Του Jamie Martin του Πανεπιστημίου του Harvard
Όταν, πριν από δύο εβδομάδες, έφτασαν οι ειδήσεις για τους βάναυσους όρους της νέας διάσωσης για την Ελλάδα, πολλοί αμφισβήτησαν κατά πόσον η χώρα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως κυρίαρχο κράτος.
Η «Αποικία χρέους», ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε για καιρό από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους υποστηρικτές του, εμφανίστηκε ξαφνικά παντού στον Τύπο. Ακόμη και οι FinancialTimes χρησιμοποίησαν τη γλώσσα της αυτοκρατορίας: ”μία διάσωση βασισμένη στους όρους που καθορίζονται στις Βρυξέλλες,” όπως το έθεσε ένα άρθρο στις 13 Ιουλίου, ”κινδυνεύει να μεταστρέψει την σχέση με την Ελλάδα σε μια παρόμοια με εκείνη μεταξύ ενός αποικιακού άρχοντα και του υποτελή του”.
Προτάσεις όπως αυτές έχουν προκαλέσει ιστορική σύγκριση. Ένας παραλληλισμός που έχει αναφερθεί είναι αυτός της Αιγύπτου κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1876, καθόσον μια υπερχρεωμένη Αίγυπτος πλησίαζε στην πτώχευση, ο Πασάς Khedive Ismail συμφώνησε στην δημιουργία μιας διεθνούς επιτροπής, στελεχωμένη από Ευρωπαίους που θα επόπτευε τον Αιγυπτιακό προϋπολογισμό και θα ήλεγχε ορισμένες πηγές δημοσίων εσόδων. Η διάταξη αυτή, σχεδιασμένη ώστε να εξασφαλίσει την έγκαιρη εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, άνοιξε μια νέα και μακρά περίοδο έντονης Ευρωπαϊκήςπαρεμβατικότητας στην Αίγυπτο – το Ταμείο Δημοσίου Χρέους δεν διαλύθηκε μέχρι το 1940.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η σύγκριση με την Αίγυπτο του δέκατου ένατου αιώνα, έχει ισχύ ως επιχείρημα αντιπαράθεσης, κυρίως μεταφορικά: Οι ηγέτες της Ευρωζώνης δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως ημι-αποικιακό έδαφος. Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο εδώ από μια απλή μεταφορά – τουλάχιστον ιστορικά μιλώντας. Όπως έχουν δείξει πρόσφατα έργα στην παγκόσμια ιστορία, υπάρχουν σημαντικές, και συχνά δυσδιάκριτες, συνέχειες μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των πρακτικών του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και των συστημάτων της παγκόσμιας διακυβέρνησης που δημιουργήθηκαν ή επεκτάθηκαν κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
Αυτό δεν είναι λιγότερο αληθές στην περίπτωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής εποπτείας και διαχείρισης. Η πρώτη φορά που ένας διεθνής οργανισμός επέβλεψε ένα πρόγραμμα λιτότητας που αποσκοπούσε στο να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ξένων πιστωτών, ήταν ακριβώς η εμπειρία του δημοσιονομικού ελέγχου στην Αίγυπτο, καθώς και σε άλλες «αποικίες χρέους», όπως αυτή, η οποία και παρείχε ένα μοντέλο για τον τρόπο σχεδιασμού ενός τέτοιου προγράμματος.
Την άνοιξη του 1921, η νεαρή Κοινωνία των Εθνών, που εξακολουθούσε να αγωνίζεται για να προσδιορίσει τον οικονομικό της ρόλο, κλήθηκε να βοηθήσει στη διάσωση του ηττημένου και διαμελισμένου Αυστριακού κράτους από τον υπερπληθωρισμό και την οικονομική αστάθεια. Ξεκίνησε αμέσως τις εργασίες για ένα φιλόδοξο διεθνές πρόγραμμα οικονομικής ανασυγκρότησης, κάτι που δεν είχε αποπειραθεί ξανά στο παρελθόν, στην καρδιά της Ευρώπης. Η μόνη πραγματική εμπειρία προέρχονταν από τη διακυβέρνηση εδαφών στο εξωτερικό ή – στην περίπτωση της Ελλάδας κατά τη δεκαετία του 1890 – στην Ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι υπάλληλοι της Συμμαχίας κατά την έναρξη των εργασιών τους στην Αυστρία ήταν να διασφαλιστεί ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να βασιστεί κανείς στο νέο και αδύναμο μετά-Αψβούργων κράτος ώστε αυτό να πραγματοποιήσει τις επώδυνες μεταρρυθμίσεις που θεωρούνταν απαραίτητες για τη σταθεροποίηση του νομίσματός του: μια άμεση παύση της εκτύπωσης χρημάτων και μια βαριά δόση δημοσιονομικής λιτότητας. Με αυτές τις μεταρρυθμίσεις στη θέση τους, το Αυστριακό κράτος θα μπορούσε να αιτηθεί για ξένα δάνεια και σταδιακά να επανεκκινήσει την φυσιολογική οικονομική δραστηριότητα. Αλλά ήταν σαφές ότι δεν θα ήταν δημοφιλείς στον λαό: η Αυστρία είχε ένα από τα ισχυρότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης και μερικά από τα καλύτερα οργανωμένα συνδικάτα του δημόσιου. Η απόλυση χιλιάδων υπαλλήλων, οι περικοπές παροχών, και η αύξηση των φόρων δεν θα χωνεύονταν εύκολα, η εργατική αναταραχή στην βιομηχανία, που φοβόταν ορισμένοι αξιωματούχοι της Συμμαχίας, ήταν αναπόφευκτη.
Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα σύστημα εξωτερικής εποπτείας στη Βιέννη, υπό την ηγεσία κάποιου εκτός Αυστρίας και αποκομμένο από την εθνική πολιτική. Ένας «ουδέτερος» επιθεωρητής, με άλλα λόγια, ο οποίος θα διασφάλιζε ότι το κράτος θα έκανε ό, τι μπορούσε για να σταθεροποιήσει το νόμισμά του – ακόμη και υπό την απειλή μιας εγχώριας πολιτικής αναταραχής. Οι ξένοι πιστωτές ζητούσαν επίσης εξωτερική εποπτεία επί των περιουσιακών στοιχείων που το Αυστριακό κράτος είχε εκχωρήσει ως εξασφάλιση των δανείων του. Χωρίς αυτές τις εγγυήσεις, φοβόνταν οι υπάλληλοι της Συμμαχίας, λίγοι θα έστελναν τα χρήματά τους στην Αυστρία. Προκειμένου να προκριθεί για εξωτερική βοήθεια, το Αυστριακό κράτος συνεπώς έπρεπε να συμφωνήσει σε μια δραματική περικοπή της κυριαρχίας του.
Τα μόνα μοντέλα για αυτού του είδους χρηματοπιστωτικής εποπτείας προήλθαν από τη διοίκηση του δημόσιου χρέους των κρατών και των αποικιών εκτός Ευρώπης, ή στην περιφέρειά της, κατά το δέκατο ένατο και τις αρχές του εικοστού αιώνα: την Αίγυπτο, την Οθωμανική Τουρκία, την Κίνα, τη Δομινικανή Δημοκρατία, την Τυνησία , την Ελλάδα, και ούτω καθεξής. Αυτά τα εξωτερικά επιβλεπόμενα συστήματα ελέγχου έτειναν να τίθενται σε εφαρμογή αφού οι ξένοι δανειστές, φοβούμενοι την απώλεια, πίεζαν τις κυβερνήσεις τους να παρέμβουν διπλωματικά ή ακόμη και να εισβάλουν στον κρατικό οφειλέτη ή αποικία. Τότε θα έπρεπε να επιτευχθεί μια συμφωνία για την παράδοση του ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής του οφειλέτη σε μια ξένη Επιτροπή. Αυτή η επιτροπή θα επέβλεπε τις δημόσιες δαπάνες για να βεβαιωθεί ότι δεν θέτουν σε κίνδυνο την εξυπηρέτηση του χρέους. Μερικές φορές αναλάμβανε τον άμεσο έλεγχο των πηγών των κρατικών εσόδων.
Στις αρχές του 1920, οι τραπεζίτες στη Βρετανία, τις ΗΠΑ, και την Ευρώπη είδαν το πρόβλημα της Αυστριακής χρηματοπιστωτικής αστάθειας λίγο διαφορετικά σε σχέση με αυτές τις περιπτώσεις. Αν επρόκειτο να δοθούν δάνεια, επέμεναν στην δημιουργία ενός συστήματος φορολογικού ελέγχου στη Βιέννη, που ήταν κατ ‘ουσίαν ταυτόσημο με εκείνο της Οθωμανικής Διοίκησης Δημοσίου Χρέους ή την Κινεζική Υπηρεσία Ναυτιλιακών Τελωνείων. Αξιωματούχοι της Συμμαχίας διαμαρτυρήθηκαν. Αυτές οι μορφές διοίκησης δεν θα μπορούσαν να επιστρέψουν πίσω στην “πολιτισμένη” Ευρώπη χωρίς να προκαλέσουν σοβαρό πολιτικό αναβρασμό. Ποτέ πριν δεν είχε επιχειρηθεί καμία παρόμοια κατάργηση της οικονομικής κυριαρχίας ενός λευκού, Ευρωπαϊκού, Χριστιανικού κράτους – με εξαίρεση την Ελλάδα.
Παρ ‘όλα αυτά, οι υπάλληλοι της Συμμαχίας μελέτησαν αυτούς τους μηχανισμούς επιβολής του χρέους και τους χρησιμοποίησαν ως πρότυπα για την Αυστρία. Υπεύθυνος του προγράμματος της Συμμαχίας ήταν ένας ”Γενικός Επίτροπος”, ο οποίος τοποθετήθηκε στη Βιέννη με απόλυτο δικαίωμα άσκησης βέτο επί του Αυστριακού προϋπολογισμού. Μπορούσε να αρνηθεί να διαθέσει εξωτερικά κεφάλαια αν οι μεταρρυθμίσεις λιτότητας που απαιτούσε δεν προχωρούσαν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα. Έδινε λόγο σε μια πολυεθνική Επιτροπή Ελέγχου, και το όλο σύστημα στήθηκε και συντονίζονταν από την Οικονομική Επιτροπή της Συμμαχίας στη Γενεύη. Ο άνθρωπος που είχε επιλεγεί ως Γενικός Επίτροπος ήταν ο δήμαρχος του Ρότερνταμ, Alfred Rudolf Zimmerman, του οποίου οι πιστοποιήσεις περιελάμβαναν την επιτυχή καταστολή της σοσιαλιστικής εξέγερσης το 1918. Γρήγορα έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς, και μισητούς, άνδρες στη Βιέννη.
