Το νερό για άλλη μια φορά βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας.
Παγκοσμίως η αξία της αγοράς του νερού (δεν περιλαμβάνεται η βιομηχανία εμφιαλωμένου νερού) υπολογίζεται στα 360 δισεκατομμύρια δολάρια με ετήσια αύξηση κέρδους κατά 4 με 5 τοις εκατό. Παρόλα αυτά μόνο το 12% της ύδρευσης σε παγκόσμια κλίμακα ανήκει σε ιδιωτικά χέρια.
Το 90% των 400 μεγαλύτερων πόλεων στον πλανήτη εξακολουθεί να έχει δημόσιο δίκτυο ύδρευσης ενώ οι 5 μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, Veolia, Suez, Agbar, RWE και Saur που το 2001 κατείχαν το 71% της παγκόσμιας αγοράς, σήμερα κατέχουν μόνο το 34%. Ο λόγος είναι ότι η αγορά έχει πλέον κατακερματισθεί σε πολλές μικρότερες εταιρείες -κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες- που διεκδικούν το δικό τους μερίδιο αλλά και το ότι το κόστος των επενδύσεων που απαιτούνται στην ύδρευση είναι τεράστιο και συχνά δεν εγγυώνται στις εταιρείες ανάλογο κέρδος.
Από τη δεκαετία του 90 και έπειτα υπήρξε μια τεράστια πίεση από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να ιδιωτικοποιηθούν οι κρατικές εταιρείες ύδρευσης. Το κύριο επιχείρημα είναι πως το κράτος καθυστερεί πολύ να προσφέρει τις απαραίτητες υπηρεσίες οι οποίες συχνά είναι αναποτελεσματικές και διεφθαρμένες. Κάτι το οποίο ισχύει για πολλές χώρες στον πλανήτη αλλά δεν σημαίνει πως οι ιδιωτικές εταιρείες δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια θέματα διαφθοράς και αναποτελεσματικότητας- ιδίως όταν οι αποκρατικοποιήσεις γίνονται βιαστικά και χωρίς ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη από το κράτος.
Στον πλανήτη σήμερα 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό.
Η βιομηχανοποίηση, η αστικοποίηση και η αύξηση του πληθυσμού, η γεωργία, οι ενεργειακές ανάγκες (για παράδειγμα το 8% των υπόγειων υδάτων χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρισμού), η κλιματική αλλαγή και η υπερβολική άντληση των υπόγειων πηγών, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε κρίση νερού. Η γεωργία είναι ίσως ο μεγαλύτερος παράγοντας σπατάλης καθώς το 70% του γλυκού νερού στον πλανήτη χρησιμοποιείται στην άρδευση. Ο αριθμός των ανθρώπων που θα ζουν στα αστικά κέντρα το 2050 θα αγγίξει τα 7 δις, κάτι που σημαίνει επιπλέον ενεργειακές ανάγκες και επομένως ακόμα μεγαλύτερη σπατάλη νερού και μόλυνση.
Στην Αφρική πάνω από 200 εκ. άνθρωποι ζουν σε παραγκουπόλεις και από το συνολικό πληθυσμό της ηπείρου (1,110 δισεκατομμύρια άνθρωποι) μόνο το 60% έχει τρεχούμενο νερό αν και η ποιότητα του είναι αμφιλεγόμενη.
Όταν οι κυβερνήσεις αφρικάνικών χωρών κατέφυγαν σε δανεισμό, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα επέβαλλε την ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης ως όρο για παροχή δανείων. Οι περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις δεν έγιναν διότι κανένας επενδυτής δεν διακινδύνευε να αγοράσει τα δημόσια δίκτυα, δεδομένου του τεράστιου ποσού επενδύσεων που απαιτούνταν και της πολύ μικρής εγγύησης ότι οι ιδιωτικές εταιρείες θα έβγαζαν κέρδος.
Εντούτοις 16 χώρες –η Μπουρκίνα Φάσο, το Πράσινο Ακρωτήριο, η Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, το Τσαντ, το Καμερούν, η Ακτή Ελεφαντοστού, η Γκαμπόν, η Γκινέα, η Κένυα το Μάλι, η Μοζαμβίκη, ο Νίγηρας, το Κονγκό, η Σενεγάλη, η Ουγκάντα και η Ν. Αφρική- είχαν μέχρι το 2001 ιδιωτικοποιήσει τα δίκτυα τους, τα οποία αγόρασαν κυρίως γαλλικές πολυεθνικές.
