Tην προηγούμενη Πέμπτη πρωτοπροβλήθηκε παγκοσμίως το νέο Mad Max, τριάντα χρόνια μετά το τέλος της αρχικής τριλογίας, ενώ το βράδυ της Κυριακής προβλήθηκε το τελευταίο επεισόδιο του Mad Men μετά από οκτώ συναπτά χρόνια ζωής. Ένα αδιαμφισβήτητο κινηματογραφικό γεγονός συμπίπτει με ένα αδιαμφισβήτητο τηλεοπτικό γεγονός, δυο τόσο διαφορετικοί Μad κόσμοι και η ποπ κουλτούρα συντονίζεται σε δυο σημεία αναφοράς της για να σταθεί και να τα εξετάσει.
Το πρώτο επίθετο που μου έρχεται στο νου για το «Μad Max: Ο Δρόμος της Οργής» είναι «εξωφρενικό». Το θέαμα του είναι εξωφρενικά χορταστικό. Πριν ξεκινήσει η προβολή, τα τρέιλερ μιας σειράς ταινιών για υπερήρωες ή για ριμέικ ή και ριμέικ υπερηρώων, και βαριέσαι και που τα βλέπεις, και θλίβεσαι και που τα βλέπεις, και αναρωτιέσαι για το μέλλον του σινεμά των στούντιο με τέτοια μυαλά, όπου όλα είναι αντιγραφή κι αναμάσημα. Δεν είναι τυχαίο πως το «Birdman» σάρωσε τα όσκαρ, αφού εκτός από το πόσο καλή ταινία ήταν, εξέπεμψε κι ένα μήνυμα κινδύνου. Αν λοιπόν και στον Μαντ Μαξ θεωρητικά την επιστροφή σε γνωστά εδάφη έχουμε, αν κι εδώ θεωρητικά ανακύκλωση παλιών πετυχημένων συνταγών έχουμε, στην πράξη έχουμε κάτι εντελώς φρέσκο και συναρπαστικό και κυρίως κάτι που αναζωογονεί το σινεμά, αντί να το βαλτώνει. Εδώ συμβαίνει κάτι πλούσιο, εδώ το αρχικό όραμα του Τζορτζ Μίλερ όχι μόνο δεν έχει εξασθενήσει, αλλά έχει ενισχυθεί και μας προσφέρεται ένας κόσμος που δεν είναι κατ΄εμέ τόσο μετα-αποκαλυπτικός όσο στις προηγούμενες ταινίες, όσο μετα-κινηματογραφικός. Σαν να ομολογεί ο Μίλερ πως ο ζόφος είναι περιττός, πως δεν έχει τελειώσει στα αλήθεια ο κόσμος, πως έχει στα αλήθεια στήσει ένα δικό του κόσμο όπου θα μας προσφέρει την κινηματογραφική περιπέτεια στην πιο χορταστική εκδοχή της. Μηχανές που μαρσάρουν, εξατμίσεις που τρέμουν, τιμόνια και κιθάρες που πετούν φωτιές. Σαν μια τεράστια συναυλία που γίνεται on the road και με τέρμα τα γκάζια. Οι εικόνες απλώνονται σε πλάτος. Το μάτι γεμίζει. Η ταινία μοιάζει χειροποίητη. Είναι ταινία ενός οργανικού και όχι ενός ψηφιακού κόσμου. Ο κόσμος του Μαντ Μαξ δεν είναι ένας κόσμος φτιαγμένος από ψηφιακά εφέ, ακόμα και αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν σε κάποιον βαθμό.
Προσωπικά μου αρκεί και μου περισσεύει η εικονοκλαστική δύναμη της ταινίας. Βαθιά μηνύματα και ουσιαστικούς χαρακτήρες δεν βρήκα να υπάρχουν. Μπορούμε ίσως στη θέση τους να κάνουμε -αμφιβόλου, ομολογουμένως, ποιότητας- χιούμορ και να πούμε πως ο «Δρόμος της Οργής» εκτυλίσσσεται σε έναν μεταμνημονιακό κόσμο και πως ο πολέμαρχος Ιμόρταν Τζο που δίνει στο λαό το νερό με το σταγονόμετρο για να μην εθιστεί και εξαρτηθεί από αυτό, απλώς εφαρμόζει πολιτικές συνετής διαχείρισης και λιτότητας, μεριμνώντας για τις επόμενες γενιές. Αν παρ’ ελπίδα πάθει κάτι και έρθει στη θέση του κάποιος λαϊκιστής, ο οποίος θα ανοίξει τους κρουνούς και θα αρχίζει να ποτίζει νερό το πόπολο, μπορεί να γίνει αρχικά ευχάριστος, αλλά τα νερά σύντομα θα εξαντληθούν και κάποιος θα κληθεί να πληρώσει τον λογαριασμό.
