ΤΟ ΧΡΕΟΣ
Α’ ΜΕΡΟΣ
Τρία παιδιά της έδωσε ο θεός. Δηλαδή, τρία της έμειναν. Έξι φορές γκαστρώθηκε, κι αν ο Γιώργης δεν έφευγε ξαφνικά από τη ζωή, θα ήταν περισσότερες. Τα δυο πρώτα, τα σερνικά, τα έχασε λίγο μετά τη γέννα, το άλλο, το θηλυκό, λίγο πριν χρονίσει.
Έκλαψε. Κάθε φορά που έχανε κάποιο παιδί έπεφτε του θανατά. Αλλά η ζωή δεν της έδινε το δικαίωμα να θρηνήσει για πολύ. Καθημερινός ο αγώνας για επιβίωση. Κι έκλαιγε μέσα της, χρόνια ολόκληρα θρηνούσε βουβά, να μην καταλαβαίνουν οι άλλοι τον πόνο της. Γιατί της έλειπαν. Κι ο Γιώργης και τα μικρά. Δεν υπήρχε μέρα που να μην έρθουν στο μυαλό της. Τη μια θυμόταν την ώρα που τα κήδευε, την άλλη την ώρα που κρέμονταν από το βυζί της, την παράλλη αισθανόταν την ανάσα του Γιώργη να της χαϊδεύει τα μαλλιά.
Βασανίστηκε να τα βγάλει πέρα. Τι να πρωτοκάνει; Αλλά δεν τα παράτησε. Κάθε που την έπαιρνε από κάτω, το κλάμα των μικρών την όπλιζε με δύναμη. Δεν έχω το δικαίωμα, έλεγε, να τα παρατήσω. Έσφιγγε τα δόντια, σήκωνε τα μανίκια και συνέχιζε.
Μόνη της τα μεγάλωσε. Πολλά δεν είναι τα τρία παιδιά –άλλες μεγαλώνουν πολλά περισσότερα–, αλλά βοήθεια δεν είχε από πουθενά. Τον άντρα της τον έχασε χρόνια πριν. Φθίση. Έλιωσε όπως ο πάγος μέσα στο λιοπύρι. Θηρίο άντρα πήρε· στην κάσα έβαλε δυο δράμια άνθρωπο.
Ανακάτεψε το φαί στην κατσαρόλα και γέμισε τέσσερα πιάτα, το δικό της και των παιδιών. Τ’ ακούμπησε επάνω στο τραπέζι, έκοψε δυο φέτες ψωμί κι έμεινε να τα κοιτάζει. Μουρμούρισε ένα «κομμάτια να γίνει», πήρε το ροΐ κι έριξε λίγες σταγόνες λάδι στα πιάτα των παιδιών. Να χορτάσουν. Τι να σου κάνει το σκέτο λάχανο; Μόνο τα ζωντανά μπορούν να χορτάσουν με δαύτο.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Άργησαν, σκέφτηκε. Ίσως να έπεσε δουλειά στην αγορά. Ο Παναγιώτης της είχε πει ότι ένας βλάχος, θα κατέβαζε ένα φορτίο με πατάτες και τους είχε ζητήσει να τον βοηθήσουν. Ίσως, πάλι, να τσιλιμπουρδίζουν. Μεγάλωσαν, ιδίως ο Παναγιώτης. Πάτησε τα 21 και το μυαλό του το έχει συνεχώς στα θηλυκά. Ο Χρήστος είναι πιο συνεσταλμένος. Θες γιατί είναι πιο μικρός, θες γιατί είναι τέτοια η φτιάξη του, το φουστάνι δεν τον συγκινούσε. Τουλάχιστον προς το παρόν. Στο μέλλον, έχει ο θεός…
Κοίταξε την κόρη της, τη Μαργαρώ, που καθόταν στο τραπέζι κι έπαιζε με τις κοτσίδες της. Κοτζάμ γυναίκα έγινε κι αυτή. Αν δεν είχε προκύψει ο πόλεμος ίσως, τώρα, να ήταν παντρεμένη με παιδιά. Κι η ίδια άλλωστε, στα δεκάξι τον έκανε τον Παναγιώτη. Δεν κακοπέρασε, ο Γιώργης την αγαπούσε και της φερόταν με τον καλύτερο τρόπο, αλλά το απότομο πέρασμα από τα παιχνίδια στη μητρότητα και τις ευθύνες του νοικοκυριού της έπεσαν βαριά. Τουλάχιστον στην αρχή, κατόπιν συνήθισε.
