Πέρασαν οι 100 πρώτες μέρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κι όπως είθισται για αυτές τις περιπτώσεις, σε όλους αρέσει να κάνουν έναν απολογισμό των κυβερνητικών κινήσεων του πρωθυπουργού και του επιτελείου του, όπως η επιλογή προσώπων αλλά και οι κεντρικές αποφάσεις των κοινοβουλευτικών ομάδων που έχουν αυτή τη στιγμή την πλειοψηφία στη βουλή.
Μια από τις μεγαλύτερες προεκλογικές εξαγγελίες της «κυβέρνησης της αριστεράς» ήταν η δημιουργία ενός «μικρού κι ευέλικτου κυβερνητικού σχήματος», το οποίο δεν θα ακολουθούσε την περπατημένη του παρελθόντος με τους δεκάδες υπουργούς, αναπληρωτές υπουργούς και υφυπουργούς, που γέμιζαν τα υπουργικά γραφεία κι έκαναν το υπουργικό συμβούλιο να μοιάζει με κυριακάτικη κερκίδα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα της Γ’ Εθνικής.
Φευ. Το υπουργικό συμβούλιο που παρουσίασε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας τον περασμένο Γενάρη απαριθμούσε 41 άτομα. Στην πορεία προστέθηκαν κι άλλοι. Θα αναφερθώ σε έναν από αυτούς στη συνέχεια.
Μια από τις πρώτες –ίσως η πρώτη- κίνηση του Αλέξη Τσίπρα ήταν η επιλογή του Γενικού Γραμματέα της κυβέρνησης. Σε αυτή τη θέση διορίστηκε ο Σπύρος Σαγιάς. Ο γνωστός δικηγόρος από τη συνεργασία του κυρίως με τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, κι ένας από τους σημαντικότερους νομικούς συμβούλους μεγάλων εταιρειών οι οποίες διεκδίκησαν και πέτυχαν μερικές από τις σπουδαιότερες συμφωνίες για ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα (ΟΣΕ, Ελληνικό, ΟΛΠ, Cosco). Το περιοδικό Unfollow έκανε γι’ αυτόν μια πολύ καλή ιστορική αναδρομή για τη δράση του και τη συνεργασία του με τις κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1990, καθώς και τη συμβολή του στις ιδιωτικοποιήσεις τις οποίες προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν πως θα σταματήσει στο όνομα του εργάτη που υποφέρει και του φορολογούμενου που επιβαρύνεται για να κερδίζει το «μεγάλο κεφάλαιο». Η πορεία των συμφωνιών για τις ιδιωτικοποιήσεις έδειξε ότι ακόμη κι ο σύντροφος Λαφαζάνης λέει πολλά, αλλά πράττει κάτι λιγότερο από «λίγα».
Προτεραιότητα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης και η εξασφάλιση μιας έντιμης «ενδιάμεσης συμφωνίας» χωρίς νέα μέτρα λιτότητας, χωρίς μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, με τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ «από την πρώτη Δευτέρα μετά τις εκλογές», όπως είχαν επαναλάβει αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στις προεκλογικές τους τηλεοπτικές εμφανίσεις – ιδίως οι κ.κ. Σκουρλέτης και Στρατούλης. Τελικά, η ενδιάμεση συμφωνία χάθηκε, το νέο μνημόνιο είναι μονόδρομος, ο κατώτατος μισθός δεν πάει στα 751€ αλλά μεταφέρεται προς τον Ιούλιο του 2016 «σταδιακά» –και πώς να πήγαινε άλλωστε με μια αγορά η οποία δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε τον εαυτό της, ενώ ταυτόχρονα πληρώνει σε φόρους περισσότερο από το 70% του εισοδήματός της- και η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η κατάργηση της εντολής για εφαρμογή ομαδικών απολύσεων είναι τα δύο μόνα κάστρα που αντέχουν ακόμη στην πολιορκία. Το ίδιο συμβαίνει και με την περίπτωση της 13ης σύνταξης στους χαμηλοσυνταξιούχους. Μια υπόθεση η οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή υπό διαπραγμάτευση – όπως και πολλά ακόμη πράγματα που φαίνονταν τόσο σίγουρα πριν τις 25 Γενάρη.
