Στις τόσο περισπούδαστες και σπουδαιοφανείς αναλύσεις μου, έχω παραλείψει να σας συστήσω την προγιαγιά μου, το Ζαμπιώ. Βλέπεις, οι γυναίκες στην Κρήτη διατηρούσαν ακόμη τότε, σε όποια ηλικία κι αν έφταναν, μια κοριτσίστικη «ουδετερότητα». Παρέμεναν για πάντα «το μικιό», το Ζαμπιώ.
Όταν, λοιπόν, το Ζαμπιώ είδε για πρώτη φορά, στη ζωή της, τηλεόραση εξοργίστηκε όσο δεν πάει. «Γιάντα μωρέ το βάλανε το κακομίτσικο το κοπέλι εκειά μέσα; Απού να τσι πάρει…» άστραφτε και βρόνταγε, πεισματικά απτόητη στις τόσες και τόσες τεχνολογικές εξηγήσεις μας.
Στην ίδια πάνω-κάτω περίοδο, αρχές της δεκαετίας του ’70, οι κινηματογράφοι, καθ’ άπασαν την επικράτεια, πρόβαλλαν ταινίες γουέστερν, σπαγγέτι ή ορίτζιναλ, με την κλασσική «δραματουργία» των καλών καουμπόηδων και των κακών ινδιάνων. Και εδώ, οι θεατές, ως άλλοι μετέχοντες της «μυστικής παιδείας» της γιαγιάς Ζαμπίας, κάθε φορά που οι καουμπόηδες εφορμούσαν κατά των ινδιάνων, ωρύονταν έξαλλοι, απευθυνόμενοι μάλλον…προς το κινηματογραφικό πανί: «Αφήστε ρε τους ανθρώπους! Αφήστε τους ρε!». Και είμαι βέβαιος ότι αυτό δεν συνέβαινε μόνο στις «προηγμένες» αθηναϊκές αίθουσες, αλλά σε κάθε κινηματογραφική γωνιά της χώρας.
Η απόλυτη ψυχική ταύτιση με τον «αδικημένο», είναι νομίζω έκδηλη και στις δυο περιπτώσεις. Και μοιάζει λες και δεν υπάρχει καμιά απόσταση ανάμεσα στην «εικόνα» και στον θεατή. Η επίγνωση της «εικόνας» προφανώς υπάρχει, γιατί κανείς δεν σηκώνεται να σκίσει το πανί ή να σπάσει την τηλεόραση. Αλλά εντούτοις και δεν υπάρχει. Η εικόνα δεν κατορθώνει να σπάσει τον ψυχικό δεσμό ανάμεσα στον θεατή και στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι αν η σκηνή διαδραματιζόταν σε πραγματικό χρόνο και χώρο, λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, σύσσωμη η αίθουσα θα έσπευδε σε βοήθεια των δύστυχων ινδιάνων.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Επειδή η επίγνωση της εικόνας, προφανώς, υπάρχει, η προσταγή «αφήστε ρε τους ανθρώπους» κατατίθεται, όχι μόνο ως διαμαρτυρία, αλλά και ως αίτημα κοινής στάσης με τους υπόλοιπους θεατές. Κάτω από την οργισμένη αποδοκιμασία, έρπει διακριτικά, ανάμεσα στα καθίσματα, το αμετάκλητο αίτημα της κοινότητας των ανθρώπων και ζητά να επιβεβαιώσει την αλήθεια τους: πάρε θέση κι εσύ, τώρα! Πες το κι εσύ! Και έρχεται η πιστοποίηση του συνόλου των υπολοίπων, που συστήνουν, εκεί, μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα, κοινωνία. Κοινωνία κοινών προτεραιοτήτων, κοινής ιεράρχησης των αναγκών. Δηλαδή, τι θα βάλουμε πρώτο, την πάρτη μας; Εδώ σκοτώνουν τους ανθρώπους! Ε λοιπόν, ναι ρε, αφήστε τους ανθρώπους!