Η ταινία τελειώνει, βγαίνω στην Κηφισίας. Όλα αυτά τα αυτοκίνητα και οι μηχανές που έρχονται. Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα για να συνηθίσω πάλι και να τα βλέπω όπως κανονικά είναι. Ο Τζόρτζ Μίλερ τα φαντάστηκε αλλιώς, τα μετάλλαξε, έστησε το μεγάλο πανηγύρι της αυτοκίνησης. Ποιος όμως έχει περισσότερο δίκιο; Εμείς που τα βλέπουμε όπως είναι ή εκείνος που τα φαντάστηκε αλλιώς; Ο άνθρωπος μέσα σε ένα αυτοκίνητο ή πάνω σε μια μηχανή, είναι ένα διαφορετικό πλάσμα από τους ανθρώπους όλων των προηγούμενων εποχών, που δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί. Έχει στον έλεγχό του μια δύναμη αδιανόητη πριν. Όλη αυτή η ταχύτητα. Όλη αυτή η αυτονομία. Όλα αυτά τα άλογα. Όλος αυτός ο θόρυβος. Όλη αυτή η έξαψη. Όλα αυτά τα Μad Max.
Αν θελήσουμε να μιλήσουμε για τις πολύ μεγάλες σειρές της χρυσής εποχής της τηλεόρασης, από το «Wire» ως τους «Sopranos» και το «Breaking Bad», η βία και το έγκλημα είναι συστατικό τους στοιχείο. Και η βία και το έγκλημα είναι εντελώς πιασάρικα, είναι δραματουργικά απελευθερωτικά εργαλεία, κινούν την πλοκή, δημιουργούν δράματα, δημιουργούν εντάσεις, δημιουργούν σασπένς και κόλλημα. Ίσως τελικά το «Μad Men» δεν μπόρεσε να φτάσει στο δικά τους βάθρο, ίσως τελικά έμεινε μισό σκαλί πιο κάτω. Αλλά ας του πιστωθεί πως ακούστηκαν στα 92 επεισόδιά του απειροελάχιστοι -ένας, κι αυτός σε κυνηγετικό ατύχημα; περισσότεροι; κανένας;- πυροβολισμοί. Ας του πιστωθεί περαιτέρω πως γενικότερα απέφυγε να χρησιμοποιήσει δραματικές εξελίξεις και ξαφνικές ανατροπές. Πως ο δημιουργός του, Μάθιου Γουάινερ, αποφάσισε ότι μπορεί να φτιάξει 92 επεισόδια που δεν θα τα κινεί η «πλοκή», που δεν θα πάρουν απλώς το χρόνο τους, αλλά που ακριβώς ο χρόνος και το πέρασμά του θα είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής. Πως θα μας μιλήσει για το πόσο διαφορετικά ήταν τα αυτονόητα περασμένων εποχών, πόσο ανεπαίσθητα αλλάζουν τα ήθη και τα έθιμα και ταυτόχρονα πώς εξελίσσονται οι ζωές και οι χαρακτήρες των ηρώων του στο χρόνο. Ή και πώς δεν εξελίσσονται.
