Δεν ήταν μονάχα τα πληκτρολόγια των ΜΜΕ που εντάχθηκαν στην προσπάθεια δημιουργίας κλίματος κοινωνικού αυτοματισμού σε βάρος όσων βρίσκονται σε κινητοποιήσεις. Ήταν και αυτά διαφόρων κυβερνητικών παραγόντων που με επιμονή εντείνουν μέχρι και σήμερα αυτήν την προπαγάνδα: Με βεβαιώσεις ότι η κυβερνητική πρόταση είναι ταξικά μεροληπτική, ότι ήρθε η ώρα την κρίση να πληρώσουν οι κρίσοι και ότι χρειάζεται επιτέλους να «κάνουν μια θυσία και οι “πάση θυσία”» (Κυρίτσης Γ., Αυγή, 26.01.2016), δείχνοντας ως “πάση θυσία” και ως “Μένουμε Ευρώπη” τους περίπου 15.000 επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων που διαδήλωσαν τις προηγούμενες εβδομάδες ενάντια στο νέο ασφαλιστικό.
Ναι, στις κινητοποιήσεις συμμετείχαν μεγαλοδικηγόροι· ναι, κατέβηκαν στους δρόμους μηχανικοί-αφεντικά· ναι συμμετείχαν και επιστημονικοί σύλλογοι που είχαν στηρίξει το «Ναι» στο δημοψήφισμα. Και ναι· δίπλα σε όλους τους προηγούμενους ή σε γειτονικά μπλοκ, διαδήλωσαν και οι “μπλοκάκηδες”, οι υπάλληλοι των προηγούμενων αφεντικών, οι μισθωτοί, οι χιλιάδες επισφαλώς εργαζόμενοι νέοι επιστήμονες, οι άνεργοι. Και ναι η γραβάτα φορέθηκε από τους μεγαλοδικηγόρους, φορέθηκε όμως και από τους μπλοκάκηδες δικηγόρους, τους μισθωτούς, τους επισφαλώς εργαζόμενους για 400 ευρώ μαύρης εργασίας. Γιατί για αυτούς και αυτές, το σακάκι με τη γραβάτα και το ταγιέρ αποτελούν πρακτικά τη “στολή εργασίας” στους χώρους που εργάζονται, γιατί οι κινητοποιήσεις γίνονται σε εργάσιμες ώρες και οι δικηγόροι και μηχανικοί κατέβηκαν μετά ή και ενδιάμεσα από τις δουλειές τους. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες ακόμα εργαζόμενοι που πλήττονται, τόσο από την μείωση των μελλοντικών συντάξεων που προκύπτει από την “πρόταση της κυβέρνησης” πριν ακόμα αυτή μπει στην προκρούστειο κλίνη της διαπραγμάτευσης, όσο και από την αύξηση των ασφαλιστικών τους εισφορών, θα ήθελαν να είναι στο δρόμο και δεν μπορούσαν. Εργαζόμενοι, ειδικά σε επισφαλή καθεστώτα, οι οποίοι είτε δεν έχουν τη δυνατότητα να απεργήσουν ή να κάνουν στάση εργασίας, είτε δεν καλύπτονται συνδικαλιστικά από αντίστοιχους φορείς – όπως πάρα πολλοί εργαζόμενοι στο χώρο της δημοσιογραφίας που δεν έχουν δικαίωμα εγγραφής στην ΕΣΗΕΑ – είτε δεν ανήκουν καν σε κάποιον από τους κλάδους που εκφράζονται από “επιστημονικούς φορείς” -όπως χιλιάδες μπλοκάκηδες που δεν ασφαλίζονται στο ΕΤΑΑ αλλά στον ΟΑΕΕ – με αποτέλεσμα να παραμένουν “αφανείς” αυτό το διάστημα, παρότι διακυβεύονται πάρα πολλά για τη ζωή τους.
Η ταξική διαστρωμάτωση όσων διαδήλωσαν, η διαταξικότητα των κινητοποιήσεων, όπως άλλωστε και η ταξική διαστρωμάτωση των επιστημονικών συλλόγων των μηχανικών και των δικηγόρων, είναι γεγονός. Αυτό που μοιάζει όμως να ξεχνούν τα περισσότερα πληκτρολόγια από αυτά που πήραν φωτιά τις προηγούμενες μέρες, είναι το γεγονός ότι το πλειοψηφικό κομμάτι των κλάδων αυτών σήμερα έχει εδώ και καιρό αφήσει τα … μεσοαστικά κλιμάκια, με την προλεταριοποίηση των περισσότερων επιστημονικών κλάδων να έχει εξαπλωθεί εκρηκτικά τα τελευταία χρόνια. Έχει ήδη γίνει πολλές φορές αναφορά στους χιλιάδες μηχανικούς που αδυνατούν να πληρώσουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές, που μένουν ανασφάλιστοι χωρίς περίθαλψη, που επιλέγουν να διαγραφούν από το ΤΕΕ και το ταμείο τους, που παραμένουν άνεργοι ή/και οδηγούνται στη μετανάστευση. Οι χιλιάδες αυτές πολλαπλασιάζονται σε ότι αφορά τους νέους επιστήμονες, που είτε είναι άνεργοι και παράλληλα αναγκασμένοι να πληρώνουν εισφορές χωρίς δικαίωμα και αναγνώριση του χρόνου ανεργίας τους, είτε επισφαλώς εργαζόμενοι – ή και πιο συχνά –εργαζόμενοι “μαύρα” με μισθούς που σπάνια ξεπερνούν τα 600 ευρώ και φυσικά δεν καλύπτουν τις εισφορές.