Ανησυχούσε. Κάθε μέρα που περνούσε ανησυχούσε όλο και πιο πολύ. Αν ήταν στο χέρι της θα τους κλείδωνε στο σπίτι. Και τους δυο. Όπως ακριβώς έκανε με τη Μαργαρώ. Κλειδωμένη την είχε. Κι ας διαμαρτυρόταν όσο ήθελε. Και θα τους άφηνε να βγουν ξανά, την ώρα που θα ξεκουμπίζονταν οι Γερμανοί. Αν ξεκουμπίζονταν ποτέ… Αλλά τα σερνικά δεν τα κάνεις καλά. Η γυναίκα είναι για το σπίτι, ο άνδρας θέλει τον αέρα του, αν τον κλείσεις θα μαραζώσει όπως τα λουλούδια που δεν τα βλέπει ο ήλιος.
Μα πιο πολύ ανησυχούσε γι’ αυτά που είχε βρει κάτω από το στρώμα του Παναγιώτη. Αυτά τα παλιόχαρτα που έγραφαν εναντίον των Γερμανών και των συνεργατών τους. «Προκηρύξεις είναι», της είπε ο Φώτης, ο αδερφός της, όταν πήγε για να της τα διαβάσει. «Να χαίρεσαι…». Φαρμάκι την πότισε. Πώς να χαρεί που τα παιδιά της έμπλεξαν με τα πολιτικά;
Από τότε καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Τον έπιασε τον Παναγιώτη και του τα είπε έξω από τα δόντια. Να προσέχει, να μην μπλέξει, να… να… να… Γελούσε αυτός, λες και του καθάριζε αυγά. Μυστήριο παιδί, τη μια τον έλεγε μετρημένο και σοβαρό, την άλλη ονειροπαρμένο. Δεν είχε κίνδυνο, της είπε. Όλα ήταν κανονισμένα. Κανονισμένα ξε-κανονισμένα, πήρε τις προκηρύξεις και τις έκαψε. Όλα τα είχε, αυτό της έλειπε, να μπουν στο σπίτι της και να τους πάρει όλους στο λαιμό του.
Ίσιωσε το κεφαλομάντηλο της και κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο. Τίποτα. Ο δρόμος άδειος, κανείς δεν ερχόταν. Κάθισε πάλι στην καρέκλα και ξεφύσηξε. «Δεν είναι ζωή αυτή, Παναγία μου», μουρμούρισε. «Κάθε μέρα να μην ξέρεις τι θα σου ξημερώσει», κι άρχισε να ανακατεύει νευρικά το νερόβραστο λάχανο που είχε στο πιάτο της.
Τον τελευταίο καιρό της είχε γίνει έμμονη ιδέα ότι ο Παναγιώτης θα βγει στο βουνό. Όπως ο γιος της Σταυρούλας, της γειτόνισσάς της. Η ίδια βέβαια, ισχυριζόταν ότι ο γιος της πήγε στην Αθήνα για δουλειές. Αλλά ποιος την πίστευε. Όλοι ήξεραν πού είχε πάει ο γιος της.
«Παιδιά είναι και ξεμυαλίζονται», της είπε μια μέρα που κάθονταν στην αυλή και συζητούσαν. Την πήραν μεμιάς τα κλάματα τη Σταυρούλα και της άνοιξε την καρδιά της. Στο βουνό είχε βγει ο Σωτήρης. Αντάρτης έγινε. Τον παρακάλεσε, έκλαψε, χτυπήθηκε· τίποτα, αδιάφορος. Η πατρίδα πάνω απ’ όλα, της είπε. Κι αν χαθεί, ούτε ο πρώτος θα ’ναι ούτε ο τελευταίος. Κι άρχισαν οι επισκέψεις στο σπίτι της. Τη μια οι ταγματαλήτες, την άλλη οι χωροφύλακες. Κι όλο να λέει ψέματα η Σταυρούλα: «Δεν ξέρω πού είναι, ψάξτε να τον βρείτε, εμείς το βασιλιά τον έχουμε κορώνα στο κεφάλι μας…»
Άξαφνα την είδε στο δρόμο. Σηκώθηκε για να βγει και να της μιλήσει. Δεν χρειάστηκε, η Σταυρούλα είχε ήδη μπει στην αυλή της.
