Η φωτογραφία είναι του Γιάννη Μπεχράκη (REUTERS/Yannis Behrakis)
Τον Οκτώβριο του 2013 ο τότε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη Α. Ανδρεουλάκος υπογράφει απόφαση με την οποία κατακυρώνεται το αποτέλεσμα διαγωνισµού που αφορά το έργο «Αναδιαµόρφωση – ανακατασκευή και επέκταση του Προαναχωρησιακού Κέντρου Κράτησης Παρανεστίου ∆ράµας που κρατούνται υπήκοοι τρίτων χωρών και τελούν υπό διαδικασία επιστροφής στις χώρες καταγωγής τους». Το κέντρο κράτησης θα κοστίσει 5.297.482,75 €. Tο έργο συγχρηματοδοτείται κατά 75% από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επιστροφής.
Ένα χρόνο νωρίτερα ο τότε υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Ε. ´Οθωνας υπογράφει με τη σειρά του τηναπόφαση που κατακυρώνει το αποτέλεσμα μειοδοτικού διαγωνισμού για το έργο «Κατασκευή Τεχνητού Εµποδίου επί Ελληνικού εδάφους κατά µήκος της οριογραµµής της Ε/Τ µεθορίου, στο Νοµό Έβρου». Σύμφωνα με την απόφαση αυτή ο φράχτης του Έβρου θα κοστίσει στο ελληνικό κράτος, εν μέσω κρίσης και λιτότητας, 3.161.586,14 €. Σε αυτή την περίπτωση όλα πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Στο μεταξύ ευρωπαϊκή εταιρεία αναπτύσσει το ερευνητικό πρόγραμμα «SNIFFER». Ο «Ανιχνευτής» χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση με 3,5 εκατομμύρια ευρώ και έχει ως στόχο να αναπτυχθεί η τεχνολογία εκείνη που θα επιτρέπει τον εντοπισμό μέσω αισθητήρων οσμής των ανθρώπων που προσπαθούν να διασχίσουν τα σύνορα κρυμμένοι σε αυτοκίνητα και φορτηγά
Η προσπάθεια προσφύγων και μεταναστών να βρεθούν στην ανεπτυγμένη Ευρώπη μετρά ήδη χιλιάδες θύματα. Και ταυτόχρονα, πίσω από τους χιλιάδες απελπισμένους που ψάχνουν άσυλο, αναπτύσσεται μια κερδοφόρα βιομηχανία, τόσο νόμιμη όσο και παράνομη, στην οποία το χρήμα ρέει άφθονο.
Τον Αύγουστο του 2013 μια ευρωπαϊκή ομάδα δεκαπέντε δημοσιογράφων, στατιστικολόγων και προγραμματιστών ξεκίνησε την έρευνα δημοσιογραφίας δεδομένων The Migrants’ Files. Πρώτος στόχος ήταν να διερευνηθεί το κόστος σε ανθρώπινες ζωές των ευρωπαϊκών πολιτικών μετανάστευσης. Στα αποτελέσματα αυτής της έρευνας για πρώτη φορά καταγράφηκε ένας ανατριχιαστικός αριθμός: από το 2000 ως σήμερα περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να περάσουν τα τείχη της Ευρώπης Φρούριο.
Αυτή τη φορά η ομάδα του Migrants’ Files επιχειρεί να καταγράψει το οικονομικό κόστος των ευρωπαϊκών επιλογών ή, τουλάχιστον ένα μέρος του. Ένα κόστος που πληρώνεται τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην προσπάθειά της να σταματήσει τις μεταναστευτικές ροές, κι επομένως από τους ευρωπαίους πολίτες, όσο κι από τους ίδιους τους πρόσφυγες και μετανάστες που μην έχοντας νόμιμο τρόπο να διασχίσουν τα ευρωπαϊκά σύνορα βρίσκονται οικονομικοί όμηροι στα χέρια διακινητών. Και ταυτόχρονα διακινδυνεύουν τη ζωή τους.