Όχι, δε θα πληρώσουν οι πλούσιοι ούτε αυτή τη φορά
Θα «κάνουν μια θυσία και οι “πάση θυσία”» αυτή τη φορά όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Τίποτα τέτοιο δε διαφαίνεται από την κυβερνητική πρόταση για το ασφαλιστικό, αντίθετα, στο στόχαστρο μπαίνουν κυρίως οι επισφαλώς εργαζόμενοι, οι άνεργοι εγγεγραμμένοι σε επιμελητήρια και τα διαδεδομένα “μπλοκάκια”.
Καταρχάς, το κυβερνητικό προσχέδιο έχει δύο όρια εισφορών: Ένα κάτω, και ένα άνω. Το κάτω όριο διασφαλίζει ότι δεν θα πληρώνει κανείς λιγότερα από 2800 ευρώ το χρόνο εισφορά, για τα ταμεία που προβλέπεται και επικουρική εισφορά και εφάπαξ. Το άνω όριο εξασφαλίζει ότι και όσοι έχουν πολύ μεγάλα εισοδήματα, δεν θα πληρώνουν πάνω από ένα ποσό. Το πρόβλημα επομένως δεν είναι στην επί της αρχής σύνδεση του ύψους των εισφορών με τις απολαβές, αλλά ότι αυτό γίνεται με ενιαία ποσοστά για όλους, και με πολύ υψηλές εισφορές και στα πολύ χαμηλά – ή και μηδενικά – εισοδήματα. Οι “κόφτες” που εξήγγειλε η κυβέρνηση για να ελαττώσει τα ποσοστά της επιβάρυνσης λειτουργούν επίσης υπέρ των μεγαλύτερων εισοδημάτων αφού προβλέπεται όριο στη συνολική επιβάρυνση (εισφορές + φόροι) 60% για εισοδήματα έως 30.000 ευρώ το χρόνο μικτά, και 55% για περισσότερα. Δηλαδή όσοι έχουν μεγαλύτερα εισοδήματα, θα δίνουν μικρότερο ποσοστό των εισοδημάτων τους!
Να σημειώσουμε, πως με βάση τα παραπάνω από τις μέχρι σήμερα προβλέψεις, ευνοούνται μόνο όσοι είναι ταυτόχρονα αρκετά χρόνια στο επάγγελμα (και δεν είχαν επομένως τις εκπτώσεις που είχαν οι νέοι επιστήμονες, οι οποίες καταργούνται) και δηλώνουν επιπλέον πολύ χαμηλά έσοδα. Οι εισφορές τους όμως παραμένουν τόσο υψηλές, που απλώς θα μειωθεί η ταχύτητα συσσώρευσης των χρεών τους προς τα ταμεία, αφού με εισφορές που αθροιστικά ξεπερνούν το 38% του εισοδήματος, είναι αδύνατο να ανταποκριθούν και με το νέο σύστημα. Εκτός αυτής της κατηγορίας, οι μόνοι που θα έχουν ελάφρυνση είναι όσοι δηλώνουν πολύ χαμηλά εισοδήματα από το επάγγελμά τους, είτε φοροδιαφεύγοντας – φαινόμενο που θα οξυνθεί εάν εφαρμοστεί αυτό το ασφαλιστικό – είτε δηλώνοντας ως μερίσματα σε εταιρίες τα έσοδά τους, αποφεύγοντας έτσι αυτά να συνυπολογιστούν για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι μεγάλοι του κλάδου των μηχανικών – κατασκευαστικές, μελετητικά γραφεία – θίγονται λιγότερο από τους μεγαλοδικηγόρους, για τους οποίους υπάρχουν ακόμα ορισμένοι περιορισμοί για τη σύσταση των εταιριών τους και τις παραστάσεις στα δικαστήρια. Οι μόνοι που φυσικά δεν μπορούν να αποφύγουν να πληρώσουν είναι οι εργαζόμενοι, αφού οι εταιρίες θέλουν να εμφανίζουν στα έξοδά τους τη μισθοδοσία (με εμφανή πάντα αυτά τα ποσά), εκτός και αν πληρώνονται μαύρα με ποσά που φυσικά – όπως προαναφέραμε – δεν φτάνουν ούτε για το σημερινό ύψος των εισφορών τους.
Το αποκορύφωμα της κυβερνητικής προπαγάνδας αφορά την μη επιβάρυνση όσων εργάζονται με το παράνομο καθεστώς στο μπλοκάκι. Αφενός, οι κυβερνητικές εξαγγελίες αναφέρονται μόνο στο 20% που αφορά την κύρια σύνταξη και όχι στο υπόλοιπο 18.45% (υγεία, εφάπαξ, επικουρικά). Αφετέρου, υποτίθεται ότι 13% της εισφοράς για την κύρια σύνταξη, του 20% δηλαδή, θα επιβαρύνει την εργοδοσία. Αυτό δεν έχει εξηγηθεί ούτε τεχνικά ούτε, κυρίως, πολιτικά πώς θα επιβληθεί, αφού το καθεστώς αυτό υπάρχει ακριβώς για να αποφεύγει η εργοδοσία τις υποχρεώσεις της (εργοδοτικές εισφορές, άδειες, αποζημιώσεις). Έχουν υπάρξει ήδη ανακοινώσεις εργοδοτικών οργανώσεων που εξαγγέλλουν ότι δεν θα πληρώσουν τις αυξήσεις (ΣΕΓΜ, 19/1). Εάν η κυβέρνηση ήθελε όντως να πληρώσουν οι εργοδότες, θα έπρεπε να καταργήσει το μπλοκάκι στις περιπτώσεις των ουσιαστικά μισθωτών, με τρεις απλές κινήσεις: την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, την αύξηση των προστίμων για όσους αντί για κανονικές προσλήψεις χρησιμοποιούν “συμβάσεις έργου” και τη διασταύρωση των στοιχείων της εφορίας από όπου προκύπτει με πολύ εύκολο τρόπο ποιοι από τους “ελεύθερους επαγγελματίες – συνεργάτες των επιχειρήσεων” είναι στην πραγματικότητα υπάλληλοί τους, αναγκάζοντας την εργοδοσία να σταματήσει να παρανομεί σε βάρος των εργαζομένων.
Θα πρέπει τέλος να επισημανθεί, ότι είναι πολύ δύσκολο να προκύψει κάτι θετικότερο για τους “από κάτω” στις διαπραγματεύσεις που αυτή τη στιγμή επιλέγει η κυβέρνηση να κάνει με τις ηγεσίες των επιστημονικών φορέων και όχι για παράδειγμα με τα σωματεία των αντίστοιχων κλάδων, ακριβώς επειδή η ταξική σύνθεση των ηγεσιών αυτών δεν είναι αντίστοιχη της ταξικής σύνθεσης των κλάδων που εκπροσωπούν. Τμήματα της ηγεσίας των δικηγορικών συλλόγων διαπραγματεύονται για παράδειγμα το να κατέβει ακόμα χαμηλότερα το άνω φράγμα για τις εισφορές (να πληρώνουν τα ίδια όσοι βγάζουν από 40 χιλιάδες και πάνω), αλλά και την προαιρετική υπαγωγή στην εισφορά για την επικουρική και το εφάπαξ, ανοίγοντας περισσότερο το δρόμο στην ιδιωτική ασφάλιση και οδηγώντας – όσους έχουν τη δυνατότητα – στα πακέτα που ήδη ετοιμάζουν οι ιδιωτικές ασφαλιστικές. Από την άλλη, οι εργολαβικές ενώσεις των οποίων πολλά εύπορα μέλη έχουν καταφύγει ήδη στην ιδιωτική ασφάλιση, ενδιαφέρονται κυρίως για την εγγυοδοσία που θέλουν να παραμείνει στο ΤΣΜΕΔΕ και πολύ λιγότερο για τον πυρήνα της αντιμεταρρύθμισης που θίγει τους εργαζομένους.
Άρα, όχι· δε θα πληρώσουν οι πλούσιοι ούτε αυτή τη φορά, ακριβώς επειδή ζητούμενο των μνημονιακών αναδιαρθρώσεων δεν είναι γενικώς και αορίστως η πάταξη της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής. Είναι η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και άρα και του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος για να βελτιωθεί η “ανταγωνιστικότητα” στη βάση των επιταγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η συρρίκνωση του εργατικού κόστους όπως την προωθεί το ΔΝΤ, παρέα με την προώθηση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης και στους τομείς που αυτή δεν έχει ήδη συντελεστεί. Στόχοι που επιτυγχάνονται μέσα από τη δραστική συρρίκνωση της αυταπασχόλησης, παράλληλα με την περαιτέρω συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων και για τους εργαζομένους της μισθωτής διανόησης.
Και η Αριστερά;
Πληκτρολόγια και εξ… αριστερών έχουν βαλθεί να “κουνήσουν τα δάχτυλο” σε ότι αφορά τις σχέσεις της Αριστεράς με τις κινητοποιήσεις των επιστημόνων. Εδώ, επιμένουμε πως αποτελεί καθήκον για τη ριζοσπαστική αριστερά σήμερα, να εμπλακεί με αυτόν τον αγώνα, όσες αντιφάσεις και αν έχει, και όσο προβληματικές και αν εμφανίζονται οι κεντρικές εκπροσωπήσεις του. Και ακόμα σημαντικότερο καθήκον είναι το δύσκολο στοίχημα του συντονισμού αυτών των κινητοποιήσεων με τις δράσεις άλλων τμημάτων εργαζομένων που πλήττονται. Είτε αυτό έχει να κάνει με τη σύνδεση όλων των κινητοποιήσεων σε ένα τεράστιο ποτάμι στη γενική απεργία στις 4 Φλεβάρη, είτε και με μικρότερες “καθημερινές” συνδέσεις με εργαζόμενους που βρίσκονται συστηματικά στους δρόμους (χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των εργαζόμενων στα 5μηνα κοινωφελή προγράμματα του ΟΑΕΔ, πολλοί εκ των οποίων είναι μηχανικοί). Και αυτό γιατί χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι η κυβερνητική πρόταση για το ασφαλιστικό δεν αφορά μονάχα τους επιστήμονες, τους ελευθέρους επαγγελματίες και τους αγρότες, αλλά όλους τους εργαζόμενους – με κάθε μορφή εργασίας – και τους ανέργους, τους νεότερους και τους μεγαλύτερους.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι πρωτοβουλίες συσπείρωσης όσων πλήττονται, αποκτούν καίρια σημασία. Πρωτοβουλίες που αφορούν επιμέρους κλάδους (πχ. “Ανοιχτή Συνέλευση Μηχανικών” η οποία είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην κατάργηση της αύξησης των εισφορών 3 χρόνια πριν, ή η νεοσυσταθείσα Επιτροπή Αγώνα Δικηγόρων), αλλά και πρωτοβουλίες συντονισμού διαφόρων επιστημονικών κλάδων μεταξύ τους – όπως η επιτροπή των ασφαλισμένων στο ΕΤΤΑ (μηχανικών, γιατρών, δικηγόρων) – είναι σε θετική κατεύθυνση. Είναι κρίσιμο όμως να διευρυνθούν· από τη μια πλευρά με σκοπό να αγκαλιάσουν και τους επισφαλώς εργαζόμενους, τους μπλοκάκηδες και τους άνεργους, και από την άλλη, με τέτοιο τρόπο που να αναδεικνύουν τα αιτήματα ακριβώς αυτών των κομματιών, αιτήματα τα οποία συνδυάζονται άμεσα με την επιβάρυνση της εργοδοσίας. Να επιχειρηθεί δηλαδή το «άνοιγμα» όχι με την έννοια του κλαδικού μετώπου, αλλά υπό ταξική σκοπιά, υπό αυτήν της αριστεράς.
Με αντίστοιχο τρόπο είναι εξαιρετικά κρίσιμος και ο τρόπος παρέμβασης και κινητοποίησης των πρωτοβάθμιων σωματείων που υπάρχουν και δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους κλάδους, αλλά ακόμα και η δημιουργία νέων, μέσα στη φωτιά των κινητοποιήσεων, όπου δεν υπάρχουν. Η αναγκαιότητα δράσης με τρόπο παρεμβατικό, συνδετικό και όχι απομονωτικό σε αυτές τις κινητοποιήσεις, φαίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ – ακόμα και με μικρά παραδείγματα όπως αυτό της παρέμβασης των πρωτοβάθμιων σωματείων (αλλά και της αριστεράς) στα μπλοκ των επιστημονικών φορέων, στα μπλοκ με τα κίτρινα κράνη και τα εργασιακά κουστούμια. Οι διαστάσεις που έχει πάρει συνολικά το ζήτημα από τη στιγμή που η κυβέρνηση παρουσίασε την πρότασή της και το πλήθος αντιδράσεων που έχουν προκληθεί, φανερώνουν πως η κοινωνική δυναμική εισέρχεται ξανά στο προσκήνιο και πως στο ξεδίπλωμα των αγώνων – και κυρίως στη σύνδεση των επιμέρους κινητοποιήσεων μεταξύ τους – υπάρχουν δυνατότητες να χτιστεί μια ισχυρή απάντηση ενάντια στο μνημονιακό “μονόδρομο”.
*Η Εύα Παπατζανή είναι Αρχιτέκτονας Μηχανικός και ο Γιάννος Γιαννόπουλος Πολιτικός Μηχανικός.