Την πλήρη αδυναμία της αστυνομίας να δώσει πειστικές εξηγήσεις για το ρόλο της στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από το τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής, επισφράγισε η κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα αστυνομικού της ΔΙΑΣ Δημήτρη Μπάγιου στις 22 και 23 Δεκέμβρη, 41η και 42η μέρα της δίκης της ναζιστικής οργάνωσης αντίστοιχα.
Την πρώτη μέρα, ο μάρτυρας… κατέρρευσε μπροστά στις δικαιολογημένες ερωτήσεις της προέδρου για το πώς κινήθηκαν ο ίδιος και οι επτά ακόμα συνάδελφοί του που ήταν παρόντες σε όλη τη διάρκεια της δολοφονικής επίθεσης -αντίδραση που φανερώνει απόλυτη ενοχή για τα ψέματα που αράδιαζε προκειμένου να καλύψει τις ευθύνες της υπηρεσίας του. Ενώ τη δεύτερη μέρα, δεν κατάφερε να δώσει ούτε μία σοβαρή απάντηση στο γιατί οκτώ αστυνομικοί δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τη δολοφονία. Τα «κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε», «δεν προλάβαμε» και «δεν είμαστε εκπαιδευμένοι για τόσα άτομα» που επαναλάμβανε ο μάρτυρας δεν έπεισαν κανέναν.
Η κατάθεσή του, που ήρθε ως συνέχεια αυτής της συναδέλφου του Αγγελικής Λεγάτου, στην ουσία επιβεβαίωσε την αδράνεια των δύο ομάδων ΔΙΑΣ από τη στιγμή που έφτασαν έξω από την καφετέρια Κοράλι στην Κεφαλληνίας έχοντας πάρει σήμα για «πενήντα άτομα με ρόπαλα» που κατευθύνονταν προς τα εκεί, μέχρι τη σύλληψη του Ρουπακιά στην Τσαλδάρη όταν ο Παύλος Φύσσας τους τον υπέδειξε ως αυτόν που τον μαχαίρωσε. Παρότι είδε τους 50 έξω από την καφετέρια («κοντοκουρεμένοι, μαυροφορεμένοι, σωματώδεις», όπως είπε), τους είκοσι από αυτούς που έτρεξαν προς Τσαλδάρη φωνάζοντας και βρίζοντας, καθώς και μετά τους τέσσερις με πέντε που χτυπούσαν το Φύσσα, στις κρίσιμες ερωτήσεις τι έκανε ο ίδιος όλο αυτό το διάστημα δεν είχε απάντηση.
«Ήμουν παρατηρητής» ήταν η μόνιμη φράση του για το ρόλο του όταν βρίσκονταν ακόμα έξω από την καφετέρια, εξηγώντας ότι ο παρατηρητής προσέχει μην επιτεθεί κάποιος στην ομάδα του από πίσω. «Ό,τι κι αν συμβαίνει εσείς κοιτάτε πίσω;… Μπροστά σας δεν βλέπετε;… Και πώς βλέπετε αν οι άλλοι χρειάζονται βοήθεια;», ήταν οι λογικές ερωτήσεις της προέδρου με τον αστυνομικό να υπεκφεύγει με προκλητικό τρόπο ότι αυτές είναι οι εντολές που έχει και ότι υπεύθυνος είναι ο επικεφαλής της ομάδας, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Τσολακίδης (ο οποίος θα καταθέσει στη συνέχεια).
Όταν πια άρχισε να δηλώνει άγνοια για όλα όσα διαδραματίστηκαν στην Τσαλδάρη («δεν είδα», «δεν παρατήρησα» και «δεν θυμάμαι» ήταν οι απαντήσεις του σε όλες σχεδόν τις ερωτήσεις για το πού πήγαν οι είκοσι που έτρεχαν, για το αν υπήρχε κόσμος στο δρόμο, για το αν φορούσε κράνος, για το πού ήταν οι άλλοι αστυνομικοί εκτός των έξι που προηγούνταν κλπ) λέγοντας ότι το μόνο που έκανε ήταν να τρέχει πίσω από τον Μπιάγκη (επίσης θα καταθέσει στη συνέχεια) που κρατούσε το υποπολυβόλο για να μην του το πάρουν και ότι προσπαθούσε να δει αν είναι καλά οι υπόλοιποι συνάδελφοί του, ακολούθησε μπαράζ ερωτήσεων από την πρόεδρο.
