«Ουφ, δεν έχουν σημασία», είπε ο Κόκκινος Αστερίας. «Καμία σημασία. Αυτά έρχονται, βρίσκονται. Το παν είναι να υπάρχει κάποιος να σκέφτεται ότι θες να μαζέψει μπουκέτο τα χρώματά σου και να σε φιλάει στο ακάλυπτο δέρμα που αφήνουν. Αυτό μόνο μετράει αλλιώς θα μπούμε κι εμείς στη λογική των ψαριών που επιλέγουν να ζήσουν στις ιχθυοκαλλιέργειες για να έχουν σίγουρο το φαΐ τους».
Ο Λευκός Ιππόκαμπος δεν ήταν πάλι σίγουρος ότι κατάλαβε. Ανήκε σε σπάνιο είδος που το φως του ήλιου δεν το γνώριζε. Πόσο μάλλον τα μπουκέτα των χρωμάτων. Όλοι της φυλής του γεννιούνταν και μεγάλωναν στις αβύσσους της θάλασσας. Εκεί περνούσαν τη ζωή τους, στα σκοτάδια τους έστηναν σχέσεις και όνειρα.
Όλοι οι υπόλοιποι βέβαια εκτός απ’ αυτόν. Χμ… να το πω καλύτερα: όλοι οι υπόλοιποι εκτός απ’ αυτόν από χτες το απόγευμα κι έπειτα. Γιατί τότε ήταν που του μπήκε η ιδέα, τότε που πήρε την απόφαση, τότε που χαιρέτησε γνωστούς και φίλους, τότε και που την πραγματοποίησε. Είπε, θα ‘βγαινε στα ρηχά, να δει το φως, να δει ψάρια λιγότερο τρομακτικά, να δει χρώματα και ίσως… ίσως να δει και τον ίδιο τον ήλιο αν κοιτούσε ψηλά!
Δεν υπήρξε κανείς που να μην προσπάθησε να τον αποτρέψει. Τα νέα μεταδόθηκαν γρήγορα και το σούσουρο στην άβυσσο ήταν μεγάλο. «Μη, είναι τρέλα αυτό που πας να κάνεις, έχει υποβρύχια εκεί πάνω», του είπε ο τεράστιος Καλαμάρης του Βερν. «Το φως θα σε τυφλώσει, έχει υπεριώδη ακτινοβολία», ούρλιαξε ο Αόμματος Μωβ Κάβουρας. «Έχω ακούσει ότι τα άλογα τα βάζουν να παίζουν σε γουέστερν και μετά τα σκοτώνουν» είπε μια Φάλαινα Φυσητήρας που περνούσε από δίπλα και ήταν κοσμογυρισμένη. Ο Ιππόκαμπος όμως δεν άκουγε κανέναν. Τίποτα κακό δε θα του συνέβαινε. Θα πραγματοποιούσε το όνειρό του, θα κολυμπούσε σε ρηχά νερά.
Η πορεία του καθώς άφηνε τα ατέλειωτα βάθη δεν ήταν εύκολη. Στην αρχή ζαλιζόταν, δεν μπορούσε να προσανατολιστεί. Κάλπαζε για ώρες σε ισοβαθείς ευθείες αντί να ανεβαίνει ανηφόρες και βουνά. Όταν συνειδητοποιούσε το χαμένο δρόμο του, το χαμένο χρόνο του, έκανε ν’ απελπιστεί μα αμέσως ξαναθυμόταν το στόχο του και συνέχιζε. Τουλάχιστον δεν κουραζόταν! Τι σόι άλογο θα ήταν αν δεν άντεχε την πορεία; Τακτακτακ και τακτακτακ άφηνε πίσω του μια αόρατη, για τα ανεπιτήδευτα μάτια, νερένια γραμμή σκόνης.
Και πέρασε βράχια, και πέρασε δάση από φύκια, και πέρασε ναυάγια, και ξαναπέρασε βράχια κι αφηρημένος, από ένα σημείο κι έπειτα, δεν κοιτούσε γύρω του, δεν προσπαθούσε να διακρίνει περιγράμματα. Σαν καθαρόαιμο που μόνο στόχο έχει τον τερματισμό, κάλπαζε βέβαιο για την επιτυχία του κι έτσι ξέφευγε της αντίληψής του το τοπίο που γλυκοχάραζε, το σκοτάδι που αραίωνε.
