Η 41η συνεδρίαση της δίκης της Χρυσής Αυγής ξεκίνησε λίγο μετά τις 10:00 π.μ., με μόλις 8 κατηγορούμενους παρόντες και τον σχολιασμό της κατάθεσης της αστυνομικού Αγγελικής Λεγάτου. Μετά και την ολοκλήρωση του σχολιασμού από τους συνηγόρους των δύο πλευρών, στο βήμα του μάρτυρα κλήθηκε ο αστυνομικός της ομάδας ΔΙΑΣ, Δημήτρης Μπάγιος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του, αισθάνθηκε μια αδιαθεσία, ενώ λίγο αργότερα λιποθύμησε.
Η δίκη διεκόπη για αύριο.
Πολιτική Αγωγή
Ο κ. Τζέλης, συνήγορος της οικογένειας Φύσσα, χαρακτήρισε την κατάθεση της κ. Λεγάτου, αναξιόπιστη. «Η κατάθεση της κ. Λεγάτου κινήθηκε στη λογική όλων των αστυνομικών πλην ορισμένων που τίμησαν τη στολή τους», αναφέρει ο συνήγορος και σημειώνει πως η μάρτυρας «στις αρχικές καταθέσεις μίλησε για ενσωμάτωση της ΔΙΑΣ Περάματος στην οδό Τσαλδάρη, ενώ εδώ είπε πως δεν έγινε ενσωμάτωση». Συμπληρώνει ακόμη πως «δεν έδωσε ποτέ πειστική απάντηση για το που και πότε στάθμευσαν τις μηχανές, και τα λεγόμενα της έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα είπε ο αστυνομικός Γ. Ρώτας».
Η κ. Κουγιάτσου, σχολιάζει πως «από την κατάθεση της μάρτυρος, προκύπτει ανεπάρκεια ή και απροθυμία της αστυνομίας». Ενώ η κ. Χριστοδούλου τονίζει την αρνητική εντύπωση που της προκάλεσε ο χαρακτηρισμός «μαχαιράκι», καθώς και ο χαρακτηρισμός του Παύλου «νευριασμένος», όπως είπε «οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι ανήθικοι και ανοίκειοι, η κ. Λεγάτου προσπάθησε να εξωραΐσει τη δολοφονία».
Η κ. Τομπατζόγλου σημείωσε πως η κ. Λεγάτου «δεν εξήγησε γιατί δεν πήγαν και οι επτά στους συγκεντρωμένους», και από το γεγονός αυτό προκύπτει το συμπέρασμα πως «η μάρτυρας δεν έτρεξε πίσω από τους δεκαπέντε».
Ο κ. Ζώτος, τόνισε πως «H μάρτυρας ανάμεσα στο καθήκον της αλήθειας και της υπεράσπισης του κύρους της υπηρεσίας της, επέλεξε το δεύτερο».
Ο κ. Καμπαγιάννης, δήλωσε ξεκάθαρα πως «η αστυνομία έχει λερωμένη τη φωλιά της για το πώς έδρασε εκείνο το βράδυ». Ενώ τόνισε πως «δεν συνέλαβαν, ούτε επιχείρησαν να συλλάβουν ή να προσάγουν κάποιον άλλο». Ο συνήγορος σημείωσε επίσης πως «όπου δεν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο καθήκον της αλήθειας και σε αυτό της υπηρεσίας, η μάρτυρας κόμισε πράγματα, όπως για παράδειγμα ότι ήταν συγκεντρωμένοι πενήντα χρυσαυγίτες και υπήρχε πολεμικό κλίμα».
Ο κ. Παπαδάκης σχολίασε πως από την κατάθεση της κ. Λεγάτου «καταδεικνύεται η σχέση της Χ/Α με την αστυνομία». Επίσης ο συνήγορος αναρωτήθηκε «πως είναι δυνατόν μια ένοπλη εκπαιδευμένη αστυνομία, να εκφοβίζεται και να μην επεμβαίνει, με δικαιολογία το φόβο, ή επειδή υπάρχει ανοχή».
Υπεράσπιση
Ο κ. Κοντοβαζενίτης, συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου Αναδιώτη, σχολίασε πως «αξιόπιστοι δεν είναι οι μάρτυρες, αλλά οι αστυνομικοί, γιατί αλλιώς η δικαστική πλάνη θα ήταν καθημερινό φαινόμενο». Ενώ η κ. Βελέντζα, συνήγορος υπεράσπισης των Καζαντζόγλου, Καλαρίτη, Χρυσαφίτη, χαρακτήρισε τον Παύλο Φύσσα «εξαγριωμένο», «ήταν εξαγριωμένος και επετίθετο», είπε συγκεκριμένα. Έτσι δικαιολογεί η συνήγορος το ότι η κ. Λεγάτου ζήτησε τη βοήθεια του συναδέλφου της.
