Όσο πιο τοπ κλας θέρετρο μπορεί να φανταστεί κανείς στην Ελβετία, παραθερίζουν σε αυτό ο Μάικλ Κέιν και ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, δυο ογδοντάρηδες φίλοι, πολύ σημαντικοί καλλιτέχνες και οι δύο στο πεδίο τους, συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας ο πρώτος, σκηνοθέτης του κινηματογράφου ο δεύτερος, με μια σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Ο συνθέτης θεωρεί πως έχει ολοκληρώσει ό,τι είχε να δώσει, αρνείται πεισματικά να διευθύνει ξανά, αρνείται πεισματικά να γράψει τα απομνημονεύματά του, με την απώλεια της γυναίκας του από τη ζωή του έχει βουτηχτεί στην απάθεια. Ο σκηνοθέτης, αντίθετα, δουλεύει με τους συνεργάτες του το τελευταίο σχέδιο ενός σεναρίου για μια ταινία που, όπως λέει θα είναι η καλλιτεχνική του διαθήκη, το επιστέγασμα όλων όσων έχει κάνει, το έργο που πάντα ονειρευόταν.
Και δίπλα σε αυτούς τους δύο βετεράνους, ο Πολ Ντέινο, ένας ακόμη καλλιτέχνης που έχει ξεχωρίσει, μόνο που αυτός βρίσκεται ακόμα ηλικιακά στη μέση της διαδρομής. Λέει με παράπονο πως όλοι τον θυμούνται για το ρόλο του σε ένα μπλοκμπάστερ που έπαιζε το ρομπότ, ενώ έχει πρωταγωνιστήσει σε ένα σωρό άλλες σημαντικές ταινίες. Η βασική προβληματική της «Τέλειας Ομορφιάς» ονοματίζεται φάτσα κάρτα από την πρώτη στιγμή και στη «Νιότη»: η αντιδιαστολή ελαφρότητας και βάρους, επιφάνειας και βάθους. Και τον Κέιν τον θυμούνται όλοι για κάποια τραγούδια που έχει γράψει, τα οποία είναι πρώτης τάξης μεν, αλλά δεν έχουν το βάθος και την πολυπλοκότητα του υπόλοιπου έργου του.
Στην «Τέλεια Ομορφιά» όμως ο Τόνι Σερβίλο ήταν ένας άνθρωπος με βάθος και ποιότητα που προτίμησε να ζήσει μια ζωή στην επιφάνεια και την ελαφρότητα, ένας μυθιστοριογράφος που προτίμησε να ζήσει ως κοσμική φιγούρα. Αντίθετα στη «Νιότη» έχουμε ανθρώπους που δεν χαραμίστηκαν και ακολούθησαν την κλίση τους ως το τέλος. Μολονότι η «Νιότη» ακολουθεί το αισθητικό και δραματουργικό στυλ της «Ομορφιάς», δεν φτάνει σε καμία περίπτωση εκεί που εκείνη έφτασε. Είναι δε αρκετά ειρωνικό ότι έχει σκηνές που, ενώ προορίζονταν για βαθιές, είναι εν τέλει επιφανειακές. Όταν π.χ. η Ρέιτσελ Βάις που υποδύεται την κόρη του Κέιν, αρχίζει ένα μελοδραματικό λογύδριο για το πόσο κακός πατέρας και σύζυγος ήταν αυτός, πόσο εγωκεντρικός, πόσο επικεντρωμένος μόνο στη μουσική του και την καριέρα του και φυσικά πόσο εντελώς άπιστος, ούτε το περιεχόμενο των όσων λέει έχει καμία πρωτοτυπία, ούτε η μάλλον ξεκάρφωτη σκηνή δένει οργανικά με το σώμα της ταινίας που έχει προηγηθεί για να έχουν τα λόγια της κάποια επίδραση, θυμίζοντας περισσότερο ξέσπασμα σαπουνόπερας.