Μιλώντας, μάλιστα, για τη διαπραγμάτευση, η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπό την καθοδήγηση των κ.κ. Δραγασάκη, Βαρουφάκη, προχώρησε σε ένα ακόμη κατόρθωμα. Να καταφέρει να διασχίσει τρεις μήνες κι αλλεπάλληλες ανταλλαγές σκέψεων με τους δανειστές, για να καταλάβει με ποιους έχει να κάνει, πόση «μπέσα» έχουν, πού και πότε οφείλεις να λάβεις γραπτές δεσμεύσεις για υποσχέσεις του αέρα, πώς αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία η ΕΕ, η Ευρωζώνη, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, τί σημαίνει τελικά να υποστηρίζεις δημόσια μια δημιουργική ασάφεια η οποία δεν κατάφερε να φέρει κανένα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, πώς κατατάσσονται οι προτεραιότητες μιας ευρω-καπιταλιστικής αγοράς που ενώ κατηγορείς σε όλους τους τόνους αναγκάζεσαι να αποδεχθείς, και πού οφείλεις να καταλάβεις ότι έχεις κάνει μια τουλάχιστον πλημμελή προετοιμασία γεμάτη λάθη και παραλείψεις. Άλλωστε η παραδοχή όλων σχεδόν των παραπάνω συμπυκνώθηκε στη φράση του Ευκλείδη Τσακαλώτου, πως «έγιναν λάθη, αλλά από τα λάθη μαθαίνουμε». Όχι όμως στου κασίδη το κεφάλι μετά από απανωτές ιδεολογικές υποχωρήσεις.
Τι συνέβαινε όμως την ώρα που τα κυβερνητικά στελέχη έβρισκαν μπροστά τους τα «λάθη» που διαπίστωσε ο Τσακαλώτος; Η Ελλάδα πλήρωνε περίπου 9 δισεκατομμύρια ευρώ σε έντοκα γραμμάτια, τόκους, τοκοχρεολύσια, δόσεις στο ΔΝΤ, και λοιπές υποχρεώσεις στους δανειστές. Μάλιστα, μέχρι τον Αύγουστο το ποσό αυτό αναμένεται να αυξηθεί στα 15 δισεκατομμύρια. Ευρώ.
Αυτά είναι τα χρήματα που τα δημόσια ταμεία εισέπραξαν από την –κατά τα άλλα- απεχθή φορολόγηση των πολιτών, αλλά και από τα αποθεματικά δημόσιων οργανισμών που μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος για να πετύχουν καλύτερα επιτόκια από εκείνα που ελάμβαναν στις ιδιωτικές τράπεζες.
15 δισεκατομμύρια ευρώ πλούτος, σε επτά μήνες. Να ένα στοιχείο που καταρρίπτει το παραμύθι της μη παραγωγής πλούτου στην κατεστραμμένη οικονομικά Ελλάδα. Κι όμως. Τα χρωστούμενα αυτά δεν πήγαν ποτέ στην καταπολέμηση της ανθρωπιστικής κρίσης. Δεν κουρεύτηκαν, ούτε διεγράφησαν την επόμενη μέρα των εκλογών με έναν νόμο κι ένα άρθρο μαζί με το επαχθές μνημόνιο της δυστυχίας που κατέστρεψε τον ελληνικό λαό (λόγια βγαλμένα από τη σχολή Στρατούλη-Σκουρλέτη που έκανε θραύση τον τελευταίο χρόνο).
Τι άλλο είδαμε αυτές τις 100 πρώτες μέρες της αριστερής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ; Τον Προκόπη Παυλόπουλο πρόεδρο της Δημοκρατίας. Και στα καπάκια τον ΣΥΡΙΖΑ να ξεκινά την εξεταστική του επιτροπή για το Μνημόνιο από τον πρώτο μήνα της διακυβέρνησης Παπανδρέου. Φυσικά, τα γραμμάτια Παυλόπουλου διαφαίνονταν από πριν. Ο ίδιος ο Τσίπρας αλλά και πολλά ακόμη εξέχοντα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν δημιουργήσει έναν μύθο γύρω από το όνομα του Παυλόπουλου για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε την κατάσταση τον Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα. Τα διαπιστευτήρια ήταν εκεί, κι αρκετοί τα είδαν να έρχονται πολύ πριν ο πρωθυπουργός αφήσει σύξυλη σχεδόν τη μισή κοινοβουλευτική του ομάδα το απόγευμα της ανακοίνωσης του εκλεκτού του ΠτΔ. Μια κίνηση με την οποία ξεχάσαμε μια για πάντα την αμαρτωλή περίοδο Καραμανλή, που από το 2004 έως το 2009 διέλυσε ολοκληρωτικά την ελληνική οικονομία οδηγώντας τη χώρα σε έναν άνευ προηγουμένου υπερδανεισμό, αφήνοντας πίσω της τις τότε υποσχέσεις περί «επανιδρύσεων του κράτους». Το κράτος δεν επανιδρύθηκε ποτέ. Ο Καραμανλής δεν μίλησε ποτέ. Κι ο Παυλόπουλος χαίρει της εμπιστοσύνης της κυβερνώσας αριστεράς.
