, οι οποίες δρουν σε έναν πολιτικά ανεξέλεγκτο «χώρο των ροών» (όρος που χρησιμοποίησε ο Μανουέλ Καστέλς), ενώ η πραγματική εμβέλεια των υπαρχόντων πολιτικών οργανισμών δεν υπερβαίνει τα κρατικά σύνορα. Πράγμα που σημαίνει, με πιο απλούς όρους, ότι η οικονομία, τα επενδυτικά κεφάλαια, οι αγορές της εργασίας και η κυκλοφορία των εμπορευμάτων βρίσκονται πέρα από την αρμοδιότητα και την ακτίνα δράσης των λίγων πολιτικών οργανισμών που σήμερα είναι διαθέσιμοι για την εργασία εποπτείας και ρύθμισης.
Εχουμε επομένως μια πολιτική που υποφέρει από ένα έλλειμμα εξουσίας (και ένα έλλειμμα δύναμης καταναγκασμού), ανήμπορη να αντιμετωπίσει την πρόκληση εξουσιών απαλλαγμένων από τον πολιτικό έλεγχο. Για να συνοψίσουμε: η τωρινή κρίση διαφοροποιείται από τα ιστορικά της προηγούμενα ακριβώς στον βαθμό που βιώνεται σε μια κατάσταση διαζυγίου μεταξύ εξουσίας και πολιτικής. Αυτό το διαζύγιο μεταφράζεται σε απουσία οργανισμών ικανών να κάνουν αυτό που κάθε «κρίση» εξ ορισμού απαιτεί: να επιλέξουν τον τρόπο με τον οποίο θα προχωρήσουν και να εφαρμόσουν τη θεραπεία που αυτή η επιλογή προβλέπει.
Μια τέτοια απουσία, όπως φαίνεται, θα συνεχίζει να παραλύει την αναζήτηση μιας έγκυρης λύσης για όσο διάστημα εξουσία και πολιτική, που σήμερα έχουν πάρει διαζύγιο, θα παραμένουν χωρισμένες. Στις τωρινές συνθήκες παγκόσμιας αλληλεξάρτησης, ένας νέος γάμος φαίνεται ωστόσο δύσκολο να γίνει αντιληπτός στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους, όσο μεγάλο και πλούσιο σε πόρους μπορεί να είναι αυτό. Απ’ ό,τι φαίνεται, βρισκόμαστε σήμερα μπροστά στο τρομερό καθήκον να εξυψώσουμε την πολιτική και τα διακυβεύματά της σε ένα επίπεδο εντελώς νέο και πρωτόγνωρο.