Τι άλλαξε λοιπόν από τότε μέχρι σήμερα; Τι άλλαξε και η εικόνα των πνιγμένων παιδιών στο Αιγαίο, είναι, για τους πολλούς, μόνο μια απόμακρη εικόνα; Πώς μεγάλωσε έτσι η ψυχική μας απόσταση από την εικόνα και, σχεδόν, κανείς δεν είναι έτοιμος να ορμήσει στο «κινηματογραφικό πανί»; Εκατοντάδες φωτογραφίες, γροθιά στο στομάχι, που λένε και τα στερεότυπα, …αλλά το στομάχι «φέτες» από τους κοιλιακούς. Δεκάδες τραγικά βίντεο και οι κραυγές των ελάχιστων υποψιασμένων, «αφήστε ρε τους ανθρώπους», δεν συναντούν ούτε καν τον αντίλαλο τους. Τσιμουδιά το κοινόν. Στα κοινωνικά δίκτυα το θέμα είναι πρωτίστως δεοντολογικό: αν επιτρέπεται να εκτίθενται τόσο σκληρές φωτογραφίες ή όχι. Σαν να στέλνεις ερωτική επιστολή και ο Άλλος εντοπίζει τα ορθογραφικά σου λάθη. Αναλύσεις, επικρίσεις, μπινελίκια προς κάθε κατεύθυνση, αυτομαστιγώματα για την αδιαφορία μας, γλυκερές ανταποκρίσεις μαρτύρων για ηρωϊκούς ψαράδες και αλληλέγγυους εθελοντές.
Και όσο η ποσότητα και το χάι ντεφινίσιον της εικόνας αυξάνεται, τόσο η ψυχική απόσταση με τον θεατή μεγαλώνει. Όσο η εικόνα γίνεται πιο ευκρινής, τόσο θαμπώνει η ψυχή. Τριακόσιοι τόσοι πνιγμένοι άνθρωποι, μέσα σ’ ένα χρόνο, εδώ δίπλα μας, στα νησιά, και η κοινή φωνή, πνίγεται κι αυτή κάτω από αδιάφορους καναπέδες. Η κοινή κραυγή διαμαρτυρίες, «αφήστε ρε τους ανθρώπους» ακούγεται και τώρα και αναζητεί την επιβεβαίωση της, έρποντας ανάμεσα σε μοκέτες και χαλιά με μεγάλος πέλος, σκουντουφλά, σαν τυφλή, πάνω σε ιταλικά έπιπλα και γλιστρά στα καλογιαλισμένα δρύϊνα πατώματα. Η ανταπόκριση, η αγωνία να συναντήσεις τον Άλλο της κοινότητας, αλλά και η ματαίωση, η διάψευση, είναι ανάλογη όπως αν στην περίπτωση του κινηματογράφου και των ινδιάνων, διαμαρτυρόταν ένας και ακουγόταν άλλη μια ξεχασμένη φωνή κάπου από το βάθος της σκοτεινής αίθουσας. Μοναξιά και απογοήτευση. Μέσα και έξω απ’ την αίθουσα της προβολής, μέσα κι έξω απ΄ τα λαπ τοπ και τα αι παντ, η ζωή συνεχίζεται. Μα πώς γίνεται γαμώτο μου να συνεχίζεται;
Αν εξαιρέσουμε δυο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων, εκείνους που νομίζουν ότι ο Φράχτης είναι κάποιο σήριαλ και προβληματίζονται πως γίνεται να το έχασαν ή τι ώρα και σε ποιο κανάλι παίζεται κι εκείνους που στην πρόταση «ναυάγια με δεκάδες νεκρούς πρόσφυγες μέσα σε λίγες ώρες» έχουν καμιά δεκαριά άγνωστες λέξεις, οι υπόλοιποι που μένουν είναι κατά βάσιν τακτοποιημένοι Συριζαίοι που «δεν είναι ώρα τώρα να στριμώχνουμε την κυβέρνηση, που δίνει τη μάχη της, και με τέτοια θέματα».