Τα ποσά είναι ιλιγγιώδη. Από το 2000 μέχρι σήμερα υπολογίζουμε πως 15,7 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν πληρωθεί σε διακινητές για το πέρασμα των συνόρων. 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν χρηματοδοτήσει ευρωπαϊκά προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης τεχνολογιών επιτήρησης συνόρων. 11,3 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν δοθεί για απελάσεις μεταναστών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας πρόσφυγες και μετανάστες ξοδεύουν περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ ετησίως για να έρθουν στην Ευρώπη. Αντίστοιχο είναι το κόστος που πληρώνουν οι ευρωπαίοι πολίτες για την χρηματοδότηση της εφαρμογής των ευρωπαϊκών πολιτικών θωράκισης των τειχών της Ευρώπης. Και το μεγάλο κέρδος αυτών των πολιτικών επιλογών καταλήγει στα ταμεία συγκεκριμένων εταιρειών.
Ευρώπη Φρούριο: Η πολιτική ελέγχου παράγει κέρδη
Σύμφωνα με την UNHCR, περίπου έξι εκατομμύρια άνθρωποι μετακινούνται αυτή την περίοδο ανά τον κόσμο, ψάχνοντας για καταφύγιο. Τους πρώτους έξι μήνες του 2014, 5,5 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν τις εστίες τους. Από αυτούς μόνο 600.000 αναζήτησαν άσυλο στην Ευρώπη. Για να φτάσουν στον προορισμό τους έπρεπε να ξεπεράσουν εμπόδια φυσικά, οικονομικά και ηλεκτρονικά. Τα τελευταία περιλαμβάνουν στρατιωτικού τύπου τεχνολογία αιχμής που παρήγαγαν ιδιωτικές εταιρείες των οποίων τα προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης χρηματοδοτήθηκαν από κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Η Ευρώπη πρέπει να δράσει άμεσα αν θέλει να παραμείνει στην αιχμή της τεχνολογικής έρευνας, και εφόσον η βιομηχανία σκοπεύει να έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας ανταγωνιστικά απαντώντας στις ταχέως αναδυόμενες ανάγκες για εξειδικευμένα προϊόντα που σχετίζονται με την ασφάλεια». Η φράση δημοσιεύτηκε το 2004 στην αναφορά που δημοσίευσε τη Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά από συνάντηση της «Ομάδας Προσωπικοτήτων» (GoP). Σαν εργαλείο εφαρμογής πολιτικής, η έρευνα για την ασφάλεια αποτελεί μέρος του προϋπολογισμού από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιούργησε την πρώτη ομάδα εργασίας για το θέμα το 2003. Περιέργως από αυτή την επιλεγμένη ομάδα έλειπαν ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (IOM) και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Αντιθέτως, τέσσερις κορυφαίοι ευρωπαϊκοί όμιλοι κατασκευής όπλων συμμετείχαν στην ομάδα εργασίας – η Airbus (πρώην EADS), η Thales, η Finmeccanica και η BAE – όπως και εταιρείες τεχνολογίας όπως η Saab , η Indra, η Siemens, η Diehl και άλλες. Η ομάδα εργασίας συναντήθηκε μόνο δύο φορές κι αυτό ήταν αρκετό ώστε να χτιστεί η δομή, οι στόχοι και η ιδεολογία για την έρευνα που αφορά την ασφάλεια.
Μερικές εταιρείες όπλων και τεχνολογίας ευνοήθηκαν ιδιαίτερα από την ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης. Η ομάδα του Migrants Files παρουσιάζει αυτά τα στοιχεία, αφού πρώτα συγκέντρωσε και ανέλυσε 39 προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης που χρηματοδοτήθηκαν από την ΕΕ ή το European Space Agency από το 2002 ως το 2013 με συνολική χρηματοδότηση 225 εκατομμυρίων ευρώ.