Όταν ξαφνικά, δώδεκα ώρες περίπου αργότερα, ανοίγοντας τα μάτια του, ξυπνώντας τη συνείδησή του, βρέθηκε μπροστά σε μια τεράστια έκπληξη! Σαν και να έβγαλε μια μαύρη κουρτίνα κρεμασμένη λίγα εκατοστά μακριά απ’ το πρόσωπό του που τον εμπόδιζε να δει. Κι άρχισε να βλέπει. Να βλέπει όχι μόνο την αλογίσια μύτη του αλλά και όλο τον βυθό. Να βλέπει μακριά, να βλέπει κοντά, να βλέπει ψηλά, να βλέπει παντού.
Αυτό… αυτό δηλαδή είναι το φως; Μα πόσο όμορφο! Και τα νερά έχουν χρώμα. Όχι μαύρο πια αλλά αλλού μπλε, αλλού γκρι, αλλού γαλάζιο, αλλού πράσινο! Και το πάνω έχει τέλος. Τουλάχιστον υγρό τέλος. Να, μόλις μερικά μέτρα μακριά απ’ τη χαίτη μου!
Απ’ τη χαρά του έβγαλε ένα τεράστιο ιπποκαμπίσιο χλιμίντρισμα φωνάζοντας «φως!! Τι είσαι εσύ; Τι θαύμα είσαι εσύ;»
«Χμ! Θα έλεγα ότι φως είναι η δυνατότητα να έχεις μπρος σου εικόνες που αλλιώς προσπαθείς να φανταστείς. Να έχεις σχήματα με σταθερές γωνίες και καμπύλες που αλλιώς θα έμοιαζαν με πλαστελίνη σε τραπέζι νηπιαγωγείου. Τέλος, είναι αυτό που μου κρύβεις και μου ρίχνεις τη σκιά σου».
Η φωνή ακούστηκε ακριβώς από κάτω του. Παραξενεύτηκε. Ήταν λεπτή και όμορφη, καθόλου δεν έμοιαζε με τις τραχιές φωνές των πλασμάτων της αβύσσου. «Ααααχ, άλλα πλάσματα εδώ πάνω, εκλεπτυσμένα», σκέφτηκε. Έσκυψε να κοιτάξει την πηγή της φωνής κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό για αρκετή ώρα, ώστε ένας γλάρος στην επιφάνεια να νομίζει ότι στο βυθό έχουν πάρτι μπουρμπουλήθρας. Ένας κατακόκκινος Αστερίας έκανε ηλιοθεραπεία κολλημένος πάνω σε μια λευκή στρογγυλή πέτρα. Παραμέρισε και χαμήλωσε δίπλα του.
«Είμαι ο Λευκός Ιππόκαμπος. Είμαι ταξιδιώτης. Μόλις έφτασα απ’ το χάος του απείρου βάθους. Ήρθα να δω το φως, να γνωρίσω τα χρώματα και ίσως… ίσως να αντικρίσω και τον ήλιο», είπε λίγο επίσημα, λίγο τρέμοντας. Ο Αστερίας με μια κίνηση σκλαβωτικής ευγένειας κούνησε τρία απ’ τα πέντε πόδια του. «Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά βλέπω αλογάκι στο χρώμα σου. Είσαι όμορφο και η ομορφιά είναι ο λόγος που ζω», είπε και γέμισε κοκκινίλες το πρόσωπο του Ιππόκαμπου.
«Τι εννοείς είναι ο λόγος που ζεις; Εμείς έχουμε μάθει ότι ζούμε για την τροφή μας, την ισορροπία του οικοσυστήματος και, κάποια μέρα, το ζευγάρωμα και τη διαιώνιση του είδους μας. Και μην πεις ότι είναι άλλα τα ήθη εκεί στα βαθιά, γιατί και η φάλαινα που πάει βόλτα τον ισημερινό για τον καφέ της, αυτό μας λέει πως λένε σε όλους τους ωκεανούς όλα τα πλάσματα», είπε με μεγαλύτερο θάρρος και λίγο νάζι ο νεοφερμένος.
