Η δημοσιοποίηση του σχεδίου νόμου για την ιθαγένεια από τη νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις 14/05/2015 σηματοδοτεί την επανέναρξη της δημόσιας συζήτησης και της νομοθετικής διαδικασίας για το φλέγον θέμα των πολιτικών δικαιωμάτων περίπου 200.000 παιδιών που έχουν γεννηθεί ή μεγαλώσει στην Ελλάδα από μετανάστες γονείς.
Οι προηγούμενοι σταθμοί της υπόθεσης “ιθαγένεια” επιγραμματικά ήταν: η ψήφιση του νόμου 3838/2010 (γνωστού ως νόμου Ραγκούση) τον Μάρτιο του 2010 από την κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου· η ρατσιστική καμπάνια της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς για την κατάργηση του νόμου που εκφράστηκε και με την υποβολή αίτησης ακύρωσης λόγω αντισυνταγματικότητας στο Συμβούλιο της Επικρατείας· το “πάγωμα” του νόμου από την τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά τον Νοέμβρη του 2012 εν όψει της έκδοσης της απόφασης του ΣτΕ· η δημοσίευση της απόφασης 460/2013 της Ολομέλειας του ΣτΕ τον Φλεβάρη του 2013 με την οποία ο νόμος Ραγκούση κηρυσσόταν αντισυνταγματικός· τέλος, η συζήτηση για κατάθεση νέου νόμου “που θα συμμορφώνεται με την απόφαση του ΣτΕ” από πλευράς της προηγούμενης κυβέρνησης, ο οποίος τελικά – με εντολή Μπαλτάκου – έμεινε στα συρτάρια και ποτέ δεν εισήχθη στη Βουλή.
Η κατάθεση νέου νομοσχεδίου για την ιθαγένεια αποτελεί πάγια προεκλογική υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα στη νέα Βουλή, τα κόμματα που τάσσονται υπέρ της νομοθέτησης του δικαιώματος στην ιθαγένεια των παιδιών των μεταναστών συγκροτούν μεγάλη αριθμητική πλειοψηφία, αφού εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, θετικά έχουν εκφραστεί τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και το Ποτάμι.
Νέα Δημοκρατία και Χρυσή Αυγή τάσσονται κατά του δικαιώματος στην ιθαγένεια, ενώ αρνητικά διακείμενοι είναι και οι ΑΝΕΛ. Το ζήτημα της ιθαγένειας τέμνει έτσι οριζόντια την τομή μνημόνιο/αντιμνημόνιο που αποτελεί την βάση της κυβερνητικής συμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Γι’ αυτό, το αν και τι θα φτάσει τελικά να ψηφιστεί στη Βουλή είναι ένα ανοιχτό πολιτικό διακύβευμα.
Ποιές είναι λοιπόν οι βασικές προβλέψεις του νέου νομοσχεδίου;
Το νομοσχέδιο κινείται στη γραμμή συμμόρφωσης με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, γι’ αυτό και οι προβλέψεις του είναι πιο περιοριστικές σε σχέση με τον ν. 3838/2010 .
Όσον αφορά τη λήψη της ιθαγένειας λόγω γέννησης, το νομοσχέδιο προβλέπει πως δικαίωμα θεμελιώνουν παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από νόμιμους γονείς κατά την υποβολή της αίτησης (με τον ένα γονέα να κατέχει κάρτα επί μακρόν διαμένοντος, δεκαετούς νόμιμης διαμονής, κλπ), με την προϋπόθεση να ενεγράφησαν στην Α’ Δημοτικού.
Όσον αφορά τη λήψη ιθαγένειας λόγω φοίτησης σε ελληνικό σχολείο, το νομοσχέδιο προβλέπει πως δικαίωμα θεμελιώνουν παιδιά που ολοκλήρωσαν εννέα χρόνια φοίτησης, ή έξι χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή από την Α’ Γυμνασίου μέχρι την Γ’ Λυκείου) ή παιδιά που έλαβαν δίπλωμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αφού είχαν ολοκληρώσει επιτυχώς της δευτεροβάθμια (απολυτήριο Λυκείου).
