Κυρ Παντελής.
“Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή, έχεις κατάστημα κάπου στη γη.
Πουλάς εμπόρευμα, βγάζεις λεφτά/
πολλά λεφτά, πολλά λεφτά.
Τις Κυριακές πρωί στην εκκλησιά σταυροκοπιέσαι στην Παναγιά.
Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή,
έχεις και σύζυγο, κόρη, παιδί,
μοντέρνα έπιπλα, έγχρωμη TV,
τρως τροφή πνευματική.
Μακριά από κόμματα μην βρεις μπελά, “Πατρίς, θρησκεία και φαμελιά”.
Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή, τι κι αν πεθαίνουνε πάνω στη γη
χιλιάδες άνθρωποι χωρίς ψωμί,
μαύροι, λευκοί ή κίτρινοι;
Ο γιος σου μοναχά να ’ναι καλά, ν’ αφήσεις τ’ όνομα και τον παρά.
Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή, σκεύρωσες, σάπισες στο μαγαζί. Τη νιότη ξόδεψες και την ορμή/
για τη δραχμή, για το πετσί.
Δίπλα σου τ’ όνειρο, η ζωή και το φως, μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός.
Ξέρεις πως δώσανε, κυρ Παντελή, άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή/
να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί, να φας κι εσύ, κυρ Παντελή;
Κι εσύ τι έδωσες, κυρ Παντελή;
Πες μας τι έκανες σ’ αυτή τη γη;
Πες μας τι άφησες κληρονομιά
που να εμπνέει τη νέα γενιά;
Έντιμε άνθρωπε, κυρ Παντελή, έντρομε, άβουλε, συ φασουλή, βρώμισες τ’ όνειρο και την ψυχή/
άδειο πετσί, χωρίς πνοή.
Έντιμοι άνθρωποι, νέα γενιά, θάψτε τους έντιμους μες στα σπαρτά,
κι αυτούς που φτιάξανε τον Παντελή σκουλήκι άχρηστο σ’ αυτή τη γη.”