«Πολύ περιορισμένο ήταν και το τι βλέπατε και το τι κάνατε, κύριε μάρτυρα», είπε. «Δεν συνάδει το δεν είδα, δεν παρατήρησα με αστυνομικό και με αυτό που κληθήκατε να κάνετε… Για το τι μπορεί να συμβαίνει στους πολίτες την προστασία των οποίων έχετε αναλάβει, ενδιαφερθήκατε εκείνο το βράδυ;… Κάνατε κάποια κίνηση, κάποια ενέργεια, φωνάξατε, κάνατε αντιληπτή την παρουσία σας;… Τι προσφέρατε σαν αστυνομικός;». Έτσι, πριν προλάβει καλά καλά να ολοκληρώσει την περιγραφή των γεγονότων την πρώτη μέρα της κατάθεσής του, ο αστυνομικός ζήτησε ολιγόλεπτη διακοπή για να λιποθυμήσει κατεβαίνοντας από το βήμα.
Επιθετική διάθεση
Η συνέχεια της κατάθεσής του την επόμενη μέρα δεν ήταν πολύ διαφορετική. Τον ελλιπή εξοπλισμό και εκπαίδευση της ΔΙΑΣ απέναντι σε τόσα πολλά άτομα, την εντολή να δίνουν εικόνα και όχι να επέμβουν, το ότι κανείς δε ζήτησε βοήθεια, ως και το φόβο που ένιωσαν από τους πενήντα και την επιθετική τους διάθεση (σε αντίφαση βέβαια με απάντησή του σε άλλη στιγμή ότι δεν έβλεπε «να κινδυνεύει κανείς εκείνη τη στιγμή») επιστράτευσε ο μάρτυρας για να δικαιολογήσει το γιατί οι αστυνομικοί δεν ανέλαβαν καμία πρωτοβουλία αποτροπής του τάγματος εφόδου και της δολοφονικής επίθεσης. Παρότι παραδέχτηκε ότι από την αρχή κατάλαβε ότι οι συγκεντρωμένοι στο Κοράλι ήταν χρυσαυγίτες ή ότι ο Ρουπακιάς «αν και με διαφορετικό σωματότυπο», όπως είπε, «πρέπει να ήταν μαζί με τους πενήντα», επέμεινε πως οι αστυνομικοί έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν.
Μάλιστα αποκάλυψε, αφήνοντας κυριολεκτικά εμβρόντητους έδρα και ακροατήριο, ότι όλοι τους έχουν πάρει και έπαινο από τον αρχηγό της αστυνομίας για τη σύλληψη Ρουπακιά. «Για ποιο λόγο;», τον ρώτησε τότε η πρόεδρος, «Πιάσατε τον Ρουπακιά ενώ περπατούσε αργά προς το αυτοκίνητό του. Αφού δεν έτρεχε να φύγει, ήταν προς έπαινο αυτό; Μου κάνει εντύπωση». Ενώ στην αρνητική απάντηση του αστυνομικού για το αν ο Ρουπακιάς αντιστάθηκε ή αν κάποιος προσπάθησε να τους τον αποσπάσει, η πρόεδρος σχολιάσε: «Εύκολη σύλληψη ήταν τελικά…».
Επεισοδιακή ήταν στη συνέχεια η εξέταση του μάρτυρα από την πολιτική αγωγή καθώς οι συνήγοροι υπεράσπισης των χρυσαυγιτών αποφάσισαν ότι εκτός από τους πελάτες τους πρέπει να προστατέψουν και τον αστυνομικό (στις καταθέσεις άλλωστε των ΔΙΑΣ στηρίζονται κατά κύριο λόγο για να βγάλουν όλους τους άλλους μάρτυρες αναξιόπιστους). Οι συνεχείς τους παρεμβάσεις, με υποδείξεις στην πολιτική αγωγή για το πώς πρέπει να γίνονται οι ερωτήσεις ή ακόμα και υπαγορεύοντας οι ίδιοι τις απαντήσεις, ήταν εξοργιστικές ενώ οδήγησαν και στην πρόωρη διακοπή της διαδικασίας.
Πριν ωστόσο η πολιτική αγωγή είχε αναγκάσει το μάρτυρα να παραδεχτεί μια σειρά κρίσιμα σημεία, όπως ότι θεώρησε τους χρυσαυγίτες επικίνδυνους, έτοιμους για κακό σκοπό τον οποίο και μπορούσαν να πραγματοποιήσουν ή ότι το τάγμα εφόδου παρακολουθούσε τη δολοφονία από το απέναντι πεζοδρόμιο. Και επιπλέον, ανέδειξε με τις ερωτήσεις της πως οι αστυνομικοί δεν ενήργησαν όπως θα έπρεπε όχι μόνο πριν τη δολοφονία αλλά ούτε και μετά, καθώς δεν έκαναν άλλες συλλήψεις, δεν βρήκαν μάρτυρες, δε χειροπέδησαν το Ρουπακιά, δε μάζεψαν το μαχαίρι παρά μόνο αφού ήρθε το περιπολικό.
Η δίκη συνεχίζεται στις 11, 12, 13 (συνεδρίαση που μπήκε στη θέση της 7/1), 15, 19, 20, 22, 26, 28 και 29 Γενάρη.
