-Ξουτ, φύγε! Φύγε σου λέω. Πήγαινε πιο εκεί. Όχι! Όχι εμένα, όχι σε εμένα. Μη! Είμαι μικρό ακόμη. Όχι άνθρωπέ μου, όχι εμένα σου λέω…
Βρουουουουμ, βρουουουουουμ… Γκντουπ!
-Τι σου ‘φταιξα δηλαδή; Εμένα διάλεξες; Τόσα κυπαρίσσια είχε το βουνό, εμένα είδες από μακριά και είπες “αυτό, αυτό θα κόψω”; Κι άντε και με έκοψες, τι με χώνεις σε ετούτη την καρότσα του αγροτικού; Πού με πας; Αργούν τα Χριστούγεννα για να με στολίσεις. Άσε που είστε όλοι μεγαλοπιασμένοι, αρχοντοχωριάτες, μου θέλετε έλατο ή αροκάρια να στολίσετε. Σιγά μην ασχοληθείτε στα όμορφά σας με εμάς τα κυπαρίσσια. Για τα νεκροταφεία και για φράχτες μας θέλετε. Τι θα με κάνεις; Τι έχεις στο μυαλό σου; Μη με κάνεις κάνα κοτέτσι και μου στρίψει! Στο λέω, θα αυτοκτονήσω στην υγρασία, θα ανοίξω μόνο μου χαρακιές, θα κρατάω όλο το νερό και στο μήνα πάνω θα ‘χω σαπίσει. Να πέσει το κοτέτσι σου, να πλακώσει τις κότες σου, να ησυχάσω.
Κι αν… κι αν όμως είσαι τίποτα καλλιτέχνης! Α, ωραίο θα είναι αυτό. Ένας ξυλουργός που πιάνει κορμό στα χέρια του και τον παραδίδει αριστούργημα στις εκθέσεις ανά τον κόσμο. Λες να ‘χω τέτοια τύχη; Αχ, τι μου ξημερώνει τότε, τι μέλλον με περιμένει! Guggenheim, Tate Modern, Moma… Ταξίδια, προβολή, ύμνοι… Φωτογραφίσεις, εφημερίδες, περιοδικά και μετά αγορά από κάποιον πλούσιο και μόνιμη θέση σε ένα πανάκριβο σαλόνι πλάι σε έπιπλα από αγριοτριανταφυλλιά…
Βζιιιιιιιιιν, βζιιιιιιιιιιιιν… Γκζζζζςςς!
-Όοοπα, όπα. Σιγά άνθρωπέ μου, οδήγα καλύτερα. Ονειρευόμουνα και καλλιτέχνη τρομάρα μου. Εεεεε, πού με σέρνεις έτσι; Δεν έχεις έναν να σε βοηθήσει να με κατεβάσεις απ’ την καρότσα; Πού με πας; Στάσου λίγο να πάρουμε μιαν ανάσα. Κατευθείαν στην πριονοκορδέλα; Μια στιγμή να το χωνέψω. Για πολλά δε σε βλέπω. Κάνε με τουλάχιστον ένα επιπλάκι για δωμάτιο. Να με βάλουν δίπλα στο κρεβάτι, να έρχονται κορίτσια κι αγόρια να γδύνονται, να φιλιούνται, να σμίγουν, να ξαποσταίνουν κι εμένα οι ρόζοι μου χαζεύοντάς τα.
Ωχ ωχ! Πώς με κόβεις έτσι; Σανίδες με κάνεις; Μη μου πεις κάνα τζάκι, κάνα φούρνο… Δε θα μου το κάνεις αυτό. Θέλω να ζήσω κι άλλο, έχω χρόνια ακόμη σ’ αυτό τον πλανήτη, ε; Σανίδες-σανίδες, ό,τι θες, αλλά όχι στη φωτιά! Φτιάξε με ένα σπιτάκι για σκύλο, βάλε με σε ένα φράχτη, κάτι. Μη γίνω στάχτη μόνο, ε καλέ μου καλλιτέχνη;
Χα! Πρόκες βλέπω. Γιούχου! Ζούμε άρα. Για να δούμε τι έχεις στο μυαλό σου… Πφ! Τι να ‘χεις; Ως εκεί μπορείς, ως εκεί φτάνεις. Παλέτα λοιπόν. Με αρθριτικά θα βγάλω όλη μου τη ζωή. Πάντα φορτωμένο, πάντα στη βρώμα και στην αφάνεια. Σε μάντρες οικοδομικών υλικών και σε σούπερ μάρκετ και σε καράβια φορτηγά. Τι μπασκλασαρία θέε μου είναι αυτή; Πάλι καλά που πέθανε η μάνα μου στην πυρκαγιά πρόπερσι και δε θα με δει σ’ αυτά τα χάλια να ξερνάει ρετσίνι σε όλη της τη ζωή. Ααααχ, έφυγα απ’ τον όμορφο λόφο μου που έβλεπα όλο το Σαρωνικό πιάτο και θα γίνω παλέτα κάτω από ένα τόνο βάρος. Κωλοζωή!