Άνοιξε την πόρτα: «καλώστηνα». Η Σταυρούλα την κοίταξε κατάματα: «Τα παιδιά, Άννα μου, τα παιδιά». Σκοτοδίνη της ήρθε, ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Κρατήθηκε από την κάσα, για να μην σωριαστεί στο έδαφος. «Τα παιδιά, Άννα μου, τα παιδιά», αυτή η φράση αντιλαλούσε μονότονα στο μυαλό της.
Τελικά δεν άντεξε και σωριάστηκε. Η Σταυρούλα γονάτισε πλάι της κι άρχισε να κλαίει και να μουρμουρίζει: «κουράγιο, Άννα μου, κουράγιο. Τώρα πρέπει να φανείς δυνατή».
Δεν είχε τη δύναμη ούτε καν να ρωτήσει τι είχε συμβεί. Ήταν βέβαιη, κι ας μην γνώριζε. Κι άρχισε να παρακαλάει τον θεό να την πάρει, τώρα. Τούτο δεν μπορούσε να το αντέξει. Αλλά δεν της έκανε τη χάρη.
Μόλις αισθάνθηκε το χέρι της Μαργαρώς να την ακουμπάει στον ώμο, σαν κάτι να ξύπνησε μέσα της. Σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε: τα μάτια της κόκκινα, το πρόσωπό της άσπρο σαν το μπαμπάκι. Δεν είχε το δικαίωμα να λιγοψυχήσει. Όσο της έμενε έστω κι ένα παιδί, δεν είχε.
Σηκώθηκε, έδωσε εντολή στη Μαργαρώ να μην ξεμυτίσει από το σπίτι, κι ακολούθησε τη Σταυρούλα. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Ολούθε χρώματα και μυρωδιές. Η φύση, αδιαφορώντας για τ’ ανθρώπινα, έκανε τη δουλειά της. Μα η Άννα δεν μύριζε, δεν έβλεπε· μαύρο είχε καλύψει τα μάτια της, στα ρουθούνια της έφθανε μόνο μυρωδιά από λιβάνι.
Περπάτησαν κάμποσο και έφτασαν έξω από το καρβουνιάρικο του Μάραντου. Η Σταυρούλα σταμάτησε και της έδειξε με το χέρι. Πάγωσε, τα πόδια της μολύβι, να μην μπορεί να κάνει βήμα. Δυο κορμιά, το ένα πάνω στο άλλο, ξαπλωμένα πάνω στο πεζοδρόμιο. Γνώρισε τα ρούχα τους. Χθες το βράδυ τα έπλυνε, αξημέρωτα τα σιδέρωσε. Και να που τώρα δεν είναι λερωμένα με χώματα ή μουτζούρες από το κουβάλημα στην αγορά, αλλά με αίμα.
Παρακάλεσε το θεό να την οπλίσει με δύναμη, να μην την εγκαταλείψει ετούτη την ώρα, την πιο δύσκολη της ζωής της. Έκανε λίγα βήματα και πλησίασε. Έμεινε για λίγο αναποφάσιστη, κοιτώντας τα άψυχα σώματα, κι ύστερα έπεσε πάνω τους κι άρχισε να κλαίει γοερά.
Ο καρβουνιάρης, που τη γνώριζε, προσφέρθηκε να μεταφέρει τους νεκρούς στο σπίτι της. Μπρος το κάρο με τους νεκρούς, πίσω αυτή και η Σταυρούλα. Νεκρική ησυχία ολούθε. Λες και τούτο το μέρος της γης πέρασε αυτοστιγμεί στη δικαιοδοσία του κάτω κόσμου. Μόνο το τρίξιμο από τις ρόδες του κάρου και το σούρσιμο των ποδιών τους ακουγόταν.
Αιώνας της φάνηκε η διαδρομή. Όταν έφτασε, νόμιζε ότι το σώμα της ήταν γεμάτο πληγές που έσταζαν αίμα. Μαχαίρια οι γεμάτες οίκτο ματιές που την κοιτούσαν μέσα από τις γρίλιες των κλειστών παραθύρων.
