Στις 16 Ιουνίου του 1829, γεννήθηκε ο θρυλικός Ινδιάνος, ηγέτης της φυλής των Απάτσι, Τζερόνιμο, που πολέμησε κατά των Μεξικανών και των ΗΠΑ προβάλλοντας αντίσταση στην καταπάτηση των εδαφών που επί αιώνες ολόκληρους ανήκαν στους αυτόχθονες κατοίκους.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γκογιαλέ (Goyathlay ή Goyahkla στα αγγλικά), που στη γλώσσα των Απάτσι σήμαινε: «Αυτός που Χασμουριέται». Το όνομα Geronimo τού δόθηκε κατά τη διάρκεια μιας μάχης με στρατιώτες του Μεξικού.
Είδε το πρώτο φως κοντά στον ποταμό Τζίλα. Ανήκε στην φυλή Μπεντονκόχε, που ήταν παρακλάδι της φυλής Απάτσι και στην οποία αρχηγός ήταν ο παππούς του, Μάκο. Είχε τρία αδέρφια και τέσσερις αδερφές. Μεγάλωσε κατά τις παραδόσεις των Απάτσι. Παντρεύτηκε στα 17 του χρόνια και απέκτησε με τη σύζυγό του τρία παιδιά. Ο μύθος των Ινδιάνων έλεγε ότι ο Τζερόνιμο είχε φάει την καρδιά ενός ελαφιού, για να του δώσει ταχύτητα και αντοχή στο κυνήγι.
Η σφαγή της οικογένειάς του
Στις 6 Μαρτίου του 1851, μια διμοιρία Μεξικάνων με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Χοσέ Καράσκο επιτέθηκε στην κατασκήνωση των Ινδιάνων. Οι περισσότεροι άντρες έλειπαν για κυνήγι και στην κατασκήνωση βρίσκονταν μόνο τα γυναικόπαιδα και ελάχιστοι φύλακες. Οι Μεξικάνοι σκότωσαν τους φύλακες, έκλεψαν τα άλογα και ισοπέδωσαν την κατασκήνωση. Δεν λυπήθηκαν ούτε τις γυναίκες και τα παιδιά. Ανάμεσα στα θύματα, η γυναίκα, τα παιδιά του και η μητέρα του Τζερόνιμο.
Η οργή του ήταν τρομερή. Ο θρύλος λέει ότι κυνήγησε τους Μεξικανούς και τους επιτέθηκε, οπλισμένος μόνο με ένα μαχαίρι. Οι σφαίρες έπεφταν σαν βροχή, αλλά ούτε μία δεν τον πέτυχε. Οι Μεξικάνοι τρομοκρατημένοι, άρχισαν να προσεύχονται στον Άγιο Τζερόνιμο για βοήθεια — έτσι πήρε το όνομά του ο θρυλικός μαχητής. Η θεία βοήθεια δεν ήρθε ποτέ. Ο Τζερόνιμο τούς σκότωσε όλους και πήρε εκδίκηση για τη σφαγή της οικογένειάς του.
Η παράνομη μάχη για την ελευθερία
Το 1876, ο αμερικάνικος στρατός αποφάσισε να συγκεντρώσει όλους τους Απάτσι στην περιοχή του Σαν Κάρλος στην Αριζόνα. Οι διασκορπισμένες ομάδες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους και να μετακομίσουν. Οι αρχηγοί των Απάτσι δέχτηκαν την πρόταση των Αμερικάνων, για να πάψει επιτέλους ο πόλεμος.
Ο Τζερόνιμο δεν φοβήθηκε όμως το στρατό. Συγκέντρωσε μια ομάδα από 38 Ινδιάνους, ανάμεσά τους και γυναικόπαιδα, και κρύφτηκε στα βουνά. Προτιμούσε να ζει ελεύθερος και κυνηγημένος, παρά εγκλωβισμένος από τον αμερικάνικο στρατό.
Η ομάδα του έκανε συνεχώς επιδρομές στις πόλεις και στα χωριά, τρομοκρατώντας τους Αμερικάνους. Κάθε μέρα δημοσιευόταν κι άλλη μία επίθεση του Ινδιάνου, που έσπερνε το θάνατο. Τον αποκαλούσαν «ο χειρότερος Ινδιάνος που έζησε ποτέ» και του απέδιδαν μυθικές δυνάμεις.
Οι Αμερικανοί είχαν επανειλημμένως επιχειρήσει να τους συλλάβουν, αλλά όλες οι προσπάθειες αποτύγχαναν. Τότε, εμφανίστηκε ο Υπολοχαγός Τσαρλς Γκέιτγουντ. Μιλούσε τη γλώσσα των Απάτσι, γνώριζε πολύ καλά τις συνήθειές τους και διέθετε φοβερή υπομονή. Τους κυνήγησε χωρίς σταματημό. Δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα· δεν είχαν χρόνο για επιδρομές ούτε να βρουν φαγητό.
Η ομάδα άρχισε να εξαντλείται και ο Τζερόνιμο συνειδητοποίησε ότι αν συνέχιζε, θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή των υπολοίπων. Ο θρυλικός Ινδιάνος παραδόθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου του 1886.
Ο διάσημος αιχμάλωτος πολέμου
Ο Τζερόνιμο και η ομάδα του έκτοτε μεταφέρονταν από φυλακή σε φυλακή. Δεν τους επέτρεψαν να γυρίσουν στην περιοχή τους και χώρισαν τον Τζερόνιμο από τους συντρόφους του. Ο κόσμος που είχε εντυπωσιαστεί από το θρύλο του ηρωικού Ινδιάνου, ζητούσε να τον δει από κοντά. Η φήμη του είχε υπερβεί το θρύλο του μισητού εχθρού και πλέον προκαλούσε το θαυμασμό.
Το 1905, ο Τζερόνιμο εξέδωσε την αυτοβιογραφία του και άρχισε να πραγματοποιεί τακτικά δημόσιες εμφανίσεις. Λ.χ., εμφανίστηκε στην Παγκόσμια Έκθεση του 1904 στο Σαιντ Λούις, ενώ επίσης ηγήθηκε με το άλογό του στην παρέλαση προς τιμήν του Προέδρου Θίοντορ Ρούσβελτ, στην κεντρική λεωφόρο της Ουάσινγκτον, κατά την ορκωμοσία του το 1905. (Ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, όταν ο Τζερόνιμο ζήτησε από τον «Μεγάλο Αρχηγό των Λευκών» να τον απελευθερώσει για να ζήσει ελεύθερος στο τελος της ζωής του, ο αμερικανός Πρόεδρος αρνήθηκε σθεναρά.)
Παρότι φυλακισμένος, το κοινό τον λάτρευε. Οι θαυμαστές του φωτογραφίζονταν μαζί του, αγόραζαν αναμνηστικά των Απάτσι και τον αντιμετώπιζαν σαν τουριστικό αξιοθέατο. Μάλιστα, στον Τζερόνιμο δόθηκε άδεια για να λάβει μέρος και σε παραστάσεις της Άγριας Δύσης, όπου επιδείκνυε τις πολεμικές του δεξιότητες.
Έζησε, λοιπόν, τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του κλεισμένος στη φυλακή, βλέποντας αδηφάγους τουρίστες να πληρώνουν εισιτήριο για να δουν τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής των Απάτσι, και να πληρώνουν όσο όσο για να αγοράσουν ένα καπέλο, ένα τόξο ή μια φαρέτρα σαν του του αρχηγού των Απάτσι.
Πέθανε από πνευμονία στις 17 Φεβρουαρίου του 1909, 1.000 χιλιόμετρα ανατολικά των πηγών του Τζίλα όπου γεννήθηκε. Λίγο προτού ξεψυχήσει, μίλησε στον ανιψιό του και αποκάλυψε τη σκέψη που τον τυραννούσε: «Δεν έπρεπε να παραδοθώ. Έπρεπε να παλέψω μέχρι την τελευταία μου πνοή».