Πριν όμως έρθουμε στην αναλυτικότερη εξέταση αυτών των ρυθμίσεων και την αναπόφευκτη σύγκριση με τον νόμο 3838/2010, αξίζει να προσέξουμε το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης (που συνοδεύει κάθε νόμο που εισέρχεται προς ψήφιση). Είναι εκεί που βρίσκεται, κατά τη γνώμη μας, η ουσία της υποχώρησης στην οποία έχει προβεί ο νομοθέτης αντιμέτωπος με το σκεπτικό της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ορίζοντας τι συνιστά την ελληνική πολιτική κοινότητα και σε τι αντιστοιχεί η ιθαγένεια, η αιτιολογική έκθεση του νόμου γράφει:
“Σύμφωνα λοιπόν με την ιστορία της, η ελληνική πολιτική κοινότητα εξ αντικειμένου προκύπτει από τη σύμπτωση των βουλήσεων των ανθρώπων που ενσωματώνονται σε μια εθνική συλλογικότητα που ζει μαζί και συναπαρτίζεται από τον Ελληνισμό της διασποράς. Αυτή η βούληση αφορά σήμερα ένα σημαντικό αριθμό αλλοδαπών που είναι ριζωμένοι στην Ελλάδα. Αφορά πρωτίστως τα παιδιά τους, τα οποία γεννιούνται, ανατρέφονται και εκπαιδεύονται στη χώρα μας, διαμορφώνοντας, με τον τρόπο αυτό, ελληνική εθνική ταυτότητα. Κατά συνέπεια, το ελληνικό έθνος είναι κοινότητα καταγωγής υπό την έννοια του άρθρου 1, παρ. 1 ΚΕΙ που θεμελιώνει το ονομαζόμενο δίκαιο του αίματος ως τεχνική κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας. Είναι όμως και έθνος επιλογής και συνείδησης. Σφυρηλατεί τους δεσμούς αλληλεγγύης των μελών του πάνω στο κριτήριο της κοινής βούλησης του ανήκειν σε αυτό, ανεξαρτήτως της καταγωγής των ανθρώπων. Έτσι, συγκροτείται ο ελληνικός λαός που επεξεργάζεται την ενότητά του κοιτώντας στο μέλλον με δεδομένη και καθοριστική την ιστορία και την πολιτιστική του κληρονομιά”.
Με το κείμενο αυτό, ο νομοθέτης αποδέχεται ολοκληρωτικά την λαθεμένη εκτίμηση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (έτσι όπως εκφράστηκε στην με αριθμό 460/2013 απόφαση της Ολομέλειάς του) ότι: α. η ελληνική πολιτική κοινότητα ισοδυναμεί με το ελληνικό έθνος και κατά συνέπεια β. το δικαίωμα της ιθαγένειας αντιστοιχεί στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
Βέβαια, στο ελληνικό έθνος και την ελληνική ταυτότητα μπορούν να “ανήκουν” και τα παιδιά των μεταναστών ανεξαρτήτως της μη ελληνικής καταγωγής τους (της μη λήψης δηλαδή της ιθαγένειας μέσω του “δικαίου του αίματος”). Αυτό όμως δεν αλλάζει ότι η ταύτιση της ιθαγένειας με την “εθνικότητα” είναι η ιδεολογική και νομική βάση πάνω στην οποία η πλειοψηφία του ΣτΕ οικοδόμησε το σκεπτικό της αντισυνταγματικότητας του ν. 3838/2010: ελλείψει εξατομικευμένων (“ουσιαστικών”) και όχι γενικών (“τυπικών”) κριτηρίων που να αποδεικνύουν τη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, η απόδοση της ιθαγένειας – είπε η πλειοψηφία του ΣτΕ – είναι καταχρηστική και ως εκ τούτου αντισυνταγματική.
Χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα το “αυτονόητο” σε αυτές τις παραδοχές της Αιτιολογικής Έκθεσης. Σε αντίθεση με την εθνοκεντρική αντίληψη της Δεξιάς για την ιθαγένεια, υπήρχε και υπάρχει η ριζωμένη δημοκρατική αντίληψη ότι ιθαγένεια σημαίνει υπηκοότητα και πολιτικά δικαιώματα, χωρίς την εξαναγκαστική προσπάθεια της “ενσωμάτωσης σε μια εθνική συλλογικότητα”. Ο ελληνικός λαός, δηλαδή η ελληνική πολιτική κοινότητα, δεν είναι ταυτόσημος με το ελληνικό έθνος, αλλά συγκροτείται από πολίτες που μπορούν να έχουν διαφορετική εθνική συνείδηση και παρ’ όλα αυτά διαθέτουν “γνήσιο δεσμό” με το ελληνικό κράτος, συναποτελώντας την ελληνική κοινωνία. Η ιθαγένεια δεν είναι τίποτα άλλο παρά η τυπική αναγνώριση αυτού του νομικού δεσμού ανάμεσα στον πολιτογραφούμενο πολίτη – ανεξαρτήτως εθνικότητας – και το εκάστοτε κράτος.
Στη διατύπωση αυτών των πάγιων δημοκρατικών αρχών, που αποτελούν και θέση της Αριστεράς στο ζήτημα της ιθαγένειας, προέβη η μειοψηφία του Συμβουλίου της Επικρατείας στην με αριθμό 460/2013 η οποία στη σκέψη της ορθά έκρινε:
“Για την αναγνώριση της ιδιότητας του έλληνα πολίτη και κατά συνεκδοχή την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας, δηλαδή του νομικού δεσμού συγκεκριμένου προσώπου με το ελληνικό κράτος (και όχι με το ελληνικό έθνος), το Συνταγμα διαλαμβάνει ειδική ρύθμιση… Ούτε από τη διάταξη αυτή ούτε από άλλη συνταγματική διάταξη απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη να θέτει προϋπόθεση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, την διαπίστωση γνήσιου δεσμού με το ελληνικό έθνος, δηλαδή την ύπαρξη ήδη διαμορφωθείσας εθνικής συνείδησης των πολιτογραφούμενων αλλοδαπών. Κατά μείζονα δε λόγο, όταν πρόκειται για απονομή ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών, τα οποία αφορούν οι επίμαχες διατάξεις του ν. 3838/2010. Και τούτο διότι, άλλωστε, με την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας ο αλλοδαπός καθίσταται έλληνας πολίτης, συμπολίτης των λοιπών ελληνών πολιτών και όχι ομοεθνής τους, δηλαδή δεν του αναγνωρίζεται και η ελληνική εθνική ταυτότητα. Είναι σαφής δε κατά το Συνταγμα η διάκριση μεταξύ λαού και έθνους…”.
Δυστυχώς το νέο νομοσχέδιο εγκατέλειψε αυτές τις ορθές κρίσεις και προσχώρησε στην άποψη της πλειοψηφίας του ΣτΕ που συγχέει την ιθαγένεια με την εθνική ταυτότητα. Η υποχώρηση αυτή αφήνει το αποτύπωμά της στις διατάξεις του νομοσχεδίου, όπου δε αυτές υπερβαίνουν τις “κοκκινες γραμμές” της πλειοψηφίας του ΣτΕ προσφέρεται στο κείμενο της αιτιολογική έκθεσης, δηλαδή στην κυριολεξία στο πιάτο, η αιτιολόγηση μιας νέας κρίσης αντισυνταγματικότητας σε τυχόν μελλοντική αίτηση ακύρωσης. Ας τα δούμε συγκεκριμένα.
