Μετάφραση: Πάνος Αγγελόπουλος, Ελοντί Κ. Αγάθου
Για τον Ιταλό φιλόσοφο Giorgio Agamben, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης δεν συνιστά ασπίδα προστασίας της δημοκρατίας, αλλά ένα μέτρο που ανέκαθεν συνόδευε τις δικτατορίες.
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε το πραγματικό διακύβευμα της παράτασης του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης [μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου] στη Γαλλία, αν δεν το θέσουμε στα συμφραζόμενα ενός ριζικού μετασχηματισμού του κρατικού μοντέλου με το οποίο είμαστε εξοικειωμένοι. Θα πρέπει πριν από όλα πρώτα να διαψεύσουμε τα λεγόμενα ανεύθυνων πολιτικών, ανδρών και γυναικών, που ισχυρίζονται πως το καθεστώς έκτακτης ανάγκης συνιστά ασπίδα προστασίας για τη δημοκρατία.
Οι ιστορικοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι ισχύει το αντίθετο. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι ακριβώς ο μηχανισμός μέσω του οποίου οι απολυταρχικές εξουσίες εγκαθιδρύθηκαν στην Ευρώπη. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της ανάληψης της εξουσίας από τον Χίτλερ, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Βαϊμάρης είχαν προσφύγει τόσο συχνά στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης (‘’καθεστώς εξαίρεσης’’ σύμφωνα με την γερμανική ορολογία), που όπως έχει ειπωθεί η Γερμανία είχε πάψει ήδη πριν το 1933, να είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Ωστόσο, η πρώτη ενέργεια του Χίτλερ, μετά το διορισμό του, ήταν να διακηρύξει καθεστώς έκτακτης ανάγκης, το οποίο μάλιστα δεν άρθηκε ποτέ. Όταν κανείς εκπλήσσεται για τα εγκλήματα που διέπραξαν ατιμωρητί οι Ναζί στη Γερμανία, ξεχνά ότι αυτές οι πράξεις ήταν απολύτως νόμιμες, καθότι η χώρα τελούσε υπό καθεστώς εξαίρεσης και οι ατομικές ελευθερίες υπό αναστολή.
Γιατί ένα παρόμοιο σενάριο να μην επαναληφθεί στη Γαλλία; Μπορούμε να φανταστούμε χωρίς δυσκολία μια ακροδεξιά κυβέρνηση να χρησιμοποιεί για την επίτευξη των στόχων της το καθεστώς έκτακτης ανάγκης με το οποίο οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις εξοικείωσαν τους πολίτες. Σε μια χώρα που ζει σε ένα παρατεταμένο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, και όπου οι αστυνομικές επιχειρήσεις αντικαθιστούν σταδιακά τη δικαστική εξουσία, πρέπει να αναμένουμε μια γρήγορη και αμετάκλητη υποβάθμιση των δημόσιων θεσμών.
Διατήρηση του φόβου
Και τούτο ισχύει ακόμα περισσότερο στο βαθμό που το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης εγγράφεται, σήμερα, στη διαδικασία που μετατρέπει τις δυτικές δημοκρατίες σε κάτι που πρέπει, ήδη, να ονομάσουμε Κράτος Ασφάλειας («Security State», όπως το αποκαλούν οι Αμερικανοί πολιτολόγοι). Ο όρος «ασφάλεια» έχει πλέον ενταχθεί σε τέτοιο βαθμό στον πολιτικό λόγο ώστε να μπορούμε να ισχυριστούμε, χωρίς να φοβόμαστε μήπως σφάλουμε, ότι οι «λόγοι ασφαλείας» έχουν πάρει τη θέση αυτού που άλλοτε ονομάζαμε «λόγος του κράτους» ή «κρατικό συμφέρον» (raison d’état). Εντούτοις, λείπει σήμερα μια ανάλυση αυτής της νέας μορφής διακυβέρνησης. Καθώς το Κράτος Ασφάλειας δεν αντιστοιχεί ούτε στο Κράτος Δικαίου ούτε σε ό,τι ο Μισέλ Φουκώ χαρακτήρισε «πειθαρχικές κοινωνίες», αρμόζει να θέσουμε εδώ κάποιες κατευθυντήριες γραμμές ενόψει ενός δυνατού, πιθανού, ορισμού.
Στο μοντέλο του Βρετανού Τόμας Χομπς, που έχει επηρεάσει τόσο βαθιά την πολιτική μας φιλοσοφία, το σύμφωνο που μεταφέρει τις εξουσίες στον ηγεμόνα προϋποθέτει τον αμοιβαίο φόβο και τον πόλεμο όλων εναντίον όλων: το Κράτος είναι αυτό ακριβώς που έρχεται να θέσει ένα τέλος στο φόβο. Στο Κράτος Ασφάλειας, το σχήμα αυτό αντιστρέφεται: το Κράτος εδράζεται εις το διηνεκές στο φόβο και πρέπει να τον διατηρήσει πάση θυσία, διότι από αυτόν αντλεί τη βασική λειτουργία και νομιμότητά του.
Όπως έχει ήδη δείξει ο Φουκώ, όταν η λέξη «ασφάλεια» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον πολιτικό λόγο στη Γαλλία με τις κυβερνήσεις των Φυσιοκρατών πριν από την Επανάσταση, ο στόχος δεν ήταν η πρόληψη των καταστροφών και των λιμών, αλλά η εκ των υστέρων διαχείριση και προσανατολισμός τους στην κατεύθυνση που κρίνονταν η πλέον επικερδής.
Καμία νομική υπόσταση
Παρομοίως, η ασφάλεια για την οποία γίνεται λόγος σήμερα δεν αποσκοπεί στο να προλάβει τις τρομοκρατικές ενέργειες (κάτι άλλωστε που είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, καθώς τα μέτρα ασφαλείας είναι αποτελεσματικά μόνο εκ των υστέρων, ενώ η τρομοκρατία είναι εξ ορισμού μια σειρά κινήσεων αιφνιδιασμού), αλλά να καθιερώσει μια νέα σχέση γενικευμένου και διαρκούς ελέγχου – εξ ου και η ιδιαίτερη έμφαση σε μηχανισμούς που επιτρέπουν τον πλήρη έλεγχο των ηλεκτρονικών και επικοινωνιακών δεδομένων των πολιτών, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους απόσπασης του περιεχομένου των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Ο πρώτος κίνδυνος που καλούμαστε να επισημάνουμε είναι αυτός μιας παρέκκλισης προς τη δημιουργία μιας συστημικής σχέσης μεταξύ τρομοκρατίας και Κράτους Ασφαλείας: αν το Κράτος χρειάζεται το φόβο προκειμένου να νομιμοποιηθεί, τότε θα πρέπει να παράγει τρομοκρατία ή, τουλάχιστον, να μην εμποδίζει την ύπαρξη της. Βλέπουμε λοιπόν χώρες να εξακολουθούν να εφαρμόζουν μια εξωτερική πολιτική η οποία τροφοδοτεί την τρομοκρατία που διατείνονται πως καταπολεμούν στο εσωτερικό τους, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν φιλικές σχέσεις ή ακόμα πουλούν όπλα σε κράτη τα οποία είναι γνωστό ότι χρηματοδοτούν τις τρομοκρατικές οργανώσεις.
Ένα δεύτερο σημείο που πρέπει να κατανοήσουμε είναι η αλλαγή του πολιτικού στάτους των πολιτών και του λαού, ο οποίος υποτίθεται πως είναι ο κάτοχος της κυριαρχίας. Στο Κράτος Ασφάλειας, παρατηρούμε τη δημιουργία μιας ασυγκράτητης τάσης προς αυτό που πρέπει να ονομάσουμε προοδευτική αποπολιτικοποίηση των πολιτών, των οποίων η συμμετοχή στην πολιτική περιορίζεται στις εκλογικές δημοσκοπήσεις. Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική στο βαθμό που θεωρητικοποιήθηκε από ναζί νομικούς, οι οποίοι ορίζουν το λαό ως ένα στοιχείο ουσιαστικά απολίτικο, την προστασία και την ανάπτυξη του οποίου πρέπει να διασφαλίσει το Κράτος.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους ίδιους νομικούς, υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να καταστεί πολιτικό αυτό το απολίτικο στοιχείο: μέσω της ισότητας της καταγωγής και της φυλής, που θα το διακρίνει και θα το διαφοροποιεί από τον ξένο και τον εχθρό. Εν προκειμένω, δεν συγχέουμε το ναζιστικό κράτος και το σύγχρονο Κράτος Ασφάλειας: αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι αν απολιτικοποιούμε τους πολίτες, αυτοί δεν μπορούν να βγουν από την παθητικότητά τους παρά μόνο αν κινητοποιηθούν μέσω του φόβου ενάντια σε έναν ξένο εχθρό ο οποίος δεν είναι μόνο εξωτερικός (στη Γερμανία ήταν οι Εβραίοι, στη Γαλλία σήμερα είναι οι μουσουλμάνοι).
Αβεβαιότητα και τρομοκράτηση
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξετάσουμε την ζοφερή στέρηση της υπηκοότητας για τους πολίτες με διπλή υπηκοότητα στη Γαλλία, η οποία θυμίζει το φασιστικό νόμο του 1926 για τη στέρηση “της ιταλικής υπηκοότητας για τους ανάξιους πολίτες”’, και τους ναζιστικούς νόμους για την στέρηση της γερμανικής υπηκοότητας των Εβραίων.
Ένα τρίτο σημείο, του οποίου δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τη σημασία, είναι η ριζική αλλαγή των κριτηρίων που καθιερώνουν την αλήθεια και τη βεβαιότητα στη δημόσια σφαίρα. Αυτό που εντυπωσιάζει πριν από όλα έναν προσεκτικό παρατηρητή των αναφορών που δημοσιοποιούνται για τα τρομοκρατικά εγκλήματα, είναι η πλήρης παραίτηση από την ανάγκη διαμόρφωσης της νομικής βεβαιότητας.
Ενώ είναι κατανοητό σε ένα κράτος δικαίου ότι ένα έγκλημα πρέπει να πιστοποιείται κατόπιν δικαστικής έρευνας, υπό το παράδειγμα της Ασφάλειας, καλούμαστε να περιοριστούμε σε ό,τι λένε επ’ αυτού η αστυνομία και τα μέσα ενημέρωσης που εξαρτώνται από αυτήν – δηλαδή δύο αρχές που πάντα θεωρούνταν ελάχιστα αξιόπιστες. Εξ ου και η απίστευτη αοριστία και οι ολοφάνερες αντιφάσεις στις βιαστικές αναπαραστάσεις των γεγονότων, που ξεφεύγουν συνειδητά κάθε δυνατότητας επαλήθευσης και διαψευσιμότητας και προσιδιάζουν πολύ περισσότερο σε κουτσομπολιά παρά σε έρευνες. Αυτό σημαίνει ότι το Κράτος Ασφαλείας έχει κάθε συμφέρον οι πολίτες του – των οποίων καλείται να εξασφαλίζει την προστασία – να παραμένουν σε καθεστώς αβεβαιότητας σχετικά με το τι τους απειλεί, γιατί η αβεβαιότητα και η τρομοκράτηση πάνε μαζί.
Την ίδια αβεβαιότητα βρίσκουμε στο κείμενο του νόμου της 20ης Νοεμβρίου σχετικά με το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, που αναφέρεται σε «κάθε πρόσωπο για το οποίο έχουμε σοβαρούς λόγους να θεωρήσουμε ότι η συμπεριφορά τους συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια». Είναι σαφές ότι η διατύπωση «σοβαρούς λόγους να θεωρήσουμε» δεν έχει καμία νομική υπόσταση και ότι, στο βαθμό που παραπέμπει στην αυθαιρεσία εκείνου που «θεωρεί ότι», μπορεί να εφαρμοστεί οποιαδήποτε στιγμή και στον οποιονδήποτε. Στο Κράτος Ασφαλείας, τέτοιες ακαθόριστες διατυπώσεις, που ανέκαθεν θεωρήθηκαν από τους νομικούς ως αντίθετες με την αρχή της βεβαιότητας του δικαίου, γίνονται ο κανόνας.
Αποπολιτικοποίηση των πολιτών
Η ίδια ασάφεια και τα ίδια διφορούμενα επανέρχονται στις δηλώσεις των γυναικών και ανδρών πολιτικών, σύμφωνα με τους οποίους η Γαλλία βρίσκεται σε πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Ένας πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είναι μια αντίφαση ως προς τους ίδιους τους όρους, διότι η κατάσταση πολέμου ορίζεται ακριβώς από τη δυνατότητα να καθοριστεί με ακριβή τρόπο ο εχθρός που πρέπει να πολεμήσουμε. Με την οπτική της ασφάλειας, ο εχθρός πρέπει – αντίθετα – να παραμένει ασαφής, ώστε οποιοσδήποτε, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό,να μπορεί να οριστεί ως τέτοιος.
Διατήρηση μιας γενικευμένης κατάστασης φόβου, αποπολιτικοποίηση των πολιτών, απάρνηση κάθε βεβαιότητας του δικαίου: ιδού τρία χαρακτηριστικά του Κράτους Ασφαλείας, που μπορούν δικαίως να προβληματίσουν. Τούτο σημαίνει από τη μία ότι το Κράτος Ασφαλείας στο οποίο ολισθαίνουμε κάνει το αντίθετο απ’ ό,τι υπόσχεται, καθώς – αν ασφάλεια σημαίνει απουσία έγνοιας (sine cura) – διατηρεί αντίθετα το φόβο και την τρομοκράτηση. Το κράτος ασφάλειας είναι, από την άλλη, ένα αστυνομικό κράτος, καθώς, με την έκλειψη της δικαστικής εξουσίας, διευρύνει και γενικεύει το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας της αστυνομίας η οποία, σε ένα καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που έχει καταστεί κανονικό, ενεργεί ολοένα και περισσότερο ως ανώτατη αρχή.
Από την σταδιακή αποπολιτικοποίηση του πολίτη, που έγινε τρόπον τινά ένας εν δυνάμει τρομοκράτης, το κράτος ασφαλείας εξέρχεται πια από τη γνωστή περιοχή της πολιτικής, για να οδηγηθεί προς μια αβέβαιη ζώνη, όπου το δημόσιο και το ιδιωτικό συγχέονται, και της οποίας δυσκολευόμαστε να καθορίσουμε τα σύνορα.