Εντάξει υπάρχουν και οι άλλοι που βρίσκονται «αλληλέγγυοι» …στην πρώτη γραμμή των σόσιαλ μίντια, της αφεντιάς μου μη εξαιρουμένης, έξαλλοι με την κατάφωρη απανθρωπιά και την υποκρισία της πολιτισμένης Ευρώπης κι ύστερα…«άστα ρε συ…πως θα πληρώσουμε τον ΕΝΦΙΑ…να γαμηθούνε οι μαλάκες πάλι αυξάνουν τα τέλη κυκλοφορίας…ο μικρός δεν ανοίγει βιβλίο, αλλά μήπως ενδιαφέρεσαι κι εσύ;» Η ζωή συνεχίζεται.
Εντάξει, εντάξει, υπάρχουν και οι πραγματικοί αλληλέγγυοι, οι άνθρωποι, χωρίς εισαγωγικά. Φωνάζουν απελπισμένοι από το βάθος της σκοτεινής αίθουσας. Ακούς; Ακούμε; Ακούω;
Πάνε χρόνια που ο κόσμος μας έγινε τεράστιος κι εμείς για να τα βγάλουμε πέρα υποχρεωθήκαμε να σμικρυνθούμε πολύ. Η ψυχή μας ελαχιστοποιήθηκε, μίκρυνε, σκάρτεψε και σκάτεψε σε αντιστρόφως ανάλογη πορεία με τη διάνοια μας που υπερδιογκώθηκε. Είναι σαν να μας έβγαλαν από την πρίζα και περιμένουν μοχθηρά στη γωνία πότε θα ξεφορτήσει και η μπαταρία μας. Το διαδίκτυο μας έκανε «χρήστες», δηλαδή ανθρώπους δίχως σχέσεις. Σερφάρω και είμαι ανώνυμος, δεν με ξέρει κανείς. «Υπάρχω», κυκλοφορώ, κάπου εκεί στον κυβερνοχώρο και κανείς δεν μπορεί να με δει. Ο χρόνος δεν έχει πια τόση σημασία, μπορώ –όπως και στα μέιλ- να ανταποκρίνομαι αργότερα, στον δικό μου χρόνο. Όλα μπορούν να περιμένουν, εκτός από τους λογαριασμούς και τις τράπεζες. Κατά βάσιν όλα είναι μόνο μέσα στο κεφάλι μου. Ο Άλλος δεν είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, είναι μια εικόνα που μπορώ να την φτιάχνω με βάση τις δικές μου προσδοκίες αλλά και τις δικές του παπαριές ή ανάποδα.Κανείς δεν έχει πρόσωπο με πέτσα και κόκαλα. Κανείς δεν έχει «πέτσα». Τα κορμιά, όπως και στις ταινίες, μπορούν να αντέξουν τα πάντα χωρίς να πάθουν γρατζουνιά. Κι ύστερα, στην τελική, όλα στο διαδίκτυο είναι ένα παιχνίδι, όπως και στην τηλεόραση, όλα είναι μια ταινία, που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Όπως τα φίλμ με τους καουμπόηδες και τους ινδιάνους. Άλλωστε, εμείς είμαστε, τώρα, με τους καουμπόηδες.
«Γιάντα μωρέ αφήνουνε και πνίγουνται τα κοπέλια, απού να τσι πάρει και να τσι σηκώσει;»
Αυτή είναι η νέα τεχνολογία γιαγιά Ζαμπιώ, μη δίνεις σημασία. Βλέπε και μη μιλάς, κανείς δεν υποφέρει, όλα είναι στα ψεύτικα, στις φωτογραφίες, στις εικόνες. Πως να στο εξηγήσω αλλιώς, γαμώτο; Τι δεν καταλαβαίνεις;
Υ.Γ. Την ώρα που γράφονταν οι γραμμές αυτές, οι ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι χιλιάδες Έλληνες ξεκίνησαν μαραθώνια πορεία ως τον Φράχτη του Έβρου με σκοπό να τον γκρεμίσουν, φωνάζοντας το σύνθημα «αφήστε ρε τους ανθρώπους», ελέγχονται ως ανακριβείς….