Ψήφος στους επί μακρόν διαμένοντες μετανάστες
α. Καταρχάς, το νομοσχέδιο έχει πλήρως εγκαταλείψει την ψήφο των μεταναστών στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές που προέβλεπε ο νόμος Ραγκούση. Προφανώς, η μάχη της επαναφοράς της ψήφου θεωρήθηκε ότι θα υπονόμευε το βασικό μέτωπο, που είναι η ιθαγένεια των παιδιών. Ωστόσο, από την “παράλειψη” αυτή προκύπτει εξαρχής η διάθεση “κατευνασμού των θεσμών”, έστω και αν η πλειοψηφία του ΣτΕ καταφανώς παρανόμησε με την κρίση αντισυνταγματικότητας της συγκεκριμένης διάταξης, αφού υφάρπαξε τη νομοθετική εξουσία από τα χέρια της Βουλής (βλ. παρακάτω το κεφάλαιο: Για την κατάργηση της ψήφου των μεταναστών στις δημοτικές εκλογές). Και πάλι, η μειοψηφία του ΣτΕ έχει καταδείξει αυτή την υπέρβαση, τόσο στο θέμα της ιθαγένειας όσο και σε αυτό της ψήφου:
“Και τούτο διότι, άλλως, το Δικαστήριο, μέσω του δικαστικού ελέγχου, ουσιαστικά θα υποκαθιστούσε ανεπιτρέπτως, δηλαδή καθ’ υπέρβαση του συνταγματικού του ρόλου, τη Βουλή στην άσκηση του νομοθετικού της έργου, αφού θα ήλεγχε, παρεμβαίνοντας με τον τρόπο αυτό στο πεδίο των πολιτικών αντιπαραθέσεων, τη σκοπιμότητα των σχετικών νομοθετικών επιλογών, στις οποίες μάλιστα ο κοινός νομοθέτης προβαίνει, κατά το Σύνταγμα, βάσει θεωρήσεων κατ’ εξοχήν πολιτικού χαρακτήρα και ειδικώς σε ένα θέμα υψηλής πολιτικής, όπως είναι αυτό της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς το οποίο μάλιστα συνάπτεται και με τις διεθνείς σχέσεις της χώρας…”.
Ιθαγένεια λόγω φοίτησης
β. Η υποχώρηση στην κατεύθυνση μιας ”εθνοκεντρικής” ιθαγένειας” φαίνεται περισσότερο από παντού στις διατάξεις για τη λήψη ιθαγένειας λόγω φοίτησης σε ελληνικό σχολείο. Εδώ ο νομοθέτης υιοθέτησε την εξωφρενική λογική της αβερωφικής Δεξιάς ότι μόνον οι “άριστοι” αλλοδαποί μαθητές έχουν δικαίωμα στην ιθαγένεια, προφανώς γιατί μέσω της επιτυχούς φοίτησης έχουν “αφομοιώσει” την εθνική συνείδηση που πρέπει να σφυρηλατεί το ελληνικό σχολείο. Έτσι, ενώ στον νόμο Ραγκούση η επιτυχής φοίτηση σε έξι τάξεις (οποιεσδήποτε) του ελληνικού σχολείου προσέφερε τη δυνατότητα αίτησης ιθαγένειας αλλοδαπού τέκνου νόμιμων γονέων, στο νέο νομοσχέδιο η επιτυχής φοίτηση νομίμως και μονίμως διαμένοντος αλλοδαπού πρέπει να είναι είτε εννεατής, είτε εξαετής όσον αφορά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είτε να συνοδεύεται από τίτλο ΑΕΙ-ΤΕΙ και απολυτήριο Λυκείου.
Τα προβλήματα της διάταξης αυτής είναι προφανή:
i. Ξεδιαλέγει τα παιδιά ανάλογα με την επίδοσή τους στο σχολείο, κρατώντας για την ελληνική “εθνική κοινότητα” τους επιτυχόντες και πετώντας τους αποτυχόντες στο καθεστώς του αλλοδαπού που θα αιτηθεί πολιτογράφηση. Ο πραγματικός δηλαδή βιοτικός δεσμός που ανέπτυξε ένα παιδί με την ελληνική κοινωνία παρακολουθώντας για χρόνια το σχολείο σβήνεται με ένα σφουγγάρι μόνο και μόνο γιατί το παιδί δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τη φοίτησή του.
ii. Ο αριθμός των παιδιών που θα χάσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να αιτηθούν την ιθαγένεια λόγω φοίτησης δεν είναι μικρός. Η σχολική διαρροή, η αποτυχία δηλαδή ενός κομματιού του μαθητικού πληθυσμού να ολοκληρώσει τον σχολικό κύκλο, αφορά σύμφωνα με τις στατιστικές πλειοψηφικά τα παιδιά των φτωχών εργατικών οικογενειών, όπως ακριβώς είναι η περίπτωση των οικογενειών των μεταναστών εργατών.
