Βούρτσισε τα δόντια σου, πλύνε τις μασχάλες σου, βγάλε τους φακούς σου, γυάλισε τα παπούτσια σου, δίπλωσε προσεκτικά τις πυτζάμες σου, βάλε τα καλά σου, αποχαιρέτα τη μάνα σου, βάλε για ύπνο τα παιδιά, απόψε έρχονται για σένα.
Πότισε τα λουλούδια, ξεσκόνισε το σπίτι, σφράγισε τα παράθυρα, κάνε απόψυξη στο ψυγείο, κατέβασε τα σκουπίδια, φύλαξε το αυτοκίνητο στο γκαράζ, μην πάρεις βαλίτσα, απόψε έρχονται για σένα.
Πλήρωσε το κινητό, πλήρωσε τις πιστωτικές, πλήρωσε το δάνειο, μην ξεχάσεις αναμμένα τα φώτα -φωτιά η ΔΕΗ στις μέρες μας- κλείσε τις εκκρεμότητες, μόνο βιάσου γιατί τώρα πια έρχονται για ‘σένα.
Από το ’36 έρχονται για ‘σένα, μελανοχιτώνες υπουργοί τηλεσχολιαστές /νιτσεβό, νιτσεβό δεν είναι τίποτα, 440.894 Σταύροι Θεοδωράκηδες έρχονται για σένα, χωρίς ποδοβολητά, σέρνοντας βαριεστημένα τα βήματα στα οδοστρώματα, έτσι κι αλλιώς εσύ περιμένεις ήσυχα και διακριτικά να ‘ρθουνε για σένα.
Σσσς! Δεν είναι κάτι, μας σκοτώνουνε αθόρυβα, το αίμα στύβει στα πρωτοσέλιδα και η σιωπή απ’ τις παντόφλες είναι δυνατότερη από τον ήχο της μπότας-μας σκοτώνουνε χιλιάδες χρόνια κι εμείς δεν βγάζουμε κιχ.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ, ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝΕ
Κυριακή εικοσιδύο ενάτου του δεκατρία, ένα χρόνο και τέσσερις μήνες μετά τον εφιάλτη με τα καδρόνια.
«ΕΙΧΑΝΕ ΜΠΑΣΤΑΚΩΘΕΙ ΣΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ ΜΑΣ ΦΟΡΟΥΣΑΝΕ ΔΕΡΜΑΤΙΝΑ ΓΑΝΤΙΑ»
Σσσς!
(ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝΕ ΝΑ ΤΟΝ ΡΙΞΟΥΝΕ)
Όμως στάθηκες, ένας, όσο εμείς δε βγάζαμε κιχ.
(ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΡΙΞΕΙ ΚΑΤΩ ΕΝΑ ΘΗΡΙΟ)
Στάθηκες, ένας, όσο εμείς δε βγάζαμε κιχ, σηκώθηκες και βάδισες ανάποδα, έσκισες εκατοντάδες χιλιάδες εξώφυλλα και έκαψες τα κουπόνια, ακούμπησες έναν ώμο το Σάββατο στη πλατεία Κρήνης, μπήκες στον ύπνο του Νικόλα την Παρασκευή, τραγούδησες στα πιτσιρίκια στην λεωφόρο Δημοκρατίας την Πέμπτη, ήσουν στο Τζάνειο το βράδυ της Τετάρτης, έπιασες την κρότου λάμψης και την έστειλες πίσω, με ευθεία βολή.
Έδειχνες την ταμπέλα, μη κοιτάτε αλλού, μπροστά Πειραιάς, από την άλλη Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου.
27 Αυγούστου έγραφες κάπου: ΣΥΡΙΑl Killer…Στο ίδιο έργο θεατής.
(λίπασμα αυτού του κόσμου όλες οι πεταλούδες που άφησαν τα χέρια σου να κοιμηθούν ήσυχες μέσα σε κάποια γλάστρα)
Το πρωί της Τετάρτης μας το έσβησες από τη μνήμη, τη νύχτα –κενό- κι εδώ δε θέλω να φτάσουμε, δε χτύπησε ποτέ το γαμημένο τηλέφωνο, δε χτύπησε.
–«Πέθανε (Πέθανε) (πες μου) (θυμήσου ρε, ποιός είναι) (φίλος του Θ.) (ένας από τα παιδιά) (Χειρουργείο)»
–«Είναι ένας δικός σας, ένας από σας. Θυμάσαι το όνομα;» μου είπανε πώς –
Είχε τέρατα με παράξενες στολές
που παραμονεύαν πάντοτε κρυφά μεσ στις σκιές*
Με σταματάς, μου λες μαλάκα πάρ’ το όπως όταν κολυμπάς, γρήγορα, (πολιτικό όφελος, πωλήσεις, εφοπλιστές, μήπως μας συμφέρει, κυβέρνηση δολοφόνων, μπάλα, να μη χαθούμε στα στενά, ποιός τους γαμάει, μου λες).
Τα είχαμε πει μια δυο φορές μονάχα. Από σένα κι εκείνη κρατάω/κράτησα μόνο την ευγένεια, με ρωτούν για σας και λέω είναι/ήταν τόσο ευγενικοί που κάτι δε πάει/πήγαινε καλά.
Και κάτι δε πήγαινε καλά, γιατί τόση ευγένεια δε βρίσκει στενό σκοτεινό, και συμπόνια θεριού, Παύλο, να σταθεί και να γλιτώσει σ’ αυτό το κόσμο/ πάνω από ένα χρόνο ακούγαμε πότε τα τύμπανα και πότε τη σιωπή αυτών που σε σκότωσαν / καλά κάνεις κι οργίζεσαι με μας που λέμε τους ήξερα, τους ξέρω, ή τους ήξερα; είναι δύο; ή ήταν; ή είναι;
Μου απαντάς, -Ως εδώ. Και τώρα το νου σας!!
24 Σεπτεμβρίου 2013, Γραμμένο με την Εξόριστη
Πηγή: Silentcrossing