Από την Αφρική ως την Αυστραλία
Το 2003 η Τανζανία μια χώρα με τεράστια χρέη, υποχρεώθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ να ιδιωτικοποιήσει άμεσα το απαρχαιωμένο και αναποτελεσματικό της δημόσιο δίκτυο ύδρευσης ως αντάλλαγμα αναπτυξιακής βοήθειας με τη μορφή δανείων. Οι πρώτες προσπάθειες απέτυχαν λόγω των απεργιών και των διαμαρτυριών που οργανώθηκαν στην πρωτεύουσα Dar Es Salaam.
Καθώς κανείς δεν ήθελε να επενδύσει στην αγορά της Τανζανίας και το ΔΝΤ ασκούσε όλο και μεγαλύτερες πιέσεις, η χώρα προχώρησε σε μια πρόχειρη και γρήγορη διαδικασία, πουλώντας σε τιμή κόστους το δημόσιο δίκτυο στην βρετανική Biwater (η Βρετανία είναι μία από τις χώρες που δίνουν στην Τανζανία τεράστια ποσά για αναπτυξιακά έργα). Η Biwater είχε την υποχρέωση να επενδύσει στο δημόσιο δίκτυο ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα και η ΕΕ θα συμμετείχαν στην χρηματοδότηση των σχεδίων αυτών. Η κυβέρνηση της Τανζανίας συμμετείχε στην χρηματοδότηση των έργων της εταιρείας με δάνεια που της έδωσε το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα για τον σκοπό αυτό.
Μέσα σε ένα χρόνο από την ιδιωτικοποίηση του δικτύου, οι καταναλωτές είδαν τους λογαριασμούς του νερού να τριπλασιάζονται ενω οι πιο φτωχοί αποσυνδέθηκαν από το δίκτυο ύδρευσης. Στην ουσία το 98% του δικτύου εξυπηρετούσε τους ελάχιστους πλούσιους, αφήνοντας εκατομμύρια φτωχούς χωρίς νερό. Η εταιρεία δεν έκανε καμία επένδυση στο δίκτυο όπως όριζε η συμφωνία και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι της έδωσε ψεύτικα στοιχεία κατά την αγορά και πως τελικά η επένδυση ήταν ασύμφορη. Καθώς η κατάσταση επιδεινωνόταν συνεχώς, η κυβέρνηση της Τανζανίας κρατικοποίησε ξανά το δίκτυο ύδρευσης και έδιωξε την Biwater από την χώρα.
Η Biwater οδήγησε την Τανζανία στα δικαστήρια αλλά έχασε τη το 2008 και υποχρεώθηκε να καταβάλει στην κυβέρνηση 3 εκ. λίρες ως αποζημίωση.
Στη Νότια Αφρική η ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης είχε ως αποτέλεσμα μια από τις χειρότερες επιδημίες χολέρας στις φτωχές συνοικίες του Γιοχάνεσμπουργκ το 2000-2002. Την ύδρευση του Γιοχάνεσμπουργκ είχε αναλάβει θυγατρική της Suez Lyonnaise des Eaux, Η επιδημία ξεκίνησε όταν οι φτωχότεροι κάτοικοι των παραγκοπουπόλεων αποσυνδέθηκαν από το ιδιωτικό δίκτυο ύδρευσης επειδή αδυνατούσαν να πληρώσουν τους αυξημένους λογαριασμούς. Χωρίς ασφαλές αποχετευτικό σύστημα και χωρίς πρόσβαση σε καθαρό νερό, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να πίνουν νερό από τα μολυσμένα ποτάμια της περιοχής. Η επιδημία χολέρας είχε ως αποτέλεσμα να αρρωστήσουν περισσότερα από 100,000 άτομα και τουλάχιστον 100 να χάσουν την ζωή τους. Η κυβέρνηση αντέδρασε δυναμικά και υποχρέωσε τις ιδιωτικές εταιρείες να παρέχουν τουλάχιστον 25 λίτρα νερό σε κάθε κάτοικο καθημερινά κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Αν και οι εταιρείες διαμαρτυρήθηκαν έντονα συμμορφώθηκαν με την απόφαση αλλά εξακολούθησαν να αποσυνδέουν το νερό σε όσους δεν είχαν να πληρώσουν.