Σύντομα ξεθάρρεψαν οι γειτόνισσες και μαζεύτηκαν για να τη συλλυπηθούν, να της συμπαρασταθούν και να τη βοηθήσουν. Δεν είχε δύναμη να ανοίξει ούτε το στόμα της. Χαμένη. Τη μια να παρακαλάει το θεό να την πάρει, να τη στείλει πλάι στα παιδιά της, την άλλη να σκέφτεται ότι της έχει μείνει ένα παιδί και θα πρέπει να κάνει κουράγιο. Αλλά δεν μπορούσε. Όσο κουράγιο είχε, που δεν ήταν και πολύ, το είχε εξαντλήσει. Τούτο δω, για να το αντέξει, θα χρειαζόταν όλο το κουράγιο, όλου του κόσμου.
Ο καρβουνιάρης άφησε τα άψυχα κορμιά των παιδιών της στη μια κάμαρα, τη συλλυπήθηκε κι έκανε να φύγει. Τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε έξω από το σπίτι, να είναι μόνοι τους και να μην τους ακούν οι άλλοι. «Ποιος;». Ο καρβουνιάρης την κοίταξε κατάματα: «Ο Μέρμηγκας, κυρά-Άννα. Ο Μήτσος ο Μέρμηγκας. Πρώτα πιστόλισε τον έναν, τον μεγάλο. Έτσι, χωρίς λόγο. Φώναξε ένα «παλιοκουμούνι», και του έριξε στο ψαχνό. Ήταν πιωμένος, μόλις είχε βγει από την ταβέρνα και τρέκλιζε. Πέρασε το παιδί από μπροστά του και, χωρίς να του πει τίποτα, έβγαλε το πιστόλι και του έριξε πισώπλατα. Δεν πέρασε λεπτό κι εμφανίστηκε κι ο μικρός. Μόλις βλέπει τον αδερφό του κάτω, πέφτει και τον αγκαλιάζει. Τότε ο Μέρμηγκας, που είχε φύγει λίγο μπροστά, γυρίζει πάλι πίσω και πιστολίζει και τον μικρό. Γι’ αυτό τους βρήκες έτσι. Κανείς δεν τους άγγιξε. Φοβήθηκε ο κόσμος και κλειδαμπαρώθηκε στα σπίτια του».
Της ήρθε να αφήσει μια στριγκλιά, να ακουστεί μέχρι τον άλλο κόσμο. Ψέλλισε ένα «ευχαριστώ», και στηρίχτηκε με την πλάτη στον τοίχο. Ο καρβουνιάρης έκανε να φύγει. Πριν ανέβει στο κάρο γύρισε και την κοίταξε: «εγώ δεν σου είπα τίποτα, κυρά-Άννα. Μ’ έχουν στη μπούκα, καταλαβαίνεις…». Κούνησε το κεφάλι της, για να τον καθησυχάσει και τον ευχαρίστησε για μια ακόμη φορά.
Γύρισε μέσα και είπε σε όλες να φύγουν, να την αφήσουν μόνη με τα παιδιά της. Αγένεια εκ μέρους της, αλλά ποια να παραπονεθεί; Όλες μανάδες ήτανε. Όλες ήξεραν πως ο πόνος της δεν έχει ταίρι.
Μόλις το σπίτι άδειασε πήγε στην κάμαρα για να πλύνει τα παιδιά της και να τα ντύσει για την εξόδιο ακολουθία. Κάθε σταγόνα αίμα που καθάριζε, πρόσθετε και λίγο ακόμη στο μίσος της. Μέχρι που το μίσος τη γέμισε μέχρι επάνω. Όλα τα άλλα συναισθήματα εξαφανίστηκαν, παρασύρθηκαν όπως το ξερόκλαδο από τα νερά του ορμητικού χειμάρρου. Μίσησε τον εαυτό της. Και τον μίσησε τόσο που δεν βάζει ανθρώπου νους. Η ίδια έφταιγε. Αυτή ευθυνόταν για το θάνατο των παιδιών της. Αλλά πού να το φανταστεί; Πώς να καταλάβει ότι θα έφτανε σε αυτό το σημείο;
Β’ ΜΕΡΟΣ
Το μυαλό της γύρισε μεμιάς κάμποσους μήνες πίσω. Τότε που, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ο Μήτσος ο Μέρμηγκας της χτύπησε την πόρτα. Δεν τον ήξερε προσωπικά, αλλά είχε ακούσει τι κουμάσι ήταν: χαρτοπαίκτης, μπεκρής, χασικλής, μαχαιροβγάλτης. Μικρή η πόλη τους, όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Γι’ αυτό και δεν της έκανε καμία εντύπωση όταν έμαθε ότι ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στα τάγματα.
