Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, η συστηματική ανασκαφή των αρχαίων ελληνικών τόπων είχε φέρει στο προσκήνιο μια πληθώρα από γλυπτά σε μερικά από τα οποία ήταν ακόμη ορατά τα ίχνη από πολύχρωμες επιφάνειες. Παρά τα ευρύματα, οι πιο σημαντικοί ιστορικοί τέχνης της εποχής, όπως ο Johann Joachim Winckelmann, αρνήθηκαν την θεωρία της πολύχρωμης ελληνικής γλυπτικής σε τέτοιο βαθμό ώστε οι υποστηρικτές της θεωρίας να θεωρούνται εκκεντρικοί και οι απόψεις τους ανορθόδοξες.
Όμως, η επιστημονική μέθοδος και επιμονή του Γερμανού αρχαιολόγου Vinzenz Brinkmann κάπου στις αρχές του 21ου αιώνα, θεμελίωσε και απέδειξε την θεωρία της πολύχρωμης ελληνικής γλυπτικής. Χρησιμοποιώντας λαμπτήρες υψηλής έντασης, υπεριώδες φως και ειδικά σχεδιασμένα κάμερες, ο Brinkmann απέδειξε ότι το σύνολο των γλυπτών του Παρθενώνα ήταν ζωγραφισμένα.
Ο Brinkmann ανέλυσε τις χρωστικές ουσίες της αρχικής μπογιάς για να ανακαλύψει τη σύνθεσή τους κι έπειτα έφτιαξε αρκετά ζωγραφισμένα αντίγραφα των ελληνικών αγαλμάτων τα οποία πήγε για περιοδεία σε όλο τον κόσμο. Επίσης, στη συλλογή ήταν αντίγραφα και άλλων έργων της ελληνικής και ρωμαϊκής γλυπτικής στην προσπάθειά του να θεμελιώσει την θεωρία ότι η πρακτική της ζωγραφικής γλυπτικής ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στην ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη.