Εγώ λέω η επόμενη σύσκεψη κορυφής να γίνει στην Κάλυμνο, στη Χίο ή στη Μυτιλήνη. Λέω να κοιμηθουν όλοι αυτοί σε ξενοδοχεία των ανατολικών ακτών των νησιών. Λέω ν ακούσουν τον πόνο, ν’ αφουγκραστούν το κύμα, τις φωνές, τα κλάματα.
Να δουν από κοντά πώς είναι, η θάλασσα που βρέχει τα πόδια σου, να μεταφέρει ψυχές νεκρές σ’ ένα σύγχρονο ιδιότυπο Αχέροντα.
Ν’ ακούσουν τους ψαράδες, τους ηλικιωμένους, τους αλληλέγγυους να τους λένε ιστορίες.
Να δώσουν εσώρουχα και κάλτσες σε κάποιον δύσμοιρο που ξέβρασαν τα παγωμένα κύματα κι έχει τα άκρα του ξυλιασμένα από το κρύο.
Να νιώσουν πώς είναι να επιλέγεις ποιον θα σώσεις, καταλήγοντας πάντα στον νεότερο, λες κι η ζωή μας είναι μια κλίμακα αμαρτίας όπου αυτός που έζησε λιγότερο είναι κατά τεκμήριο πιο αθώος κι ο άλλος – ο έχων ανέλθει πολλά σκαλοπάτια σ’ αυτή την κλίμακα – αξιούται να αποθάνει.
Κοιτάζοντας τον χάρτη μας, βλέπεις τη χώρα να σηκώνει στη καμπούρα της όλο το ευρωπαϊκό βάρος, με το βλέμμα της στραμμένο ανατολικά, λες και είναι καταδικασμενη γεωδυναμικά να ρέπει προς τα ‘κει.
Δεν μπορεί να αποφύγει τίποτα, αυτό που μπορεί να κάνει είναι να διευκολύνει τη μετάβαση.
Φέτος τις γιορτές λέω να τις περάσω εκεί, θέλω αν αύριο με ρωτούν τα παιδιά μου, τι έκανα όταν εκατομμύρια δυστυχισμένων πνίγονταν στ’ανοικτά, να παρουσιάσω κάτι περισσότερο από διαδικτυακά δάκρυα και ψηφιακό πόνο.