Μολονότι δεν είχε καμία διάθεση, τον πέρασε μέσα. Κάθισαν αντίκρυ στο τραπέζι κι έπιασε να τον παρατηρεί. Τα μάτια του κόκκινα, προφανώς ήταν πιωμένος, το μαλλί περασμένο μπριγιαντίνη, ούτε τρίχα να μην πετάει, το μουστάκι περιποιημένο. Κι ένα χαμόγελο, που μέχρι να ανοίξει το στόμα του, δεν μπορούσε να το δικαιολογήσει.
Την παίδεψε μέχρι να φτάσει στο δια ταύτα. Την παίδεψε και την ανησύχησε. Άρχισε να της λέει για τα παιδιά της, που έχουν μπλέξει, που πρέπει κάποιος να τα προσέχει, που οι εποχές είναι επικίνδυνες, που… που… που… Ντρεπόταν, γι’ αυτό και της κουβαλήθηκε πιωμένος, για να τον βοηθήσει το πιοτό να τα πει.
Της τα είπε τελικά. Την ήθελε. Του άρεσε πολύ σαν γυναίκα, κι αν γίνονταν ζευγάρι, φόβο δεν θα είχε ξανά. Ούτε αυτή, ούτε τα παιδιά της. Θα τους είχε υπό την προστασία του, και της έδειξε, κομπάζοντας, το περίστροφο που είχε περασμένο στη ζώνη του.
Ο τελευταίος άντρας να ήταν στη γη, μαζί του δεν θα πήγαινε. Τον σιχαινόταν. Η ανάσα του, που βρομούσε κρασί, της ανακάτευε τα σωθικά. Δεν του τα είπε έτσι, βέβαια. Του το έφερε πιο γλυκά, δεν ήθελε να τον αγριέψει. Άρχισε να του λέει πως αυτή έκλεισε σαν γυναίκα, τώρα είναι μόνο μάνα. Όλη της η ζωή είναι τα παιδιά της. Του είπε κι άλλα, όπως ότι τον ευχαριστεί πολύ για το ενδιαφέρον, ότι είναι τιμή της που τη διάλεξε και διάφορα τέτοια.
Άδικος κόπος. Ο Μήτσος φρένιασε. Όταν έφυγε την απείλησε ξεκάθαρα: «θα το βρεις μπροστά σου». Έκλεισε την πόρτα, μουρμούρισε ένα «κάλλιο να πάω με σκύλο», και του έριξε ένα περιποιημένο φάσκελο. Αλλά δεν ήξερε με ποιον είχε να κάνει. Γιατί αν ήξερε, το φάσκελο θα το έριχνε στα μούτρα της.
Με το σούρουπο μαζεύτηκε πάλι η γειτονιά. Τους έκλαψαν, τους μοιρολόγησαν και λίγο μετά το πρώτο φως τους έθαψαν. Γύρισε σπίτι της σαν χαμένη. Να μην ξέρει ούτε ποια είναι, ούτε που πάει. Τίποτα δεν ήξερε. Μόνο ένα πράμα είχε φωλιάσει στο μυαλό της: το μίσος. Να εκδικηθεί για το χαμό των παιδιών της. Με οποιονδήποτε τρόπο, με όποιο κόστος. Στην αρχή σκέφτηκε να παραφυλάξει και να τον καθαρίσει με μαχαίρι. Να τον σφάξει έτσι όπως έσφαζε τις κότες της. Δύσκολο δεν θα ήταν. Έτσι κι αλλιώς, μονίμως πιωμένος είναι. Αλλά αν δεν τα κατάφερνε να τον αιφνιδιάσει; Άντρας ήταν κι αυτή γυναίκα. Όσο και να έχει πιει, πάντα θα είναι πιο δυνατός από αυτήν. Άσε που, μετά το φονικό, σίγουρα θα ήταν πιο επιφυλακτικός.
Την απέκλεισε αυτή την εκδοχή. Όπως απέκλεισε και οτιδήποτε άλλο σκέφτηκε. Κάποια είχαν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, αλλά δεν της αρκούσε. Ήθελε να είναι απολύτως βέβαιη ότι θα επιτύγχανε το σκοπό της. Κι ύστερα ας χανόταν. Καθόλου δεν την ένοιαζε. Αν, όμως, έφευγε χωρίς να τα έχει καταφέρει, η ψυχή της δεν θα ησύχαζε ποτέ.
