Η δημιουργία hotspots στην Ελλάδα, είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα της τακτικής που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε όλους τους τομείς άσκησης της πολιτικής της: να κρύβει πίσω από μια αριστερίζουσα φρασεολογία την πρόσδεσή της στις πιο σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ε.Ε. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που παρουσιάζει την εξουθενωτική λιτότητα στα λαϊκά στρώματα ως μέσο για την ανάκαμψη της οικονομίας, ή την εξοντωτική εξίσωση προς τα κάτω όλων των μισθωτών και των συνταξιούχων ως «κοινωνική δικαιοσύνη», η κυβέρνηση, πίσω από τα ανέξοδα λόγια συμπάθειας για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, επανέρχεται στην πεπατημένη της στήριξης των πολιτικών της Ευρώπης-Φρούριο.
Αυτό που στην πραγματικότητα επιχειρείται σήμερα από τα στελέχη της, δεν είναι άλλο από μια προσπάθεια επικοινωνιακής διαχείρισης των υλοποιούμενων ευρωπαϊκών πολιτικών αποτροπής των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών: πέρα από τη δημιουργία κάποιων ανεπαρκών δομών στέγασης για έναν μικρό αριθμό προσφύγων (που υποστηρίχθηκαν και συνεχίζουν να υποστηρίζονται κυρίως από αλληλέγγυους/ες κι όχι από τον κρατικό μηχανισμό), η κυβέρνηση, εγκαταλείποντας πλέον και τα ιδεολογικά «βαρίδια» των πρώτων μηνών της, δεν έχει να επιδείξει παρά μία ταχύτατη προσαρμογή στον ευρωπαϊκό «ρεαλισμό» των επαναπροωθήσεων και της καταστολής, διαμέσου της πρόθυμης συνεργασίας της με τις νεοφιλελεύθερες ηγεσίες της Ε.Ε. και της ενίσχυσης του ρόλου και των δυνάμεων της FRONTEX στα ελληνικά σύνορα.
Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση αξιοποιεί μια ρητορική αλληλεγγύης και συμπόνιας ως εσωτερικό αριστερό άλλοθι της, στις ακτές του Αιγαίου συνεχίζουν καθημερινά να ξεβράζονται πτώματα, ιδίως μικρών παιδιών. Γεγονός που αποδεικνύει ότι, με τη συναίνεση και της ελληνικής πλευράς, οι αιτίες που αναγκάζουν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες να επιχειρούν τα ταξίδια τους προς την Ευρώπη κάτω από συνθήκες ακραίας επικινδυνότητας, διατηρούνται στο ακέραιο. Άλλωστε, η σημερινή κυβέρνηση, παρότι καταδικάζει τα τείχη αποτροπής που κατασκευάζουν χώρες όπως η Ουγγαρία, δεν έθεσε ποτέ υπό αμφισβήτηση το τείχος που κατασκεύασαν οι προκάτοχοι της στο Έβρο. Μία δηλαδή από τις κύριες αιτίες που υποχρεώνουν τους περισσότερους πρόσφυγες να επιλέγουν τις θαλάσσιες οδούς, αυξάνοντας την επικινδυνότητα των ταξιδιών τους και ανακατευθύνοντας το σύνολο των προσφυγικών ροών προς τα νησιά, με αποτέλεσμα αυτά να επιβαρύνονται δυσανάλογα.
Έχει γίνει απολύτως ξεκάθαρο ότι ο κυρίαρχος προσανατολισμός της Ε.Ε. είναι να διατηρήσει τη μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων σε γιγαντιαία στρατόπεδα χωρών εκτός Ευρώπης, όπως η Τουρκία και η Ιορδανία, κάτω από συνθήκες που δεν πληρούν στοιχειώδεις εγγυήσεις ασφάλειας, αμερόληπτης δημοκρατικής αντιμετώπισης και αξιοπρεπούς διαβίωσης. Παραβλέποντας, βεβαίως, ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι θύματα των περιφερειακών πολέμων και της ακραίας φτώχειας που σε πολύ μεγάλο βαθμό πυροδότησαν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η βίαιη επιβολή της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας της Δύσης.
Η δημιουργία των hotspots στην Ελλάδα και στην Ιταλία, στις κύριες δηλαδή πύλες εισόδου προσφύγων και μεταναστών από τη Συρία, το Κουρδιστάν, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, θα οξύνει στο έπακρο τα προβλήματα. Στα hotspots θα γίνεται η πρώτη και κρίσιμη διαλογή των «επιλέξιμων» για μετεγκατάσταση στις χώρες της Ε.Ε., με σαφώς κοινωνικά-ταξικά κριτήρια, καθώς πολλά κράτη έχουν συνδέσει την αποδοχή των προσφύγων με προϋποθέσεις επαγγελματικών δεξιοτήτων, μορφωτικού επιπέδου, ακόμη και θρησκεύματος.