Υπήρξαν κι άλλα τα οποία μας έδειξε τις 100 πρώτες της μέρες η κυβέρνησης της αριστεράς. Ήταν ο υπουργός για την ασφάλεια και την αστυνόμευση, κύριος Πανούσης. Ένας άνθρωπος ο οποίος κατάφερε να κάνει εχθρούς παντού. Δεν ξέρω αν αποστολή του όταν αναλάμβανε το υπουργείο του ήταν να γίνει αντιπαθητικός σε όλους, όμως το κατάφερε με μοναδική μαεστρία. Κάλυψε και συνεχίζει να καλύπτει τις φασιστικές δράσεις των ναζί στην ελληνική αστυνομία, αρνούμενος να παραδεχτεί ότι ο λεγόμενος «εκδημοκρατισμός» της δεν είναι φυσικό φαινόμενο αλλά αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών αποφάσεων. Επιμένει να στηρίζει το αστυνομικό κράτος εν κράτει σε περιπτώσεις όπως εκείνη της Χαλκιδικής, δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον στις καταγγελίες για βασανισμούς αλλοδαπών σε αστυνομικά τμήματα της πρωτεύουσας (κι όχι μόνο), παραδέχτηκε δημόσια ότι ο δολοφόνος της τετράχρονης Άννυ είναι αυτό που λένε οι Αμερικανοί «dead man walking», δεν έδωσε ποτέ σε κανέναν να καταλάβει εάν είναι υπέρ ή κατά της μόνιμης παρουσίας ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας σε κατοικημένες περιοχές του κέντρου της Αθήνας (κι όχι μόνο), κι έκανε πράξη την εφαρμογή μιας ιδιότυπης ένστολης δημιουργικής ασάφειας – που διακατέχει, όπως όλοι διαπιστώσαμε, την κυβέρνηση σε πολλούς και διάφορους τομείς της.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Είδαμε στην πορεία της την αριστερή κυβέρνηση να προσθέτει έναν ακόμη υφυπουργό Δικαιοσύνης «για την ενίσχυση διαφάνειας». Το όνομά του είναι Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, γνωστός κι ως ο «εισαγγελέας του αρχείου». Είναι ο άνθρωπος που επέστρεψε στο ράφι υποθέσεις διακίνησης μαύρου πολιτικού χρήματος και διαπλοκής, παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, υποκλοπές, την αυτοκτονία της υπόθεσης Vodafone, την απαγωγή Πακιστανών υπηκόων από την ΕΥΠ και τις μυστικές τους ανακρίσεις. Ένα ωραιότατο ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας για το πρώην αφεντικό της ΕΥΠ και νυν εκλεκτό της κυβέρνησης της αριστεράς, παρουσιάζει με μοναδικό τρόπο την μακρά του θητεία στα πράγματα που αφορούν την ασφάλεια και το βαθύ αστυνομικό κράτος που δεν γνωρίζει από αριστερά τσιτάτα.
Έχει όμως κι άλλα η λίστα. Κατάληξη της οποίας αυτές τις μέρες είναι η επιστροφή της ΕΡΤ. Σε μια σχεδόν τετραήμερη προκήρυξη ενδιαφέροντος στα μουλωχτά για το νέα ΔΣ της ΕΡΤ πρόκαμαν να στείλουν βιογραφικά περίπου 150 νοματαίοι, για να δούμε τελικά τον Λάμπη Ταγματάρχη του πασίγνωστου πράσινου παρελθόντος του να επιστρέφει ως διευθύνων σύμβουλος για να μας θυμίσει τιςαξέχαστες στιγμές του πολύ πρόσφατου παρελθόντος, τον Διονύση Τσακνή γνωστό από την θητεία του στο ιδιωτικό παρα-κράτος της ΑΕΠΙ να γίνεται πρόεδρος χωρίς καμιά προηγούμενη θητεία σε μέσα ενημέρωσης, καθώς και μεταξύ των μελών του ΔΣ να φιγουράρουν ονόματα «καλλιτεχνών» οι οποίοι έκρυβαν του εργαζόμενους στο θέατρό τους όταν έπεφτε σύρμα πως θα σκάσει εκεί κοντά μύτη η επιθεώρηση εργασίας, διατηρούσαν για μήνες αδήλωτους κι ανασφάλιστους υπαλλήλους, κι άνοιγαν σαμπάνιες τη βραδιά που ο ΣΥΡΙΖΑ γινόταν κυβέρνηση.
