Προκειμένου να καταλάβει κανείς τη σημασία της υποψηφιότητας του Τζέρεμυ Κόρμπυν για τη βρετανική πολιτική σκηνή, πρέπει να ανατρέξει στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν οι Εργατικοί σημείωσαν τη μεγαλύτερη μεταστροφή προς τα αριστερά, με ηγέτη τον Μάικλ Φουτ και αρχηγό της αριστερής πτέρυγας του κόμματος τον Τόνυ Μπεν.
Της Μαρίνας Πρεντουλή
Ήταν, ταυτόχρονα, η περίοδος που το κόμμα βίωσε τις μεγαλύτερες εκλογικές ήττες και η Θάτσερ, παντοδύναμη, εγκαθίδρυσε τον νεοφιλελευθερισμό ως κυρίαρχη πολιτική λογική που ακόμα και σήμερα μαστίζει όχι μόνο τη Βρετανία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη.
Τις συνέπειες της τότε αριστερής στροφής των Εργατικών υπαινίσσονται πολλά δημοσιεύματα, όταν, λ.χ., αναφέρουν ότι μια εκλογή Κόρμπυν στην ηγεσία των Εργατικών θα οδηγούσε σε αποχώρηση των μεγαλοδωρητών του κόμματος ή και σε πιθανή διάσπαση (Andrew Sparrow, TheGuardian, 24.7.2015). Μια ανάλογη διάσπαση των Εργατικών το 1981 οδήγησε στη δημιουργία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SDP) που αργότερα ενώθηκε με τους Φιλελεύθερους, δημιουργώντας το 1988 τους σημερινούς Φιλελεύθερους-Δημοκράτες.
Οι αναφορές δεν είναι τυχαίες: αποτελούν οργανικό κομμάτι μιας αντίληψης που έχει ηγεμονεύσει στο Εργατικό Κόμμα, σύμφωνα με την οποία οι πιο ριζοσπαστικές/σοσιαλιστικές προγραμματικές δηλώσεις δεν οδηγούν σε εκλογικές νίκες και η ανάδειξη Εργατικής κυβέρνησης είναι πιο σημαντική από το πρόγραμμά της.
Αυτή η αντίληψη αρνείται να αναγνωρίσει την κινηματική δράση από τα κάτω ως αναγκαίο φορέα μετασχηματισμού της κοινωνίας προς μια πιο δίκαιη, συμμετοχική και ριζοσπαστική δημοκρατία. Η λογική της πάση θυσία εκλογικής νίκης καθοδηγούσε τους Εργατικούς το 1997, όταν ο Μπλερ ήρθε στην εξουσία με ένα πρόγραμμα στα όρια του νεοφιλελευθερισμού. Με την ίδια λογική, ο Τ. Μπλερ επέστρεψε στις οθόνες μας πριν λίγες μέρες για να μας ανακοινώσει, πάντα ως ηγετική φυσιογνωμία των Εργατικών, ότι όσων η καρδιά είναι με τον Κόρμπυν, θα πρέπει να κάνουν μεταμόσχευση (!).
Ο θυμός του Μπλερ είναι, κατά κάποιον τρόπο, δικαιολογημένος: παρά τις προτροπές του ιδίου και άλλων προσωπικοτήτων της δεξιάς πτέρυγας των Εργατικών, συμπεριλαμβανομένου του Ντέιβιντ Μίλιμπαντ (αδελφού του προηγούμενου αρχηγού των Εργατικών Εντ Μίλιμπαντ) για άμεση στροφή του κόμματος προς το «κέντρο» (δηλαδή, την πολιτική γραμμή Μπλερ) αμέσως μετά την εκλογική ήττα της 7ης Μαΐου, οι προτροπές αγνοήθηκαν.