Ένας μήνας πέρασε αφότου έχασε τα παιδιά της. Από το σπίτι της δεν ξεμύτισε ούτε λεπτό. Κλείστηκε μέσα, να μην τη βλέπει άνθρωπος. Ως και τα παντζούρια δεν τα άνοιγε πια. Έμαθε να ζει στο σκοτάδι, σαν το τρωκτικό στο λαγούμι του. Ο πόνος όμως εκεί, ακλόνητος, να μην την εγκαταλείπει ούτε δευτερόλεπτο. Χίλιες φορές σκέφτηκε να δώσει τέλος στη ζωή της· τι να την κάνει τη ζωή χωρίς τα παιδιά της; Χίλιες φορές υπαναχώρησε. Εκτός που θα άφηνε την κόρη της μονάχη, το μίσος της δεν της επέτρεπε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια χωρίς να έχει πρώτα εκδικηθεί.
Τρεις μήνες πέρασαν. Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Κι έκανε ζέστη. Το κλειστό σπίτι έβραζε, αλλά παράθυρο δεν άνοιγε. Έκανε όμως κουράγιο. Ήταν κι η μικρή στη μέση, που τον τελευταίο καιρό πήγαινε σε μια μοδίστρα για να μάθει την τέχνη. Στην αρχή δεν ήθελε, αντέδρασε, αλλά κατόπιν κατάλαβε πως αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Ακόμη κι αν η ίδια είχε επιλέξει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της πίσω από τα κλειστά πορτοπαράθυρα, δεν είχε το δικαίωμα να επιβάλλει το ίδιο και στην κόρη της.
Αλλά ανησυχούσε. Η μικρή έδειχνε να ενδιαφέρεται για την εμφάνισή της όσο ποτέ· έκοψε το μαλλί, περιποιόταν τα νύχια της, κοιταζόταν με τις ώρες στον καθρέφτη. Να ήταν, άραγε, ένας τρόπος να αντιμετωπίσει τον πόνο ή σαλιάριζε με κάποιο σερνικό; Το δεύτερο της φαινόταν αδιανόητο, αλλά και να το αποκλείσει δεν μπορούσε.
Την ενοχλούσε, όμως. Κάθε που έβλεπε την κόρη της να συνεχίζει τη ζωή της σαν να μην έχει συμβεί το παραμικρό, ήθελε να την αρπάξει από το μαλλί και να της το μαδήσει τρίχα-τρίχα. Αλλά τις νύχτες, όταν άκουγε τους κλαυθμούς από την κάμαρά της, καταλάβαινε πως υπέφερε, πως προσπαθούσε να φαίνεται φυσιολογική αλλά μέσα της έβραζε, πενθούσε ίσως περισσότερο κι από την ίδια.
Μια μέρα όμως, δεν άντεξε. Κόντευε σούρουπο, κι η Μαργαρώ δεν είχε ακόμη γυρίσει. Η αγωνία την έτρωγε σε τέτοιο βαθμό που, όταν γύρισε, και βλέποντας ένα περίεργο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, τη χαστούκισε. Η μικρή αδιάφορη, λες και δεν συνέβη το παραμικρό. Αυτό την εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο· έπεσε πάνω της κι άρχισε να τη χτυπάει με λύσσα. Μέχρι που απόκανε και την παράτησε.
Η Μαργαρώ κάθισε στο τραπέζι: «ξεθύμανες;». Μες στη θολούρα της νόμισε πως την ειρωνεύεται, της ήρθε να πέσει επάνω της και να την αποτελειώσει. Ευτυχώς, κατάλαβε ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Κάθισε πλάι της κι έμεινε να την κοιτάζει στα μάτια. Η Μαργαρώ της έπιασε το χέρι: «τον έχω έτοιμο. Αν βοηθήσεις, αύριο τελειώνουν όλα. Αν δεν θες, τα καταφέρνω και μόνη μου».