iii. Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετούνται στα πλαίσια της σχολικής κοινότητας δύο κατηγορίες μαθητών: οι έλληνες την καταγωγή μαθητές που είτε είναι επιτυχόντες είτε αποτυχόντες διαθέτουν τα πολιτικά τους δικαιώματα και οι αλλοδαποί μαθητές που η σχολική τους επίδοση κρίνει όχι μόνο την εξέλιξη της εκπαίδευσής τους αλλά και την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων. Έτσι, μια διάταξη που αποσκοπούσε διακηρυκτικά στην κατάργηση των παιδιών α’ και β΄κατηγορίας μέσα στο σχολείο και μάλιστα πριν συμπληρώσουν τα 18 τους χρόνια, έρχεται τελικά να επισφραγίσει αυτή τη διαίρεση και να μετατρέψει τη σχολική μονάδα σε πεδίο ενός “ανταγωνισμού” για την ιθαγένεια.
iv. Οι συνέπειες από τη συγκεκριμένη διάταξη για τους εκπαιδευτικούς θα είναι βαρυσήμαντες. Ο εκπαιδευτικός, και ιδίως μιλάμε εδώ για τον καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης και ακολούθως της τριτοβάθμιας, μετατρέπεται σε κρατικό υπάλληλο εντεταλμένο για την απόδοση της ιθαγένειας μέσω της βαθμολόγησης του μαθητή/φοιτητή του. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να βαθμολογήσει, γνωρίζοντας ότι μια τυχόν κακή αξιολόγηση του μαθητή μπορεί να έχει ως συνέπεια την αδυναμία λήψης της ιθαγένειας από πλευράς του. Και αντίστροφα: η ταύτιση της επιτυχούς φοίτησης με τη θεμελίωση δικαιώματος στην ιθαγένεια αφήνει τον μαθητή έρμαιο σε οποιονδήποτε καθηγητή κρίνει ότι αντικείμενο αξιολόγησης δεν είναι μόνο οι γνώσεις του μαθητή, αλλά η “ενσωμάτωσή του στην εθνική συλλογικότητα”.
Όλα τα παραπάνω προβλήματα γεννιούνται από την ταύτιση της ιθαγένειας με την “εθνικη ταυτότητα”. Αν αυτό που πρέπει να αποδειχτεί δεν είναι μόνον ο υπαρκτός βιοτικός δεσμός του αλλοδαπού τέκνου με την ελληνική κοινωνία και το κράτος της, αλλά η απόκτηση εθνικής συνείδησης, τότε δεν αρκεί η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο για κάποια χρόνια, αλλά η επιτυχής ολοκλήρωση των σπουδών προκειμένου να τεκμαίρεται η επελθούσα “εθνική αφομοίωση”. Με την υποχώρηση αυτή, το σχολείο μετατρέπεται σε ιππόδρομο για την κτήση της ιθαγένειας: αντί να στεγανοποιείται η σχολική μονάδα και να θωρακίζονται τα παιδιά ανεξαρτήτως καταγωγής, πλέον το άγχος των πολιτικών δικαιωμάτων για τα παιδιά των μεταναστών και τις οικογένειές τους προστίθεται σ’ αυτό της σχολικής επιτυχίας. Μόνος τρόπος να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος είναι η αποσυσχέτιση της θεμελίωσης δικαιώματος ιθαγένειας από την “επιτυχή” ολοκλήρωση των διδακτικών ετών.
Ιθαγένεια λόγω γέννησης
γ. Το δυσκολότερο σημείο για τον νομοθέτη είναι αυτό της χορήγησης ιθαγένειας λόγω γέννησης τέκνου αλλοδαπών στην Ελλάδα. Η σύνθεση ανάμεσα στην διατήρηση αυτού του τρόπου λήψης της ιθαγένειας και στη συμμόρφωση με την απαίτηση της πλειοψηφίας του ΣτΕ για εξατομικευμένα κριτήρια είναι αδύνατη. Αποτέλεσμα αυτού του εξισορροπισμού είναι ο συνδυασμός της γέννησης του τέκνου στην Ελλάδα με την εγγραφή στην Α’ Δημοτικού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η απαιτούμενη μονιμότητα και νομιμότητα του ενός γονέα φτάνει μέχρι και τα 11 χρόνια (5 πριν τη γέννηση και 6 μέχρι την εγγραφή στο Δημοτικό), ενώ η νομιμότητα του άλλου γονέα πρέπει να αποδεικνύεται κατά την υποβολή της αίτησης. Στον νόμο Ραγκούση, η γέννηση τέκνου απο νόμιμους – για μια πενταετία – γονείς αρκούσε για τη θεμελίωση του δικαιώματος της ιθαγένειας.