Ένα από τα πιο απολαυστικά χόμπι που συνοδεύουν την παρακολούθηση μιας σειράς ανά επεισόδιο είναι να ψάχνεις στο ίντερνετ να διαβάζεις τα “recaps” του κάθε επεισοδίου. Και μπορεί recap να σημαίνει ακριβώς ανακεφαλαίωση και να υπάρχουν εξ ορισμού πάρα πολλές διαφορές τους με την κινηματογραφική κριτική, αλλά μια πολύ βασική είναι ότι εκεί οι τηλεοπτικοί κριτικοί μπορούν και μιλάνε για όλα όσα έχουν γίνει σε κάθε επεισόδιο. Όπως έχω ξαναγράψει και παλιότερα, στην κινηματογραφική κριτική ακροβατεί κανείς ανάμεσα στην προσπάθεια να φτιάξει τον αναγνώστη για την ταινία και τον φόβο να του χαλάσει την εμπειρία θέασής της, αφού παλεύει να μιλήσει για εκείνο που τελικά θέλει να πει η ταινία χωρίς να κάνει σπόιλερ.
Ο Ντον Ντρέιπερ λοιπόν. Ο άνθρωπος που άλλαξε ταυτότητα και επανεφηύρε τον εαυτό του. Ο άνθρωπος που έφτασε στην κορυφή, που το απολάμβανε και με το παραπάνω, αλλά την ίδια ώρα μπορούσε να το απολαύσει ως ένα όριο, φλερτάροντας συχνά με την φυγή, την αυτοκαταστροφή και την αυτομομφή. Ο Ντον που λάτρεψε το σύστημα και ταυτόχρονα δεν άντεχε τους κανόνες του. Αλλά για να είσαι μέσα στο σύστημα δεν σημαίνει πως πρέπει να υπακούς όλους τους κανόνες του. Ενίοτε σημαίνει πως φτιάχνεις κι εσύ τους δικούς σου. Το φινάλε του (και ας προειδοποιήσω τώρα για σπόιλερ, recap είναι και δεν πειράζει) δείχνει πως το σύστημα θα είναι σε κάθε περίπτωση ο μεγάλος νικητής. Πως ο καπιταλισμός δεν φοβάται το διαφορετικό, πως το όπλο του είναι ότι τρέφεται από το διαφορετικό, το αφομοιώνει και το αξιοποιεί και το διαφορετικό. Ο Ντον ο κακός σύζυγος και ο κακός πατέρας. Ο Ντον ο κακός επαγγελματίας. Αλλά και ο Ντον ο ιδιοφυής επαγγελματίας που ξέρει να πιάνει όσο κανείς το πνεύμα της εποχής. Πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε; Πρώτα ζούμε και μετά διαφημίζουμε. Και να που η διαφήμιση πλησιάζει την τέχνη, στο ότι έχουν ως προϋπόθεση να μεταποιείς αυτά που αυθεντικά σε κέντρισαν και ενίοτε σε κλόνισαν σε κάτι άλλο. Σε κάτι που πουλάς. Μιλάς για σένα για να μιλήσεις σε όλους. Να πουλήσω τον εαυτό μου και το προϊόν μου. Οι άνθρωποι πουλάνε τον εαυτό τους μέσα στο σύστημα, αλλά το σύστημα θα πουλήσει τις μεγάλες ιδέες για να πουλήσει τα προϊόντα του. Και νομίζω πως το φινάλε δεν είναι ψευτοδιφορούμενο. Πως δεν σχεδιάστηκε από τον Γουάινερ έτσι για να δημιουργήσει μια μικρή αμφιβολία για το ποιος έφτιαξε τη διαφήμιση και τι απέγινε ο Ντον. Έχει μεν μια εντελώς κύρια και βασική ανάγνωση, αλλά ταυτόχρονα έχει και μια δευτερεύουσα. Πως, οκ, προφανώς και ο Ντον είναι πίσω από τη διαφήμιση της Κόκα Κόλα, αλλά τελικά δεν έχει και σημασία ποιος είναι. Θα μπορούσε να είναι και κάποιος άλλος Ντον στη θέση του Ντον. Η διαφήμιση θα γινόταν όμως. Οι άνθρωποι προχωρούν μέσα στο χρόνο, έχουν το ρόλο και τη σημασία τους στην εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά το σύστημα θα προχωρήσει το ίδιο καλά και προς τον ίδιο δρόμο, είτε ο Ντον βρει τον φωτισμό είτε κάποιος άλλος διαφημιστής. Ο φωτισμός είναι ο καπιταλισμός και ο καπιταλισμός είναι ο φωτισμός.