«Χμ, δε λέω, σίγουρα πρέπει να κάνουμε κι όλα τ’ άλλα, καλά τα ξέρεις. Ανάγκες μας καθορισμένες είναι, αλλιώς θα πεθάνουμε και θα εξαφανιστούμε. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως είναι ότι μια ζωή χωρίς ομορφιά, είναι απλά ένας θάνατος με ανάσες. Μικρή η διαφορά δηλαδή και δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήμουν διατεθειμένος να ζω έτσι. Θέλω η ζωή μου να κυλιέται σε χίλιες παλέτες και να διαλέγει απ’ αυτές τα καλύτερα κόκκινα για να με ζωγραφίζει. Με καταλαβαίνεις;» ρώτησε ο Αστερίας χωρίς τη βεβαιότητα ότι θα έπαιρνε θετική απάντηση.
«Όχι καλά αλλά προσπαθώ. Και όσο περισσότερο το σκέφτομαι τόσο συνειδητοποιώ ότι μπορεί και να μοιάζουμε κάπως. Εγώ, ας πούμε, δεν αρκούμουν σε όλα αυτά που αρκούνταν για αιώνες όλοι του είδους μου κι έφυγα. Ταξίδεψα τόση θάλασσα κι έφτασα ως εδώ για να δω το φως κι όσα αυτό βαφτίζει λούζοντάς τα» απάντησε με ενθουσιασμό το αλογάκι. Ένα τεράστιο αστερένιο χαμόγελο σχηματίστηκε. Αργά-αργά έκανε κίνηση εκατόν ογδόντα μοιρών εξηγώντας στον φίλο του ότι ήθελε να τον χτυπήσουν από παντού οι αχτίδες του ήλιου για να μην κοκκινίσει ανομοιόμορφα.
«Του ποιου;» είπε ο Λευκός Ιππόκαμπος κάνοντας τη δικιά του στροφή. «Πού είναι ο ήλιος; Είναι κάπου εδώ κοντά; Μπορώ να τον δω;»
«Σήκωσε το κεφάλι σου και κοίτα. Αυτή η κίτρινη σφαίρα που καθρεφτίζεται στην επιφάνεια είναι η δικιά σου ομορφιά, το τέλος του πρώτου δικού σου ταξιδιού αλλά και η αρχή ενός ακόμη μεγαλύτερου: του ερωτικού σου ταξιδιού! Γιατί να ξέρεις, η ομορφιά δεν είναι άλλο απ’ την εισαγωγή στον έρωτα. Θα καταλάβεις, θα νιώσεις τι σου λέω όταν θα κοιτάζεις τον ήλιο όχι με εμένα που βρέθηκα τυχαία πλάι σου αλλά με κάποιον που θα ‘χεις επιλέξει εσύ κι εκείνος εσένα».
Ο Λευκός Ιππόκαμπος είχε βουρκώσει. Τον βοηθούσε να μην βρεθεί σε δύσκολη θέση το νερό που εξαφάνιζε τα δάκρυα του. Πολλά από όσα του έλεγε ο Κόκκινος Αστερίας ακόμη δυσκολευόταν να τα κατανοήσει. Όσα είχε μάθει ως τώρα στη ζωή του έρχονταν και παρενέβαιναν στις σκέψεις του. Ήθελε να απελευθερωθεί απ’ αυτά αλλά δεν ήταν και σίγουρος πώς.
«Ναι, πολύ όμορφα θα είναι… Πολύ όμορφος είναι ο ήλιος και τι χαρά που τον είδα! Και μια μέρα, ναι μια μέρα με κάποιον άλλον ιππόκαμπο… Αλλά, τι λες, δε θα πρέπει να σκεφτόμαστε πώς θα βρίσκουμε τροφή, πώς να φυλαγόμαστε απ’ τους θηρευτές, σε ποια ξέρα θα ζήσουμε; Αυτά δεν είναι πολύ σημαντικά; Τα πιο σημαντικά;»
«Ουφ, δεν έχουν σημασία», είπε ο Κόκκινος Αστερίας. «Καμία σημασία. Αυτά έρχονται, βρίσκονται. Το παν είναι να υπάρχει κάποιος να σκέφτεται ότι θες να μαζέψει μπουκέτο τα χρώματά σου και να σε φιλάει στο ακάλυπτο δέρμα που αφήνουν. Αυτό μόνο μετράει…»