Ο κ. Οπλαντζάκης, είπε πως η μάρτυρας «δεν άκουσε καμία ιαχή προς ενθάρρυνση του Ρουπακιά», ενώ συμπέρανε ακόμη, πως η κ. Λεγάτου «δεν μπορούσε να καταλάβει αν είναι επιτιθέμενος ή αμυνόμενος».
Ο κ. Τσάγκας έσπευσε να υπερασπιστεί την ΕΛ.ΑΣ, χαρακτηρίζοντας τα δημοσιεύματα για τους αστυνομικούς, «ανακριβή» στο σύνολο τους. Ενώ τόνισε πως «η δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν ήταν οργανωμένη, ούτε σχεδιασμένη», αφού όπως ανέφερε, η μάρτυς είπε ότι επενέβη σε έναν καβγά.
Ο κ. Ρουμπέκας, συνήγορος υπεράσπισης του Γ. Ρουπακιά, είπε πως η μάρτυρας «μίλησε ξεκάθαρα για συμπλοκή». Ενώ συμπληρώνει πως η κ. Λεγάτου «είπε ότι κινήθηκε εναντίον του Φύσσα επειδή ήταν επιθετικός».
Τέλος ο κ. Ζωγράφος, συνήγορος του κατηγορουμένου Γρέγου συμπέρανε πως «Εν σχέσει με Καραγιαννίδου κ Ζώρζου φαίνεται ότι περιγράφουν τελείως διαφορετικά περιστατικά ως προς τς συνθήκες της συμπλοκές».
Σε αυτό το σημείο η Πρόεδρος κάλεσε στο βήμα του μάρτυρα, τον αστυνομικό της ομάδας ΔΙΑΣ, Δημήτρη Μπάγιο, για να καταθέσει.
Ο μάρτυρας όπως είπε, είναι στην ομάδα ΔΙΑΣ από τον Απρίλιο του 2012 και ήταν στην ομάδα του Κερατσινίου. Εκείνο το βράδυ ήταν οδηγός μιας εκ των δύο μηχανών της ομάδας του, με συνοδηγό, τον Μπιάνγκη, ο οποίος είχε και τον ασύρματο, από τον οποίο όπως ανέφερε ο κ. Μπάγιος, σπανίως ακούει σήματα.
O μάρτυρας ανέφερε πως εκείνο το βράδυ έλαβαν σήμα (στις 23:59 με το ρολόι του κέντρου) για πενήντα άτομα με ρόπαλα στην καφετέρια Κοράλλι. Η εντολή που πήραν, όπως είπε, ήταν να μεταβούν στο σημείο. Ο κ. Μπάγιος κατέθεσε πως εκεί είδε σαράντα με πενήντα μαυροφορεμένους, γεροδεμένους και κοντοκουρεμένους, ενώ σημείωσε ότι κάποιοι από αυτούς κρατούσαν κράνη και πως από συναδέλφους του έμαθε πως κρατούσαν και ρόπαλα.
Για το περιστατικό η ενημέρωση που είχε από τον Τσολακίδη, ήταν πως αναρχικοί τσακώθηκαν με χρυσαυγίτες και έπρεπε να πάνε να δουν τι ακριβώς έγινε. Ο μάρτυρας βέβαια τονίζει πως δεν είδε κανέναν αναρχικό, παρά μόνο χρυσαυγίτες.
Μετά από λίγο είδε, όπως λέει δεκαπέντε με είκοσι άτομα, να τρέχουν προς τη συμβολή των οδών Κεφαλληνίας και Τσαλδάρη, ενώ έβριζαν κάποιον που βρισκόταν εκεί.
Ο κ. Μπάγιος κατέθεσε πως είδε τους αστυνομικούς Λεγάτου και Δεληγιάννη να τραβούν τον Παύλο Φύσσα, ο οποίος τους φώναζε «Όχι εμένα ρε παιδιά».
Έπειτα βγαίνοντας από τη νησίδα, όπως λέει, είδε πέντε άτομα που ήταν ίδια με τα άτομα που είχε δει συγκεντρωμένα (μαυροφορομένοι, κοντοκουρεμένοι), να φεύγουν προς την Λαμπράκη, γεγονός που τον κάνει να υποθέτει πως είχαν κάποια εμπλοκή στην επίθεση που προηγήθηκε, αλλά όπως τόνισε για ακόμη μια φορά δεν θυμάται καλά.
Η ασθενής μνήμη του μάρτυρα προκάλεσε την αντίδραση της Προέδρου η οποία χαρακτηριστικά του είπε «Το δεν θυμάμαι, δεν ξέρω, δεν είδα, δεν συνάδει με εκπαιδευμένο αστυνομικό».
Ο μάρτυρας στο σημείο αυτό ζήτησε διακοπή, καθώς δεν ένιωθε καλά. Η Πρόεδρος διέκοψε για δέκα λεπτά, αλλά ο κ. Μπάγιος κατά την αποχώρηση του λιποθύμησε με αποτέλεσμα η κ. Λεπενιώτου να διακόψει τη διαδικασία.
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο, Τετάρτη 23/12.
Επιμέλεια – Ρεπορτάζ
Μαριάννα Μητροπούλου