Η πολιτική απαγόρευσης της μετανάστευσης είναι πακτωλός για τις εταιρίες που την υπηρετούν αναλαμβάνοντας φιλόδοξα προγράμματα, με συχνά εντυπωσιακά ονόματα όπως Mariss (παράφραση του λατινικού όρου για τη θάλασσα), Limes (τα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και Dolphin. Άλλα προγράμματα όπως το Operamar, τοWimaas και το Aeroceptor υπόσχονται σφιχτή εναέρια επίβλεψη συνόρων. Κάποια εστιάζουν στο κλείσιμο των ίδιων των συνόρων – Staborsec, Effisec, Fastpass, και ABC4EU – ή στην καλύτερη τεχνολογία ελέγχου ( Ingress). Επιπλέον υπάρχουν τα «λαγονικά». Τα Doggies, Sniffer, Sniffles και Snoopy ασχολούνται με την δημιουργία προηγμένων συστημάτων οσφρητικών αισθητήρων που προορίζονται για την καλύτερη ανίχνευση ανθρώπων που διασχίζουν τις χαρτογραφημένες διασυνοριακές διαδρομές. Δύο προγράμματα ασχολήθηκαν με τη δημιουργία ρομπότ συνοριακού ελέγχου, το ένα για τα θαλάσσια σύνορα ( Uncoss) και το άλλο για τα χερσαία με την ονομασίαTalos προερχόμενη από την ελληνική μυθολογία (Τάλως: ο γιγάντιος, ανθρωπόμορφος και με σώμα από χαλκό, μυθικός φύλακας της Κρήτης).
Το Migrants’ Files αποκαλύπτει ότι τρεις εταιρείες έχουν επωφεληθεί με τα περισσότερα κεφάλαια της Κομισιόν που αφορούν προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης για την ασφάλεια. Από τα 39 δημόσια χρηματοδοτούμενα προγράμματα η Airbus συμμετείχε σε δέκα μέσω 14 θυγατρικών εταιρειών της, η Finmeccanica δούλεψε σε 16 μέσω 13 θυγατρικών και η Thales ανέλαβε 18, επίσης μέσω 13 θυγατρικών της.
Frontex – Eurosur – Eurodac
Η χρηματοδότηση έρευνας και ανάπτυξης είναι μόνο ένα κλάσμα του δημοσίου χρήματος που δίνεται για την ασφάλεια των συνόρων της Ευρώπης. Η Frontex , ο οργανισμός της ΕΕ που συντονίζει τις συνοριακές φρουρές των κρατών μελών, σύμφωνα με τον κανονισμό του Δουβλίνου. Από την ίδρυσή της το 2004, μόνο η Frontex έχει καταφέρει να απορροφήσει σχεδόν ένα δισεκατομμύριο ευρώ.
Από το 2011 και μετά το πρόγραμμα Eurosur στοχεύει στη δικτύωση και διαμοίραση πληροφοριών διαχείρισης συνόρων, με ανανέωση τους σε πραγματικό χρόνο. Η εφαρμογή του Eurosur απαιτεί τον συντονισμό κέντρων με ένα κόστος που υπολογίζεται πως θα αγγίξει τα 200 εκατομμύρια ευρώ. Τα απτά αποτελέσματα αυτών των επενδύσεων, αξίας εκατομμυρίων, σπάνια αξιολογούνται.
Παράδειγμα αυτής της ανεξέλεγκτης πολιτικής αποτελεί το πρόγραμμα Eurodac, η βάση συγκέντρωσης δαχτυλικών αποτυπωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το σύστημα αποτελεί σημείο αναφοράς έλλειψης λογοδοσίας, στοιχείο ενδημικό των εφαρμοσμένων πολιτικών που σχετίζονται με τη μετανάστευση. Παρά την περιορισμένη διαφάνεια όμως είναι δυνατόν να σκιαγραφηθεί μια πρώτη εικόνα για το πώς αυτή η πολιτική επιλογή εφαρμόστηκε.
Σχεδιασμένο για να ταυτοποιεί όσους αιτούνται άσυλο από τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, το Eurodac θα έπρεπε να βοηθά τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαπιστώνουν αν ο αιτών άσυλο που «βρέθηκε παράνομα σε κάποια χώρα της ΕΕ έχει προηγουμένως αιτηθεί ασύλου σε κάποια άλλη χώρα μέλος». Ακούγεται σαν κάτι βοηθητικό. Έχει διαπιστωθεί όμως πως τουλάχιστον δέκα άνθρωποι τον χρόνο απελαύνονται παράνομα λόγω λάθους του συστήματος που αφορά τις συσκευές σάρωσης ταυτότητας δαχτυλικών αποτυπωμάτων. Κι ο πραγματικός αριθμός μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερος.