Κι έπιασε να της εξηγεί. Δεν πήγαινε να μάθει μοδιστρική. Δηλαδή πήγαινε, αλλά ο σκοπός της ήταν άλλος: να παγιδεύσει τον Μέρμηγκα, που το σπίτι του απείχε ελάχιστα από το σπίτι της μοδίστρας. Και τα κατάφερε. Αύριο βράδυ, παραμονή δεκαπενταύγουστου, η μοδίστρα θα πήγαινε να ξενυχτήσει σε κάποιο μοναστήρι. Κι αυτή, που είχε κλειδιά του σπιτιού, κανόνισε με τον Μέρμηγκα να βρεθούν στο σπίτι της μοδίστρας. Θα τον καθάριζε. Είτε μόνη της, είτε με τη βοήθεια της μάνας της θα τον καθάριζε. Το σχέδιό της ήταν απλό: θα του έριχνε στο κρασί λίγο από το υπνωτικό που ο γιατρός είχε δώσει στη μάνα του για να κοιμάται τα βράδια, κι ύστερα θα τον έσφαζε σαν κοτόπουλο.
Έπιασε η Άννα τα χέρια του παιδιού της κι άρχισε να τα φιλάει και να της ζητά συγγνώμη που την παρεξήγησε. Σύντομα αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν, τη μια να κλαίνε με λυγμούς, την άλλη να γελάνε. Φόβος, λύπη, χαρά, λύτρωση, αγωνία όλα ένα χαρμάνι μέσα τους.
Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα. Ή Άννα είχε μετανιώσει. Δεν μπορούσε να βάλει το παιδί της σε κίνδυνο. Πριν φύγει για τη μοδίστρα, έπιασε και της το είπε. Η μικρή ανένδοτη: θα γίνει, ο θεός να κατέβει κάτω, σήμερα θα τον τελείωνε. Λογομάχησαν. Το μητρικό ένστικτο της Άννας της έλεγε να προστατεύσει το μοναδικό της παιδί. Μα σύντομα κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα. Η μικρή ήταν αποφασισμένη. «Είναι το χρέος μας, μάνα. Τ΄ ακούς; Το χρέος μας». Άδικο δεν είχε. Ήταν χρέος τους. Και συναίνεσε. Επανέλαβαν για μια ακόμη φορά τα όσα είχαν σχεδιάσει εχθές το βράδυ, τη σταύρωσε και την έστειλε στην ευχή της Παναγίας.
Με το σούρουπο βγήκε στο δρόμο. Ένα τέταρτο αργότερα, περπατώντας με βήμα ταχύ και το κεφάλι σκυφτό έφθασε στο σπίτι της μοδίστρας. Όπως είχαν συνεννοηθεί, μπήκε από την πίσω πόρτα, της αυλής. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά. Κι ύστερα έσπρωξε την κόρη της πίσω κι έμεινε να την κοιτά. Είχε καιρό, πολύ καιρό, να τη δει χωρίς μαύρα ρούχα. Απρέπεια. Αλλά ο σκοπός τους ήταν ιερός, δικαιολογούσε όλες τις απρέπειες κι ακόμη περισσότερες.
Έριξαν το υπνωτικό στην κανάτα με το κρασί, και κάθισαν στις καρέκλες. Βουβαμάρα. Η αγωνία τους στο κατακόρυφο. Η Άννα πασπάτευε, νευρικά, το χασαπομάχαιρο που είχε κρυμμένο μέσα στα ρούχα της, η μικρή της χάιδευε τα χέρια προσπαθώντας να την καθησυχάσει.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Η Άννα έτρεξε και κρύφτηκε στην κάμαρα, η μικρή άνοιξε. Ο Μέρμηγκας μπούκαρε φουριόζος κι επιχείρησε κατευθείαν να ξεγυμνώσει τη Μαργαρώ. Ήταν πιωμένος πάλι, η ανάσα του βρωμούσε κρασί, τα μάτια του θολά και μισόκλειστα.
Η Μαργαρώ τον απέφυγε με τρόπο: «να πιούμε πρώτα κάτι». Γέμισε τα ποτήρια τους με κρασί. Τσούγκρισαν. Ο Μέρμηγκας το κατέβασε μονορούφι, η Μαργαρώ έβρεξε τα χείλη της και γέμισε πάλι το ποτήρι του. Ο Μέρμηγκας, κοιτώντας τη λάγνα, το άδειασε πάλι μονομιάς.
Ένα λεπτό αργότερα, το κορμί του Μέρμηγκα σωριάστηκε με γδούπο στο πάτωμα. Το υπνωτικό σε συνδυασμό με το μεθύσι του, τον ξαπόστειλαν πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο περίμεναν.