Γκντουπ, νταπ, μπαμ!
-Χαλάρωσε άνθρωπέ μου. Τι βιαζόμαστε; Πάλι στην καρότσα; Πού θα με πας; Έχει κάνας ξάδερφός σου ανάγκη να στοιβάξει πάνω μου τίποτα τσιμεντόλιθους; Κάνας φίλος σου χασάπης να ντανάρει μοσχαρίσια μπούτια; Ρε, που έχω μπλέξει εγώ το λυγερόκορμο! Το ψηλότερο κυπαρίσσι της Σαλαμίνας θα γινόμουν. Αρρώστια δε μ’ είχε βρει εμένα ποτέ, ο αέρα δε μ’ έπιανε, οι ρίζες μου στον πυρήνα της γης θα φτάνανε. Αλλά… αλλά ήρθες εσύ κοψοχέρη και μ’ αφαλόκοψες. Άντε να τελειώνουμε να δω που θα καταλήξω.
Μπα; Παραλία βλέπω, θάλασσα βλέπω. Λες τίποτα καναπεδάρα σε κάνα μπιτσόμπαρο; Με μαξιλαράκι από πάνω και μαγιουδάκια αλατισμένων κορμιών; Αλλά πού; Μπιτσόμπαρο στη Σαλαμίνα και τέλος Σεπτέμβρη; Ανέκδοτο. Κι ετούτοι οι αστραποκαμένοι με τις σάρισες στα χέρια και τις περικεφαλαίες τι κάνουν εδώ; Πες καμιά μαλακία να ζει ο μεγα-Αλέξανδρος ακόμη, να δικαιωθεί η αδερφή του η μισοτσιπούρα, να δικαιωθούν και οι αρχαιολόγοι που τουφεκάνε στο βρόντο τόσα χρόνια ανοίγοντας τάφους περυσινούς για μακεδονικούς. Αλλά πάλι κάτι δε μου κολλάει. Οι σημαίες. Ναι βέβαια, οι σημαίες είναι τρεις λαλούν και δυο χορεύουν. Σε τι εκδήλωση μπορεί να συνυπάρχει η Κούβα, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Ρωσία; Και γιατί τις κρατάνε Καραγκούνες; Θα μου πεις θα ‘ταν καλύτερα να τις κρατάνε τα κορίτσια με τους λευκούς χιτώνες; Όχι. Κι έτσι του ψυχιατρείου κι αλλιώς του ιδρύματος.
Πού μ’ έφερες άνθρωπέ μου; Σε γιορτή με αψέντι; Δεν μπορεί όλα αυτά να έχουν στηθεί χωρίς καμιά επήρεια; Οοοπ, στην άμμο με άφησες; Πάρτι με ραδιάκι φορητό; Α, έχει κι άλλες παλέτες εδώ. Γεια σας παιδιάαα! Τι νέα; Πώς τα περνάμε; Γιατί μας στήσανε σαν τρενάκι; Forminx θα χορέψουμε; Κι εγώ μπροστά-μπροστά; Μηχανοδηγός; Όχι, άκυρο όπως το βλέπω. Μας σκεπάζουν. Με χαλί; Πλάκα κάνουν έτσι; Με κόκκινο χαλί ως το κύμα; Εντάξει, το βρήκα! Χολλυγουντιανή τρέλα είναι. Σε τελετή Όσκαρ είμαστε κι η απονομή θα γίνει στον αφρό. Τι πέθανες ρε μάνα; Τι σε έκαψε ο στρατηγός άνεμος; Πού είσαι να καμαρώσεις το παιδί σου να πατάει πάνω του με τις louboutin της η Μαριόν Κοτιγιάρ;
Ωχ, ωχ, ωχ… Τι δουλειά έχει αυτός εδώ; Τι δουλειά έχει στα Όσκαρ αυτός; Δυόμιση διαφημίσεις γύρισε, έτσι τους βραβεύουν τώρα; Και γιατί προσκυνάει τη θάλασσα; Μάνα, κάτσε εκεί που είσαι. Έρχομαι σύντομα. Αυταναφλέγομαι