Μιλώντας για σαπουνόπερες, σε μια παλιότερη ιταλική ταινία, το «Caro Diario» του Μορέτι, ο φιλόσοφος που έβλεπε «Τόλμη και Γοητεία», έβλεπε προφανώς ένα τηλεοπτικό θέαμα το οποίο ήταν ο ορισμός της έλλειψης οποιουδήποτε βάθους. Στη «Νιότη» όμως, όταν η Τζέιν Φόντα (που παρεμπιπτόντως ενώ προσπαθεί να μεταδώσει τα έντονα συναισθήματα του χαρακτήρα της, είναι μόνο τα μάτια της και η φωνή της που τα μεταδίδουν, καθώς η άκαμπτη μάσκα που έχει καλύψει το πρόσωπό της για να μην φαίνεται γριά είναι μάλλον το αντίστοιχο του Ρομπότ κάτω από το οποίο έπαιζε ο ήρωας του Πολ Ντέινο) κάνει τη σύγκριση σινεμά και τηλεόρασης, λέει ότι η τηλεόραση είναι το αύριο, ή μάλλον είναι και το σήμερα. Και δεν ξέρω πόσο συμμερίζεται αυτή την άποψη ο Σορεντίνο ή πόσο απέναντί της είναι, πάντως αφού η Φόντα μιλάει ρητά για σειρά που θα γυριστεί στο Νέο Μεξικό, μπορούμε να πούμε ότι σειρές σαν το “Breaking Bad” και το “Βetter Call Saul” ξεκινούν από ένα έδαφος κατ’ αρχάς πολύ πιο ποπ, για να κάνουν την αντίστροφη πορεία από την επιφάνεια προς το αληθινό βάθος και την αληθινή εξερεύνηση χαρακτήρων, χαρακτήρων που εκ των πραγμάτων εξελίσσονται στο βάθος των χρόνων, θυμίζοντας με τις αντιφάσεις τους και τις αποχρώσεις τους αληθινούς ανθρώπους. Η «Νιότη» από την άλλη έχει για πρωταγωνιστές ήρωες εξ ορισμού βαρείς και πραγματεύεται σε ένα υπέροχα επιφανειακό περιβάλλον εξωτερικού λούστρου μερικά βαθιά ζητήματα με τρόπο μεγαλόστομο και αποφθεγματικό. Η «Τέλεια Ομορφιά» επικεντρωμένη σε έναν και μόνο ήρωα, όσο κι αν κι αυτή δεν είχε κάποια σφιχτή υπόθεση, σε ταξίδευε μαζί με τον ήρωά της. Στην Ομορφιά υπήρχε αυτή η ρέουσα αίσθηση που εδώ απουσιάζει. Η Ομορφιά ήταν αισθητικά συμπαγής, στη «Νιότη» τα επιμέρους υλικά δεν έχουν δέσει.
Αλλά όσο ανισοβαρής κι αν είναι, όσο κι αν λίγες μόνον στιγμές κατορθώνει να σε εμπλέξει συναισθηματικά, όσο με αμφίθυμα συναισθήματα κι αν τελικά σε αφήνει, είναι μια ταινία αναμφισβήτητης ομορφιάς ακόμη και εντελώς ατελούς. Ας κρατήσουμε τρεις σκηνές της: • ο λόφος που αίφνης εμφανίζονται όλες οι ηρωίδες των ταινιών του σκηνοθέτη, ένας λόφος που γεμίζει κινηματογραφικές εικόνες μιας ζωής. • μια πλαγιά που ο συνθέτης αρχίζει να διευθύνει μουσική στα γελάδια που μουγκανίζουν και στα κουδούνια που χτυπούν • όλοι μαζί οι συνεργάτες του σκηνοθέτη ξαπλωμένοι σε κύκλο, σαν σε κοινό κεφάλι φτιάχνουν το σενάριο, ένα συλλογικό υποκείμενο ονειρεύεται εκδοχές μιας ταινίας, η ταινία ως κάτι εύπλαστο που μπορεί να πάει εδώ ή εκεί, η ταινία ως προϊόν συλλογικού ονείρου.
elculture.gr