Μάζεψαν τα ποτήρια, την κανάτα, κι αφού βεβαιώθηκαν ότι τα άφησαν όλα όπως τα βρήκαν, τον έδεσαν χειροπόδαρα, του έφραξαν το στόμα με ένα μαντίλι, τον τύλιξαν σε ένα μαύρο σεντόνι, που η Άννα είχε φέρει μαζί της, τον φορτώθηκαν και βγήκαν από την πίσω πόρτα.
Περασμένα μεσάνυχτα. Οι δρόμοι έρημοι, μια ησυχία απόκοσμη επικρατούσε. Όλα έδειχναν ιδανικά. Ως και το γεμάτο φεγγάρι είχε καλυφθεί από το μοναδικό σύννεφο που υπήρχε στον ουρανό. Θεοί και δαίμονες τις συνέδραμαν… Τα μάτια τους να ελέγχουν νευρικά το σκοτάδι. Τα ιδρωμένα τους κορμιά κινούνταν ασθμαίνοντας. Κάθε που ένιωθαν τα χέρια τους να κόβονται από το βάρος, έδιναν κουράγιο η μία στην άλλη: «φθάσαμε… λίγο ακόμη…».
Πέρασαν τα σπίτια και βγήκαν στα πρώτα χωράφια. Στάθηκαν κάτω από μια συκιά για να ανασάνουν από την υπερπροσπάθεια. Η αγωνία τους καταλάγιασε· το πρώτο στάδιο, το δύσκολο, πέρασε. Κανείς δεν τους είδε. Τον άφησαν καταγής κι άρχισαν να τον σέρνουν. Ώσπου, λίγο αργότερα, έφθασαν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο μαντρί, εκεί που είχαν κανονίσει εξαρχής να τον μεταφέρουν.
Αγκαλιάστηκαν για ακόμη μια φορά. Η χαρά τους ξεχείλιζε. Όλα είχαν πάει κατ’ ευχή. «Σπίτι τώρα. Τα υπόλοιπα είναι δικιά μου δουλειά. Και πού ’σαι, το νου σου. Να μην τα χαλάσουμε στο τέλος», είπε η Άννα στην κόρη της και τη φίλησε στο μέτωπο.
Η μικρή χάθηκε στο σκοτάδι. Η Άννα άνοιξε το σεντόνι, τον έγδυσε, του έριξε έναν κουβά με νερό στο πρόσωπο, για να τον συνεφέρει, και κάθισε δίπλα του. Ήθελε να του μπήξει το μαχαίρι άμεσα, να τον ξεκάνει μονομιάς. Αλλά το μίσος της, το πάθος της για εκδίκηση δεν της το επέτρεπε. Έπρεπε να γίνει όπως το είχε σχεδιάσει. Και το σχέδιο που είχε στο μυαλό της δεν περιελάμβανε μόνο το θάνατό του. Ήθελε να υποφέρει. Όπως υπέφερε η ίδια και η κόρη της. Όπως υπέφεραν τα παιδιά της όταν τα πυροβολούσε και τα σκότωνε αναίτια.
Βγήκε απ’ το μαντρί λίγο πριν το χάραμα. Σαν αφιονισμένη μαινάδα έμοιαζε. Το μαλλιά της ανακατεμένα, τα χέρια της, τα ρούχα της, το πρόσωπό της πασαλειμμένα με αίματα. Μα είχε κι ένα μακάριο χαμόγελο. Κοιτούσε τ’ άστρα και γελούσε, μέσα κι έξω της. Την αξίωσε ο θεός να εκδικηθεί το θάνατο των παιδιών της. Τώρα ας έφευγε, δεν την ένοιαζε. Το χρέος της το είχε κάνει.
Τον Μέρμηγκα τον βρήκαν την επόμενη ημέρα. Του είχαν κόψει τα γεννητικά όργανα, του τα είχαν βάλει στο στόμα και κατόπιν τον έκαψαν. Άγρια τον είχαν βασανίσει. Πολύ άγρια. Κι αυτό, έγραψαν οι εφημερίδες, δεν μπορούσαν να το κάνουν παρά οι κομουνιστές. Αυτοί, μόνο αυτοί, κρύβουν μέσα τους τόσο άγρια ένστικτα…