Σύμφωνα με εργαζόμενο σε κορυφαία εταιρεία κατασκευής συσκευών σάρωσης, που μίλησε στο Migrants’ Files διατηρώντας την ανωνυμία του, κάθε συσκευή προγραμματίζεται ώστε να γίνεται αποδεκτό ένα συγκεκριμένο ποσοστό λάθους. Η πηγή δεν μπορούσε να μας αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες για το θέμα.
Ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι όλα τα κράτη της ΕΕ, όπως και η Νορβηγία, η Ισλανδία και η Ελβετία, βασίζονται σε αυτό το εγγενώς ελαττωματικό σύστημα ταυτοποίησης. Και κανείς σε επίπεδο κυβερνήσεων, εταιρειών ή μέσων ενημέρωσης δεν ενδιαφέρεται για το ανθρώπινο κόστος αυτής της εμφανώς ελαττωματικής λειτουργίας του Eurodac.
Με πλοία, τείχη, drones, στρατό και κέντρα κράτησης
Τα χρήματα για την αστυνόμευση και την ασφάλεια των συνόρων ρέουν τα τελευταία χρόνια. Η Ισπανία και η Ελλάδα έχουν επενδύσει πάνω από 70 εκατομμύρια ευρώ σε πλοία, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, εκτός δρόμου οχήματα και κάθε είδους εντυπωσιακό και έξυπνο εξοπλισμό για να κλείσουν τα σύνορά τους. Ταυτόχρονα υπάρχει πάντα η επιτήρηση, μια σταθερή πηγή εσόδων για τις επιλεγμένους προμηθευτές, που μπορεί να φτάνει μέχρι και στη χρήση δορυφόρων. Η ανέγερση τειχών αποτελεί μια αναπτυσσόμενη βιομηχανία, με την Ισπανία, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία να έχουν επενδύσει σε αυτή. Η οικοδόμηση ενός φυσικού εμποδίου είναι μόνο η αρχή. Η συντήρηση των ισπανικών τειχών της Θέουτα και Μελίγια κοστίζει περίπου 10 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο από το 2005 και μετά. Στη Θέουτα οι εργασίες κατασκευής έφτασαν τα 25 εκατομμύρια ευρώ μεταξύ του 2005 και του 2013 ενώ στη Μελίγια άγγιξαν τα 47 εκατομμύρια. Το κόστος συντήρησης του φράχτη στον Έβρο δεν είναι ακόμα συστηματικά καταγεγραμμένο.
H Ιταλία είναι η χώρα στην οποία καταλήγει το μεταναστευτικό πέρασμα της Κεντρικής Μεσογείου, που από τη Βόρεια Αφρική φτάνει στη Σικελία μέσω της Λαμπεντούσα. Με δεδομένο πως εκεί δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν φυσικά εμπόδια η ιταλική κυβέρνηση έχει επενδύσει περισσότερα από 17 εκατομμύρια ευρώ από το 2011 για να αποκτήσουν οι αρχές της Λιβύης βάρκες, γυαλιά νυχτερινής όρασης, εξοπλισμό αλλά και εκπαίδευση με στόχο την ανίχνευση προσφύγων και μεταναστών. Επιπλέον ιταλική κυβέρνηση εφάρμοζε μια διμερή συμφωνία σύμφωνα με την οποία χρηματοδοτούσε τη Λιβύη ώστε να εμποδίσουν τη διέλευση προσφύγων προς την Ιταλία. Κάποια από αυτά τα χρήματα κατευθύνονταν στη δημιουργία κέντρων κράτησης και στη χρηματοδότηση πτήσεων απέλασης.