Οι αδυναμίες αυτής της διάταξης βρίσκονται σε δύο σημεία:
Αφενός, η απαίτηση νομιμότητας και των δύο γονέων σημαίνει ότι η διάταξη καλύπτει μόνον τα παιδιά των παλιών μεταναστών που έχουν νομιμοποιηθεί και που διατηρούν τη νομιμότητά τους. Από τη στιγμή που η τελευταία διαδικασία νομιμοποίησης έλαβε χώρα το 2005, τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά τον χρονο αυτό από γονείς χωρίς νόμιμα χαρτιά δεν καλύπτονται από την διάταξη. Δημιουργείται δηλαδή μια νέα γενιά παιδιών που δεν θα μπορούν να αιτηθούν την ιθαγένεια, έστω και αν γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Η κατάσταση αυτή δεν θεραπεύεται από την μετέπειτα φοίτηση στο ελληνικό σχολείο, στο οποίο – πολύ σωστά – εγγράφονται και τα παιδιά που δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα. Κι αυτό γιατί, και στην διάταξη για χορήγηση ιθαγένεια λόγω φοίτησης, απαιτείται το τέκνο να είναι νόμιμο. Έτσι, και πάλι, το πραγματικό γεγονός του βιοτικού δεσμού του τέκνου με την ελληνική κοινωνία που προκύπτει αντικειμενικά από την φοίτησή του σε ελληνικό σχολείο δεν θεμελιώνει την απαίτηση στο δικαίωμα της ιθαγένειας για τον απολύτως αδιάφορο λόγο της έλλειψης νομιμότητας των γονέων!
Αφετέρου, η διάταξη για λήψη της ιθαγένειας με τον συνδυασμό “γέννηση + νομιμότητα γονέων + εγγραφή στην Α’ Δημοτικού” δεν αποτελεί εξατομικευμένο κριτήριο κτήσης της εθνικής ταυτότητας, όπως απαιτεί η πλειοψηφία του ΣτΕ. Έτσι, και σε συνδυασμό με το κείμενο της Αιτιολογικής Έκθεσης και τη συμμόρφωση προς την απόφαση του ΣτΕ σε όλες τις υπόλοιπες διατάξεις, η συγκεκριμένη διάταξη στέκει μόνη και αντιφατική προς το υπόλοιπο νομοθέτημα. Και αν και ο νομοθέτης έχει κατ’ ουσίαν κλαδέψει την ιθαγένεια λόγω γέννησης, συγχωνεύοντάς την με την φοίτηση, έχει προετοιμάσει το έδαφος για την κρίση της συγκεκριμένης διάταξης ως αντισυνταγματικής σε μελλοντική αίτηση ακύρωσης, που μόνον τυχαία δεν πρόκειται να υποβληθεί, όπως το δείχνει η σχετική εμπειρία το ν. 3838/2010.
Έχοντας πει αυτά, είναι σωστή η πρόθεση του νομοθέτη να δίνεται η ιθαγένεια πριν τα 18 χρόνια, γιατί με τον τρόπο αυτό προστατεύεται το τέκνο με ασπίδα τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα πριν ενηλικιωθεί.
Η προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας να θέσει τα 18 έτη ως χρονικό όριο για την απόδοση της ιθαγένειας είναι κομμάτι της προσπάθειας να συσχετιστεί αυτή με την απόκτηση “εθνικής συνείδησης”.