“Η αστυνομία έχει λερωμένη τη φωλιά της”
Μέχρι τώρα η αστυνομία ήταν, σε επίσημο επίπεδο, στο απυρόβλητο. Παρότι το αντιφασιστικό κίνημα τα τελευταία χρόνια δε σταμάτησε ποτέ να καταγγέλει τις σχέσεις ανοχής ή και ανοιχτής συνεργασίας της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή, όπως στη δολοφονία Φύσσα, αυτή η πλευρά έμενε ανέγγιχτη.
Ακόμα και όταν ξεκινούσαν οι καταθέσεις στο δικαστήριο το περασμένο Σεπτέμβρη και η μητέρα του Παύλου Φύσσα έλεγε ξεκάθαρα ότι «η αστυνομία είναι συνένοχη» ή οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής έθιγαν με οποιδήποτε τρόπο το ζήτημα, η αντίδραση όλων -και της έδρας- ήταν ότι «εδώ δεν δικάζεται η αστυνομία», ότι «αυτά είναι εκτός κατηγορητηρίου και δεν έχουν σχέση με την παρούσα υπόθεση».
Τώρα όμως που η εικόνα αρχίζει να ξεδιπλώνεται μέσα από τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων και το παζλ συμπληρώνεται, αυτή η διάσταση βγαίνει στην επιφάνεια. Ούτε το δικαστήριο μπορεί πια να αποφύγει την πραγματικότητα, ότι δηλαδή η αδράνεια της αστυνομίας ήταν βασική συνθήκη για να γίνει δυνατή η δολοφονία Φύσσα. Είναι μια εξέλιξη που δικαιώνει το αντιφασιστικό κίνημα και το κάνει ακόμα πιο δυνατό. Για να συνεχίσει τη δράση του και να δει όλους όσους ανέχτηκαν, στήριξαν και συγκάλυψαν τη δράση της ναζιστικής συμμορίας στη ίδια θέση με τους χρυσαυγίτες κατηγορούμενους.
Θεατές
Τη συνενοχή της αστυνομίας ανέδειξαν πολλοί από τους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής στη συνεδρίαση της 22 Δεκέμβρη, κατά το σχολιασμό της κατάθεσης της αστυνομικού Αγγελικής Λεγάτου, που προηγήθηκε του Δ. Μπάγιου αλλά κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος κάλυψης των ευθυνών της αστυνομίας (βλέπε Εργατική Αλληλεγγύη 1204). Για «ανεπάρκεια ή και πλήρη απραξία της αστυνομίας» μίλησε η Ε. Χριστοδούλου, για αστυνομικούς «θεατές που δεν έχουν ούτε κοινό σενάριο για να καλύψουν την ολιγωρία τους» η Ε. Τομπατζόγλου, εκ μέρους και οι δύο της οικογένειας Φύσσα.
«Το μέλημα της αστυνομικού ήταν η στήριξη της υπηρεσίας της. Έτσι εξηγούνται όλες οι αντιφάσεις της», είπε ο Τάκης Ζώτος, εκ μέρους των Αιγύπτιων αλιεργατών, «Στην πραγματικότητα οι αστυνομικοί δεν έχουν λόγο να βιάσουν την επέμβασή τους. Πρόκειται για αστυνομική μεροληψία, καθώς καταλαβαίνουν ότι βρίσκονται απέναντι σε ένα πολιτικό χώρο μη εχθρικό προς την αστυνομία».
«Η αστυνομία έχει λέρωμένη τη φωλιά της», είπε ο Θανάσης Καμπαγιάννης, εκ μέρους των Αιγύπτιων αλιεργατών, περιγράφοντας όλα όσα δεν έκαναν οι αστυνομικοί εκείνο το βράδυ και συνεχίζοντας «Η αστυνομία έπραξε με πλημμέλεια κι αυτό καθορίζει την κατάθεση της μάρτυρος…απέναντι στην αλήθεια, υπερισχύει το καθήκον».
«Έχουμε έλλειψη ενεργειών από την πλευρά της αστυνομίας», σχολίασε ο Κώστας Παπαδάκης, εκ μέρους των Αιγύπτιων αλιεργατών, «Έχουμε συμπάθεια και ανοχή προς τους συγκεντρωμένους χρυσαυγίτες. Μπορούμε να μιλήσουμε για συνενοχή της αστυνομίας. Θα έπρεπε να δικάζεται κι αυτό σήμερα, είναι πολλοί που δεν κάθονται στο εδώλιο ενώ θα έπρεπε».
• Αντιφασιστική συγκέντρωση έξω από τη δίκη της Χ.Α. στις φυλακές Kορυδαλλού την Τρίτη 12/1, 8πμ, καλούν ο Δήμος Κορυδαλλού, η Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα του Δήμου Κορυδαλλού και η ΚΕΕΡΦΑ.