Οι αξιωματούχοι της Συμμαχίας πήγαν μακριά για να περιγράψουν το σύστημα που είχαν σχεδιάσει για την Αυστρία ως διαφορετικό από εκείνο της Αιγύπτου, της Τουρκίας και της Κίνας. Οι ιδιώτες πιστωτές, σε αυτή την περίπτωση, δεν είχαν αναλάβει άμεσα τον έλεγχο της Αυστριακής δημοσιονομικής πολιτικής. Μια τέτοιου είδους συμφωνία θα ήταν απλά αδιανόητη, επέμεναν, σε ένα μοντέρνο και “πολιτισμένο” Ευρωπαϊκό κράτος. Αντ ‘αυτού, η Κοινωνία των Εθνών θα χρησίμευε ως μεσολαβητής, ή ρυθμιστής, μεταξύ αυτών των πιστωτών και του Αυστριακού κράτους. Αυτό θα μείωνε την ταπείνωση που αντιμετώπιζαν οι Αυστριακοί, ενώ θα απέτρεπε τους ξένους πιστωτές, εάν αντιμετώπιζαν απώλειες, από το να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους να εισβάλουν. Αντί να ζητήσουν κανονιοβολείς, θα μπορούσαν τώρα να υποβάλλουν τις καταγγελίες τους στη Γενεύη.
Ήταν σημαντικό για τους γραφειοκράτες και τους εμπειρογνώμονες, επικεφαλείς της ανασυγκρότησης της Αυστρίας, να τονίσουν ότι ήταν το έργο ενός καθαρά ουδέτερου διεθνούς οργανισμού. Το έκαναν, εν μέρει για να κρύψουν αυτό που ήταν προφανές για τους παρατηρητές: ότι το σύστημά τους για την Αυστρία, πράγματι, μοιράζονταν σημαντικές ομοιότητες με εκείνα που είχαν σχεδιαστεί για τον μη-Ευρωπαϊκό κόσμο. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, για παράδειγμα, η «οθωμανοποίηση» είχε γίνει ένας δημοφιλής υβριστικός όρος στη Γερμανία, καθώς εντείνονταν οι φόβοι που υποστήριζαν ότι μια παρόμοια διοίκηση θα έπρεπε να συσταθεί και στο Βερολίνο. Οι αξιωματούχοι της Συμμαχίας αντιμετώπιζαν συχνά επικρίσεις ότι η εργασία τους στη Βιέννη, αντιπροσώπευε μια δραματική παραβίαση της κυριαρχίας της Αυστρίας, και ακόμη ότι είχαν εκμεταλλευθεί την μεταπολεμική αδυναμία της χώρας ώστε να “εγκαθιδρύσουν μια ξένη τυραννία”.
Αυτό που είχαν φέρει στη Βιέννη δεν ήταν ακριβώς ένας Οθωμανικός ή Κινέζικος τρόπος επίβλεψης του δημοσίου χρέους. Αλλά δεν απείχε και ιδιαίτερα.
Η Κοινωνία των Εθνών θέσπισε παρόμοια προγράμματα οικονομικής ανασυγκρότησης σε πολλά διαφορετικά Κεντρικά και Ανατολικά Ευρωπαϊκά κράτη κατά τα επόμενα έτη. Το Αυστριακό καθεστώς βοήθησε επίσης στην διαμόρφωση του σχεδίου Dawes του 1924. Αν και η χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ευρώπης δεν κράτησε παρά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, το έργο της Συμμαχίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη είχε μια μακρά μετά θάνατον ζωή, παρέχοντας μια σημαντική πηγή εμπειρίας και τεχνογνωσίας για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Οι βαθιές ρίζες των μετέπειτα σχεδίων “διαρθρωτικών προσαρμογών” του ΔΝΤ μπορούν να βρεθούν εδώ, όπως και το πρόσφατο Ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης. Όταν αυτά τα πρόωρα ανακατασκευασμένα σχέδια τέθηκαν αρχικά σε εφαρμογή, υπήρχαν λίγα μοντέλα οικονομικής διακυβέρνησης στα οποία μπορούσαν να βασιστούν οι σχεδιαστές τους. Το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να φέρουν μια μορφή ημι-αποικιακής διοίκησης πίσω στην μητρόπολη – παρά το επικίνδυνο προηγούμενο, ήξεραν ότι αυτή είχε πιθανότητες να οριστεί για την αντιμετώπιση ενός κυρίαρχου Ευρωπαϊκού κράτους.
Πηγή: imperialglobalexeter.com