Είναι προβληματικό ότι το νομοσχέδιο υποχωρεί απέναντι σ’ αυτή την πίεση θέτοντας πλέον τον χρόνο λήψης της ιθαγένειας αναγκαστικά μετά τα 6 έτη, αφήνοντας το τέκνο απροστάτευτο για το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Οι αντιρρήσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος για τον αναγκαστικό χαρακτήρα λήψης της ιθαγένεας πριν τα 18 έτη, χωρίς δηλαδή τη συναίνεση του τέκνου, αντιμετωπίζονται με την διάταξη που δίνει τη δυνατότητα στο τέκνο, με την ενηλικίωσή του, να υποβάλλει αίτηση αποβολής της ληφθείσας ιθαγένειας.
Ιθαγένεια για όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς!
Η επανεκκίνηση της νομοθετικής διαδικασίας για την ιθαγένεια των παιδιών των μεταναστών που γεννιούνται και πηγαίνουν σχολείο στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα μιας πλατιάς πλειοψηφίας που έχει πλέον ταχτεί υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων αυτών των παιδιών, παρά την υστερική ρατσιστική εκστρατεία της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς. Ωστόσο, το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση υποχωρεί απέναντι στις πιέσεις και επιχειρεί να κατευνάσει τους “θεσμούς”, που στην περίπτωσή μας δεν είναι η Τρόικα αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Αποτέλεσμα αυτής της υποχώρησης θα είναι να αποκλειστούν από το δικαίωμα στην ιθαγένεια χιλιάδες παιδιά: αφενός τα παιδιά που οι γονείς τους δεν είναι νόμιμοι, δηλαδή η πλειοψηφία των παιδιών που φοιτούν σήμερα στα Δημοτικά σχολεία, αφού από το 2005 και μετά διαδικασία νομιμοποίησης δεν υπάρχει, αφετέρου τα παιδιά που θα εγκαταλείψουν το σχολείο χωρίς να ολοκληρώσουν εννεαετή φοίτηση ή να πάρουν απολυτήριο Λυκείου ή δίπλωμα ΑΕΙ-ΤΕΙ.
Τα παιδιά αυτά θα χρειαστεί να αιτηθούν την πολιτογράφηση (αν το επιθυμούν) μετά την ενηλικίωσή τους με την ίδια διαδικασία που ισχύει για κάθε αλλοδαπό μετανάστη, χωρίς να συνυπολογίζεται καθόλου ο πραγματικός δεσμός που έχουν οικοδομήσει με την ελληνική κοινωνία.
Είναι λάθος το επιχείρημα ότι αν η κυβέρνηση αποδεχτεί αυτές τις τροποποιήσεις και νομοθετήσει το δικαίωμα στην ιθαγένεια για όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς, τότε το Συμβούλιο της Επικρατείας θα βγάλει τον νόμο αντισυνταγματικό. Η υποχώρηση στις απαιτήσεις του βαθέος κράτους ανοίγει την όρεξη της πλειοψηφίας του ΣτΕ να επιβάλει την αντιδραστική της τοποθέτηση, όπως καταγράφτηκε στην 460/2013, στο σύνολό της.
Πρόκειται δε για μια πρόβα τζενεράλε αναγνώρισης της παράνομης πρακτικής της πλειοψηφίας του ΣτΕ να υφαρπάζει τη νομοθετική εξουσία από τα χέρια της Βουλής. Κάθε ριζοσπαστική αλλαγή, δηλαδή, σαν κι αυτές που χρειάζονται για να πραγματοποιηθούν τα αιτήματα του εργατικού κινήματος απέναντι στα Μνημόνια, θα τεθεί υπό την αίρεση της συμφωνίας μιας ανεξέλεγκτης και μη δημοκρατικά νομιμοποιημένης εξουσίας, της δικαστικής ιεραρχίας.
Γι’ αυτο και το διακύβευμα αυτού του νομοσχεδίου ξεπερνάει τα πολιτικά δικαιώματα των 200.000 παιδιών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα και αφορά τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες όλων μας. Η μάχη για να μην αποκλειστεί κανένα παιδί από το δικαίωμα στην ιθαγένεια μας αφορά όλες και όλους!
Πηγή:ΚΕΕΡΦΑ-ΚΙΝΗΣΗ ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΡΑΤΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ, 30/05/2015