Πρώτα, ο αριθμός των βουλευτών (κάθε υποψήφιος χρειάζεται την υποστήριξη 35 Εργατικών βουλευτών) που επέτρεψε στον Κόρμπυν, έναν σοσιαλιστή με ακτιβιστικό παρελθόν, να γίνει ένας από τους τέσσερις υποψηφίους. Βέβαια, οι βουλευτές που υποστήριξαν τον Κόρμπυν δεν το έκαναν για λόγους ιδεολογικής σύμπνοιας, αλλά τακτικής, που στην πορεία ανατράπηκε.
Κάποιοι βουλευτές ήθελαν με την υποψηφιότητα Κόρμπυν το κόμμα να φαντάζει πιο πλουραλιστικό – εκ του ασφαλούς πάντα, μια και δεν πίστευαν ότι είχε καμιά πιθανότητα να εκλεγεί. Από τους άλλους τρεις υποψηφίους (Λιζ Κένταλ, Άντυ Μπέρναμ, Υβέτ Κούπερ), λέγεται ότι ο Μπέρναμ, στα «αριστερά» των άλλων δυο, ήθελε τον Κόρμπυν για να φαίνεται ο ίδιος λιγότερο αριστερός…
Όμως αυτό που προκάλεσε πανικό στο κατεστημένο του κόμματος είναι ότι αυτή η αναμέτρηση ξαφνικά έγινε κάτι πολύ περισσότερο: τα μέλη, τα συνδικάτα και η ευρύτερη βρετανική Αριστερά, όχι μόνο αγνόησαν τη λογική της επιστροφής στο μπλερικό «κέντρο», αλλά είδαν στην υποψηφιότητα Κόρμπυν την ευκαιρία να καταρρίψουν τη λογική ότι δεν υπάρχει εναλλακτική· εναλλακτική για το κόμμα, την κοινωνία, το μέλλον.
Τις τελευταίες βδομάδες, τα πάντα ανατράπηκαν. Στις 21 Ιουλίου μια δημοσκόπηση της YouGov έδειξε τον Κόρμπυν να προηγείται με 43%, με δεύτερο τον Μπέρναμ με 26 %. Αν η πρόβλεψη επιβεβαιωθεί, ο Κόρμπυν θα κερδίσει στον τελικό γύρο με 53% έναντι 47% του Μπέρναμ. Ωστόσο, η ενδεχόμενη νίκη Κόρμπυν, η οποία παραμένει αβέβαιη, ίσως δεν είναι το πιο σημαντικό.
Βάσει του καταστατικού, όχι μόνο τα μέλη, αλλά και απλοί υποστηρικτές μπορούν, με την εγγραφή τους και τρεις λίρες, να ψηφίσουν σε αυτή την αναμέτρηση. Έτσι, πολλές χιλιάδες αριστεροί, ανένταχτοι, καθώς και άνθρωποι που έχουν χάσει την πίστη τους στην κατεστημένη πολιτική έχουν εγγραφεί για να ψηφίσουν, αποφασισμένοι να συνεχίσουν την εκστρατεία κατά της λιτότητας, είτε αυτή έχει συντηρητικό πρόσημο είτε εργατικό πρόσημο.
Ανεξάρτητα λοιπόν με το τι επιφυλάσσει το μέλλον για το Εργατικό Κόμμα και τον ίδιο τον Κόρμπυν, μεγάλη σημασία έχει η ύπαρξη μιας δυναμικής που μπορεί να ευνοήσει τη δημιουργία ενός κινήματος κατά της λιτότητας. Απόδειξη, η πορεία κατά της λιτότητας στο Λονδίνο, στις 20 Ιουνίου, που ένωσε διαφορετικές συλλογικότητες και κόμματα σε έναν κοινό αγώνα και κατάφερε να προσελκύσει 250.000 άτομα. Απόδειξη, επίσης, η εκστρατεία συμπαράστασης στον Κόρμπυν, που έχει περισσότερο κινηματικό παρά κομματικό χαρακτήρα.
Η Μαρίνα Πρεντουλή διδάσκει πολιτική και πολιτικές επικοινωνιών στο University of EastAnglia