Στην περίπτωση της Ελλάδας εκατομμύρια ευρώ έχουν ήδη «επενδυθεί» στη δημιουργία του φράχτη του Έβρου όπως και στη δημιουργία και λειτουργία των «Προαναχωρησιακών Κέντρων Κράτησης». Ενδεικτικά 5.359.789,17€κόστισε η δημιουργία κέντρου κράτησης στη Μυτιλήνη, 5.226.224,37€ η ανακατασκευή υπαρχόντων κτιρίων στο Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης της Κορίνθου. Σε μελέτη του το ΕΛΙΑΜΕΠ υπολογίζει πως το κόστος για την κατασκευή του Κέντρου Κράτησης της Αμυγδαλέζας άγγιξε τα 3 εκατομμύρια ευρώ ενώ ανεβάζει τα λειτουργικά του έξοδα σε περισσότερα από 10 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.
Ταυτόχρονα βέβαια το ελληνικό κράτος έχει επενδύσει σε επιχειρήσεις όπως η «Ασπίδα» που ξεκίνησε τρεις μήνες πριν την ολοκλήρωση του φράχτη του Έβρου και είχε ως στόχο την ενίσχυση των περιπολιών και της επιτήρησης των ελληνοτουρκικών συνόρων. Το κόστος της από τον Αύγουστο του 2012 ως τον Ιούνιο του 2013 ανήλθε στα 24 εκατομμύρια ευρώ, χρηματοδοτούμενα κατά 75% από το Ταμείο Εξωτερικών Συνόρων . Στη συνέχεια ήρθε και η επιχείρηση «Ξένιος Ζεύς» για να καλύψει το κενό επιτήρησης και καταστολής προσφύγων και μεταναστών στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας η οποία και από τον Ιούλιο του 2014 ενσωματώθηκε στις τακτικές αστυνομικές επιχειρήσεις και περιπολίες και μετονομάσθηκε σε επιχείρηση «Θησέας» . Από οικονομικής άποψης, όπως αναφέρει σε μελέτη του το πρόγραμμα MIDAS του ΕΛΙΑΜΕΠ τα κεφάλαια που δαπανήθηκαν για την πραγματοποίηση του Ξένιου Δία δεν έχουν δημοσιοποιηθεί μιας και ο ακριβής αριθμός των αστυνομικών που απασχολήθηκαν στην επιχείρηση, και το ακριβές κόστος της επιχείρησης δεν είναι γνωστά.
Η είσοδος στην Ευρώπη κοστίζει ακριβά
Παρά τα εκλεπτυσμένα συστήματα τεχνολογίας, την στρατιωτικοποίηση των Ελληνικών, Ιταλικών, Βουλγαρικών και Ισπανικών συνόρων, τις απελάσεις εκατομμυρίων, η πολιτική της Ευρώπης Φρούριο αποτυγχάνει. Οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές αυξάνονται ιδιαίτερα λόγω της εμπόλεμης κατάστασης στη Μέση Ανατολή και των αναταραχών, οικονομικών και πολιτικών, στην νότια Ασία και την Αφρική.
Από το 2000 και μετά τα πιο αξιόπιστα δεδομένα καταγράφουν περίπου 1,2 εκατομμύρια μη καταγεγραμμένους πρόσφυγες και μετανάστες που πέρασαν τα ευρωπαϊκά σύνορα μέσω ξηράς και θάλασσας, εξαιρώντας την από αέρος πρόσβαση. Εκατομμύρια επιπλέον τα κατάφεραν χρησιμοποιώντας ψεύτικα διαβατήρια ή παραμένοντας σε ευρωπαϊκές χώρες μετά τη λήξη της βίζας τους.
Για τους μη καταγεγραμμένους μετανάστες το πέρασμα στην Ευρώπη κοστίζει ακριβά. Και ταυτόχρονα τροφοδοτεί ένα δίκτυο παραοικονομίας που δημιουργήθηκε λόγω της μη προσβασιμότητας σε νόμιμους τρόπους εισόδου στην Ευρώπη.
Πόσο μεγάλα είναι τα ποσά που διακινούνται; Η ομάδα του Migrants’ Files υπολογίζει πως τα τελευταία 15 χρόνια πρόσφυγες και μετανάστες έχουν πληρώσει το τεράστιο ποσό των σχεδόν 16 δισεκατομμυρίων ευρώ για να ταξιδέψουν στην Ευρώπη. Το γεγονός ότι παρά τα τεράστια έξοδα που απαιτούνται για το ταξίδι χιλιάδες καταλήγουν νεκροί είναι ένας επιπλέον λόγος για να καταλήγει κάποιος στο συμπέρασμα πως η μεταναστευτική πολιτική της Ευρώπης αποτυγχάνει.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν οι τιμές του ταξιδιού ή οι πληρωμές όσων το «διευκολύνουν» αυξήθηκαν μετά τον πόλεμο στη Συρία. Λίγα είναι γνωστά για το πώς δρουν αυτά τα κυκλώματα. Οι κυβερνήσεις της Συρίας και της Λιβύης, για παράδειγμα, θεωρείται πως έχουν οι ίδιες οργανώσει τη διέλευση προσφύγων προς την Ευρώπη με πλωτά μέσα, τόσο σαν μια μορφή πηγής εσόδων όσο και σαν μια μορφή πίεσης σε διαπραγματεύσεις με ευρωπαϊκά κράτη. Το ζήτημα δυσκολεύει επιπλέον όσο η Ευρώπη αποτυγχάνει να διακρίνει μεταξύ διακινητών και ανθρώπων που βοηθούν σε ένδειξη αλληλεγγύης. Οι τελευταίοι θεωρούνται εγκληματίες με βάση τη νομοθεσία των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών.
Λύσεις όπως ταχύπλοα εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων που ταξιδεύουν από τη Λιβύη στην Ιταλία είναι προφανώς διαθέσιμες. Όμως η αγορά «εισιτηρίου» διακρίνεται τόσο με βάση το πέρασμα όσο και με βάση την ταξική ή «φυλετική» καταγωγή. Η μέση τιμή του κόστους που πληρώνουν μετανάστες ή πρόσφυγες από την Υποσαχάρεια Αφρική για να μεταφερθούν στα αμπάρια κάθε είδους πλωτού μέσου προς την Ευρώπη αγγίζει τα 700 ευρώ. Το ταξίδι μπορεί να αποβεί μοιραίο. Πιο ευκατάστατοι μετανάστες ή πρόσφυγες που προέρχονται από τη Μέση Ανατολή μπορεί να πληρώσουν μέχρι 2000 ευρώ το άτομο για να ταξιδέψουν στα ίδια πλοία, αλλά ταξιδεύοντας στο κατάστρωμα.
Ο πιο δημοφιλής τρόπος μετακίνησης παραμένει το αεροπλάνο. Μέχρι στιγμής όμως δεν υπάρχουν αξιόπιστα δεδομένα για τον αριθμό των ανθρώπων που χρησιμοποιούν αεροπλάνα για να φτάσουν στην Ευρώπη. Πληροφορίες κάνουν λόγο για ένα ταξίδι πιο απαιτητικό σε στρατηγική. Ιρακινοί πρόσφυγες, για παράδειγμα, μπορεί να πληρώσουν μέχρι και 16.000 ευρώ για να πετάξουν από τη Μοσούλη στο Παρίσι μέσω – κι εδώ βρίσκεται το θέμα – της Καγιέν, του Μπελέμ, του Σάο Πάολο και της Κωνσταντινούπολης. Διακινητές από το Μαρόκο προσφέρουν σε μετανάστες μια πτήση στο Παρίσι με αντάλλαγμα 5000 ευρώ. Τους διευκολύνουν να περάσουν τις μεταναστευτικές αρχές του αεροδρομίου χρησιμοποιώντας μια συγκεκριμένη έξοδο στο αεροδρόμιο Charles de Gaulle, μια επιχείρηση που προφανώς χρειάζεται και τη «βοήθεια» του προσωπικού του αεροδρομίου και της κρατικής διοίκησης.
Απελάσεις. Ένα κόστος που κανείς δεν αξιολογεί.
Για ανεξήγητους λόγους το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που επενδύει η Ευρώπη στην εφαρμογή πολιτικών μετανάστευσης περνάει απαρατήρητο. Δεν αφορά ούτε στην τεχνολογία ούτε στον εξοπλισμό. Επενδύεται στη γραφειοκρατία. Από το 2000 και μετά τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ και μαζί η Νορβηγία, η Ελβετία, το Λιχτενστάιν και η Ισλανδία έχουν απελάσει εκατομμύρια ανθρώπους. Κι αυτό έχει στοιχίσει ως τώρα το αστρονομικό ποσό των 11,3 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Διάφορες προσπάθειες έχουν γίνει ως τώρα για να καταγραφεί το κόστος της πολιτικής ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά καμία δεν έχει αξιολογήσει το κόστος των απελάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κοινοβουλευτικές επιτροπές στη Γαλλία και την Ιταλία έχουν προσπαθήσει να καταμετρήσουν αυτό το κόστος. Τα αποτελέσματα ήταν διπλάσια έως τετραπλάσια από αυτά που έδιναν τα στοιχεία της αστυνομίας.
Μόνο το Βέλγιο καταγράφει το κόστος των απελάσεων που πραγματοποιεί. Στη Σουηδία καταγράφονται μόνο τα κόστη μετακίνησης, όχι αυτά της κράτησης. Το ίδιο ισχύει για την Ελβετία, τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο. Γερμανοί αξιωματούχοι δηλώνουν πως δεν έχουν τη δυνατότητα να υπολογίσουν το συνολικό κόστος των απελάσεων. Η Ελλάδα επίσης δεν διαθέτει επίσημες κι ολοκληρωμένες καταγραφές σε βάθος χρόνου.
Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να συγκεντρώσει κανείς αξιόπιστα στοιχεία απελάσεων για την Ευρώπη. Οι ορισμοί και μόνο της νομικής κατάστασης του προς απέλαση ατόμου διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Η EUROSTAT διατηρεί βάση δεδομένων για τις «απελάσεις που ακολουθούν διαταγή απέλασης», όμως ούτε η EUROSTAT ούτε κάποιος άλλος διεθνής οργανισμός συνδυάζει τα στοιχεία που δίνονται από εθνικές υπηρεσίες ώστε να μάθουμε πόσες γυναίκες και άνδρες έχουν απελαθεί από την Ευρώπη και με ποιο κόστος. Αυτή η καταγραφή μοιάζει να μην ενδιαφέρει κανέναν, ούτε και όσους παίρνουν τις κεντρικές πολιτικές αποφάσεις.
Μετά από προσεκτική ανάλυση όλων των διαθέσιμων δεδομένων και γνωρίζοντας τα ελλείμματα πληροφόρησης, η ομάδα του Migrants Files υπολογίζει πως το κόστος των απελάσεων στην Ευρώπη πλησιάζει το ένα δισεκατομμύριο τον χρόνο.
Κατερίνα Σταυρούλα για την ομάδα του #rbdata
Συντονισμός: Journalism++
Έρευνα και κώδικας: Elaine Allaby, Michael Bauer (Der Standard), Ana Isabel Carvalho (Journalism++ Porto), Jakob Espersen, Daniele Grasso (El Confidencial), Peter Grensund (Journalism++ Stockholm), Sylke Gruhnwald (SRF), Timo Grossenbacher (SRF), Markus Hametner (Der Standard), Kristian Holgersen, Alice Kohli, Ricardo Lafuente (Journalism++ Porto), Alexandre Léchenet (Libération), Jean-Marc Manach, Andrea Nelson Mauro (Dataninja.it), Jacopo Ottaviani, Adam Rodriques (Global Initiative), Lise Møller Schilder, Julian Schmidli (SRF), Κατερίνα Σταυρούλα (Radiobubble).
Βοήθησαν στην Έρευνα: Clotilde Lavergne-Bril, Niklas Svedberg.
Η ομάδα του rbdata: @mpatman, @MindThe_Gab, @i_catrin, @anarresti, @galaxyarchis