Όπως ήδη διευκρίνισαν τόσο ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γ. Μουζάλας όσο και ο Επίτροπος Δ. Αβραμόπουλος, όσοι από τους αιτούντες άσυλο στα σημεία εισόδου δεν θα χαρακτηρίζονται ως πρόσφυγες ή επιλέξιμοι (δηλαδή οι περισσότεροι), θα απελαύνονται. Αυτό, στην πράξη, σημαίνει την ανασύσταση των Κέντρων Κράτησης Μεταναστών σε μαζικό επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η διάκριση μεταξύ προσφύγων και μεταναστών είναι εντελώς αυθαίρετη καθώς δεν συνυπολογίζει πλήθος από κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά δεδομένα. Σημαίνει, επίσης, ότι η Ελλάδα θα αναλάβει να κάνει τη «βρώμικη δουλειά», ώστε οι πρόσφυγες και οι μετανάστες να μην μπορούν να φθάσουν στους ευρωπαϊκούς προορισμούς τους. Με λίγα λόγια, η χώρα μας θα αναλάβει το ρόλο του χωροφύλακα για λογαριασμό της Ε.Ε. και μάλιστα υπό καθεστώς αυξημένων δικαιοδοσιών της FRONTEX, με αρμοδιότητες για τη φύλαξη των συνόρων που θα υπερβαίνουν αυτές της εγχώριας διοίκησης, στοιχείο που εισάγει έναν ακόμη σοβαρό περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας εντός της επικράτειας της.
Η δημιουργία των hotspots όχι μόνο δεν θα μειώσει τον αριθμό των πνιγμών στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο, αλλά θα τον πολλαπλασιάσει, δεδομένου ότι όσοι δεν θα αισθάνονται επαρκώς «επιλέξιμοι», θα επιχειρούν όλο και πιο επικίνδυνα ταξίδια προς την Ευρώπη. Γιατί κανένα μέτρο καταστολής δεν μπορεί να ανακόψει την προσπάθεια διαφυγής των απελπισμένων από την ανείπωτη φρίκη των πολέμων και των συνεπειών τους. Παράλληλα, η πρόσφατη απόφαση της Ε.Ε. που επιτρέπει την άσκηση στρατιωτικής βίας στη θάλασσα για την αναχαίτιση και τη σύλληψη πλοίων που διακινούν πρόσφυγες και μετανάστες, θα κάνει τους τελευταίους όχι μόνο πιο ευάλωτους στις απαιτήσεις των δικτύων διακίνησης, αλλά και θα αυξήσει τον κίνδυνο αυθαιρεσίας και πολύνεκρων ναυαγίων.
Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες ότι το συνολικό πρόβλημα της προσφυγιάς και της μετανάστευσης μπορεί να λυθεί όσο συνεχίζουν να υπάρχουν οι συνθήκες που το αναπαράγουν. Είναι επίσης σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση χωρίς ένα ισχυρό διεθνές και ευρωπαϊκό αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό κίνημα, χωρίς την απαίτηση για κατάργηση της Ευρώπης – Φρούριο, ενός δομικού στοιχείου στη συγκρότηση της Ε.Ε.
Μέχρι τότε, όμως, μία ουσιαστική πολιτική αλληλεγγύης στους μετανάστες και τους πρόσφυγες θα προϋπέθετε σύγκρουση με τη βασική κατεύθυνση της Ε.Ε. για δημιουργία ειδικών προσφυγικών ζωνών εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων, άρνηση αποδοχής των hotspots στην Ελλάδα, καθιέρωση ασφαλών λωρίδων διέλευσης για τους αιτούντες άσυλο, άρνηση συναίνεσης στην άσκηση βίας σε πλοιάρια που μεταφέρουν πρόσφυγες και μετανάστες, περιορισμό της FRONTEX, σταθερή απαίτηση για κατάργηση των Κανονισμών του Δουβλίνου και καταμερισμό των προσφύγων στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, δημιουργία ανοιχτών κέντρων πρώτης υποδοχής και φιλοξενίας, με προσανατολισμό των αναλογούντων ευρωπαϊκών πόρων στην ενίσχυση και διευκόλυνση των προσφύγων και όχι σε έργα συντήρησης και ενδυνάμωσης της καταστολής.