Φυσικά, η υπόσχεση του κόμματος της ελπίδας για πάταξη των καναλιών της διαπλοκής από την πρώτη σχεδόν εβδομάδα της ανόδου του στην εξουσία, ακόμη να γίνει πράξη. 100 σχεδόν μέρες ο Νίκος Παππάς και πολλοί βουλευτές και υπουργοί προειδοποιούν τους καναλάρχες ότι θα τους αλλάξουν τον αδόξαστο, όμως η μόνη μιντιακή επανάσταση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει η άρνησή του να στείλει εκπρόσωπο στην εκπομπή του Γιάννη Πρετεντέρη. Ο ίδιος ο Τσίπρας βγήκε να μιλήσει στον ελληνικό λαό από το κανάλι ενός «ολιγάρχη», (περίπου) σύσσωμη η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος στέκεται στην ουρά για να πάρει θέση σε κάποιο πάνελ, η κουστωδία των νέων υπουργών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πέρασαν τις πρώτες εβδομάδες τους στα νέα τους γραφεία αγκαλιά με μια τηλεοπτική κάμερα, και τα μέσα που τους βρίζουν και τους συκοφαντούν με τους πιο χυδαίους τρόπους και για τους πλέον άσχετους και φτιαχτούς λόγους (περιπτώσεις Κατρούγκαλου, Μάρδα, Σταθάκη κλπ) φιλοξενούν ακόμη συνεντεύξεις κι εκτενή αρθρογραφία γραμμένη από τα χεράκια τους. Ποιος θα ξεχάσει εκείνο το μνημειώδες άρθρο του Γιάννη Πανούση στο Βήμα του κυρ Σταύρου;
Συμπέρασμα μετά από όλα αυτά, και πολλά ακόμη που είτε ξεχνώ αυτή τη στιγμή είτε δεν έχουν πέσει (ακόμη) στην αντίληψή μου; Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το τελευταίο προπύργιο της αστικής δημοκρατίας των ελίτ και των επιχειρηματιών. Αργά ή γρήγορα τα ΜΜΕ θα το καταλάβουν. Ελλείψει ισχυρού αντιπάλου και υπό τον φόβο το πολιτικό μας σύστημα να μετατραπεί σε ντόμινο με απρόβλεπτες εξελίξεις, ο ΣΥΡΙΖΑ και η στάση που κρατάει είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται η γνωστή πολιτειακή σαπίλα της Μεταπολίτευσης, για να επιβιώσει δια της ολίγον «αριστερής» της εξέλιξης. Τις διαμαρτυρίες στους δρόμους και τις μάχες κατά του συστήματος της καταπίεσης των λαών -όπως τις γνωρίζαμε- ας αρχίσουμε σιγά-σιγά να τις ξεχνάμε. Οι Ισραηλινοί δεν δολοφονούν πλέον Παλαιστινίους. Ο Γιάννης Δραγασάκης μας το διαβεβαίωσε τιμώντας τους εκπροσώπους των ναζιστών καταπιεστών και φονιάδων. Η ελπίδα για την «Ευρώπη που αλλάζει» πληρώθηκε ήδη με 10 σχεδόν δισεκατομμύρια σε 100 μόλις μέρες. Και θα πληρωθεί κι άλλο. Τα αφορολόγητα όρια και η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ δεν ήρθε τώρα. Θα έρθουν κι αυτά μόλις αποσαφηνιστεί η δημιουργική ασάφεια. Και κάποιες κινήσεις ορισμένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, όπως της Ζωής Κωνσταντοπούλου, κατάφεραν να παραμείνουν στην επικαιρότητα όχι για να δίνουν περισσότερα «κλικς» και σχόλια στις ιστοσελίδες που της την πέφτουν κατά παραγγελία, αλλά για να θυμίζουν ότι οι υποσχέσεις για τόσο σημαντικά πράγματα που ξεχνιούνται έτσι γρήγορα, δεν ξεδιπλώνονται σε κάποιο προνομιακό πολιτικό πεδίο παλαιότερων δεκαετιών. Το ρεύμα είναι τόσο αδύναμο, που κανένα θεμέλιο δεν μπορεί να το κρατήσει. Ειδικά όταν τα λεφτά δεν πηγαίνουν για να ταΐσουν κάποια στόματα (όπως παλιά), αλλά για να μην προκαλέσουμε «πιστωτικό γεγονός» και μας κακομεταχειριστούν οι αγορές και οι πιστοί μας «εταίροι».