Η κυβέρνηση της Αργεντινής το 1993 πούλησε το δημόσιο δίκτυο ύδρευσης σε θυγατρική της Suez Lyonnaise des Eaux, μια ιδιωτικοποίηση που η Παγκόσμια Τράπεζα είχε χαρακτηρίσει ως “πολλά υποσχόμενη”. Η εταιρεία όμως δεν έκανε καμία επένδυση στο δίκτυο ύδρευσης ενω υπήρξαν πολλές καταγγελίες για διαφθορά και κατασπατάληση πόρων. Οι τιμές διπλασιάστηκαν, η ποιότητα του νερού χειροτέρεψε και η εταιρεία το 2005 αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Αργεντινή καθώς οι κάτοικοι αδυνατούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους.
Στις αρχές της δεκαετίας του 90 η κυβέρνηση της Αυστραλίας αρχίζει σταδιακά να ιδιωτικοποιεί το δίκτυο ύδρευσης στο Σίδνεϊ, υπογράφοντας συμβόλαια με την γαλλική Lyonnaise des Eaux και την αυστραλέζικη Lend Lease που αναλαμβάνουν την επεξεργασία του πόσιμου νερού. Σύμφωνα με τα συμβόλαια οι εταιρείες δεν ήταν υποχρεωμένες να παρέχουν την απαραίτητη τεχνολογία που θα φίλτραρε το νερό για γιαρδίαση και κρυπτοσπορίδια. Τον Ιούλιο του 1998 το πόσιμο νερό του Σίδνεϊ βρέθηκε να περιέχει υψηλές ποσότητες και από τα δύο παράσιτα, τα οποία σε ανοσοκατεσταλμένους οργανισμούς μπορούν να επιφέρουν μέχρι και θάνατο.
Φυσικά οι περιπτώσεις στις οποίες η ιδιωτικοποίηση του νερού απέτυχε μερικώς ή ολικώς δεν περιορίζονται στα τέσσερα παραδείγματα που αναφέραμε παραπάνω. Αρκετές φορές οι ιδιωτικοί επενδυτές έχουν κατηγορηθεί για έλλειψη επενδύσεων στις υποδομές και για επιβολή άδικων αυξήσεων ενώ παράλληλα λαμβάνουν κρατικές επιχορηγήσεις. Από τα λύματα που μόλυναν το νερό του ποταμού San Joaquin στην Καλιφόρνια, μέχρι την πόλη Λίμπερτυ στο Μισούρι, όπου το νερό του οποίου την επεξεργασία είχε αναλάβει ιδιωτική εταιρεία μολύνθηκε με χημικά, οι καταγγελίες πληθαίνουν. Στο Νιου Τζέρσι η ιδιωτική κοινοπραξία United Waters έφτασε στο σημείο να κινηθεί νομικά εναντίον της πολιτείας αρνούμενη να συμμορφωθεί με την νομοθεσία που απαιτούσε να ανακοινώνονται δημόσια οι αυξήσεις στην τιμή του νερού και να δημοσιεύονται τα αποτελέσματα των ελέγχων.
Για αυτό το λόγο άλλωστε και τα κινήματα πολιτών που αντιτίθενται στην ιδιωτικοποίηση του δημόσιου δικτύου ύδρευσης εξαπλώνονται ενώ υπάρχει μια γενική τάση αποκρατικοποίησης του δημόσιου δικτύου. Αυτό συνέβη για παράδειγμα στο Παρίσι όπου το 2008, ο δήμος αποφάσισε να λήξει τα συμβόλαια με τις ιδιωτικές εταιρείες Suez και Veolia, οι οποίες κατείχαν το δίκτυο απο το 1985. Το αποτέλεσμα ήταν μέχρι το 2010 η δημοτική αρχή να εξοικονομήσει 35 εκατομμύρια ευρώ και να μειώσει τους λογαριασμούς κατά 8 τοις εκατό.
Μένει να δούμε τι θα γίνει στη χώρα μας…