Mια απόπειρα επανακατασκεύης της Γερμανικής εθνικής ταυτότητας σε σχέση με το τραύμα.
Από την Λίντα-Κωνσταντίνα Τζέζα
Με αφορμή την ταινία ο Λαβύρινθος της Σιωπής τίθεται κατ’ανάγκην το ζήτημα της αναπαράστασης του μεγαλύτερου τραύματος του δυτικού πολιτισμού, που είναι η Τελική Λύση και πιο συγκεκριμένα το Άουσβιτς και όσα έγιναν εκεί. Μεγαλύτερο, κυρίως, διότι αποδυναμώνει την ιδέα της δικής μας υπεροχής, των Ευρωπαίων, απέναντι σε όλους τους ”άλλους”. Η μνήμη του Ολοκαυτώματος είναι πάντα υπό διαρκή διαπραγμάτευση γιατί η σχέση μας με το παρελθόν μέσω της μνήμης και της λήθης αγγίζει τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Στον Λαβύρινθο της Σιωπής βλέπουμε τον νεαρό εισαγγελέα Τζόχαν Ράντμαν να συναντά τον δημοσιογράφο Τόμας Γκέλικα, ο οποίος εμφανίζεται στους εισαγγελείς της Φρανκφούρτης, ώστε να καταγγείλει ότι ένα πρώην μέλος των ναζί και βασανιστής στο Άουσβιτς εργάζεται πλέον ως εκπαιδευτικός. Είναι η συνάντηση αυτή που οδηγεί τον Ράντμαν μόλις το 1957 να ακούσει για πρώτη φορά για το Άουσβιτς και πως κάτι συνέβη εκεί το οποίο έχει αποσιωπηθεί.
Ξεκινώντας την έρευνα διαπιστώνει πως όλος ο δημόσιος τομέας έχει στελεχωθεί από τους πρώην ναζί και μετά τον πόλεμο επιστρέφουν όλοι σε μια κανονικότητα. Στην προσωπική ανάγκη του πρωταγωνιστή να μάθει ο ίδιος την αλήθεια και να τιμωρηθούν οι ένοχοι, έρχεται αντιμέτωπος με την σιωπή των Γερμανών και με μια προσπάθεια συγκάλυψης ενός ένοχου παρελθόντος. Όχι μόνο με τη σιωπή, αλλά με μια εχθρική αντιμετώπιση από μια κοινότητα που δεν θέλει να μιλήσει για ενα τραυματικό παρελθόν και αντιμετωπίζει καχύποπτα τον Ράντμαν ως τη ”γενιά που δεν ξέρει τι πάει να πει αφοσίωση”.
Η ταινία προτείνει μια καινούργια αφήγηση καθώς εδώ δεν θα δούμε τις ιστορίες των θυμάτων, αντίθετα, ο θεατής θα δει την προσπάθεια των Γερμανών να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία .Μια ιστορία που καλεί να επαναπροσεγγίσουμε τη μνήμη, το τραύμα και την αναπαράσταση του πόνου των Γερμανών και δευτερευόντως τον πόνο των ”άλλων”.
Ο Rothberg γράφει ότι η μνήμη είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο και παρόλο που έχει ως αναφορά το παρελθόν, δημιουργείται πάντα στο παρόν και για να συμβεί αυτό πρέπει η μνήμη να δημιουργηθεί μέσω του λόγου. Στην ταινία μπορούμε να δούμε πως ενώ πιστεύουμε πως τα γεγονότα είναι αναλλοίωτα στο χρόνο, αυτά είναι εύθραυστα και κινδυνέυουν να χαθούν στην ιστορία.Με αυτήν την έννοια η μνήμη, όπως ισχυρίζεται η Caruth, δεν είναι ποτέ αυθόρμητη, αντίθετα, πάντα απαιτεί προσπάθεια.Η άρνηση και η σιωπή των Γερμανών αλλά και του Σιμόν Κίρς, ο οποίος είναι ουσιαστικά το θύμα του οποίου μαθαίνουμε την προσωπική ιστορία, μας δείχνουν πως το παρελθόν δεν βρίσκεται ποτέ αυθύπαρκτο στη μνήμη και πως είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για αυτό ωστε να γίνει μνήμη.
Όταν ο Ράντμαν ζητά να εξετάσει τους φακέλους των ναζί για να βρει όσους υπηρέτησαν στο ‘Αουσβιτς ο αμερικανός υπεύθυνος των αρχείων του λέει : ”όλοι είσαστε ναζί, ο πατέρας σου ήταν ναζί, εσύ είσαι πολύ μικρός”. Αυτή είναι μια πολύ ουσιώδης διαφορά στην αφήγηση της ιστορίας, ακριβώς επειδή η αντίληψη του εαυτού μας είναι πάντα σε σχέση με τους άλλους. Είτε το θέλουμε είτε όχι δεν μπορούμε να αντισταθούμε σε αυτό.
Ο Ράντμαν επομένως ως εκπρόσωπος της επόμενης γενιάς δεν αντιμετωπίζεται ως ναζί. Ό ίδιος ο πρωταγωνιστής όταν μαθαίνει πως και ο πατέρας του υπηρέτησε στο Κόμμα, σε ενα ξέσπασμα του αποκαλεί όλους τους περαστικούς ναζί, χωρίς ποτέ να βλέπουμε τον πρωταγωνιστή να ταυτίζει τον εαυτό του με αυτούς και αυτή ίσως είναι η σημαντικότερη αναφορά της ταινίας: η νέα γενιά των Γερμανών δεν φέρει την ενοχή της προηγούμενης. Η κριτική και δημιουργική σχέση της ταινίας με το παρελθόν αρνείται ότι υπάρχει συλλογική ευθύνη, η ευθύνη που φέρουν είναι μόνο η άρνηση της λήθης.
Η μη ύπαρξη συλλογικής ευθύνης όμως δεν πρέπει να εκληφθεί ως δεδομένο, ακριβώς επειδή στη Γερμανία μετά τον πόλεμο δημιουργήθηκε μια κουλτούρα ενοχής και ντροπής για το παρελθόν τους. Αναδεικνύεται εδώ με αυτόν τον τρόπο πως η μνήμη είναι πάντα αναστρέψιμη και για αυτό το λόγο είναι ασταθής και παραπλανητική και αυτό διότι η μνήμη από μια μνήμη ενοχής γίνεται μια δυναμική διαδικασία επαναπροσδιορισμού και επαναδιαπραγμάτευσης της ενοχής σε μια προσπάθεια που ανακατατάσσεται συνεχώς.
Από την άλλη πλευρά, ο λόγος των θυμάτων στην ταινία είναι ελλιπής. Μόνο δυο ιστορίες αφηγούνται ενώ στις υπόλοιπες μαρτυρίες ο λόγος καλύπτεται από τη μουσική. Η επιλογή της συγκεκριμένης σιωπής δεν είναι βέβαια τυχαία καθώς τίθεται το ερώτημα αν έπρεπε σε μια ταινία που διαχειρίζεται το τραύμα της Γερμανίας να συμπεριληφθούν και άλλες φωνές.
Θεωρώ, οτι μια τέτοια αναπαράσταση θα ήταν προβληματική καθώς ενδεχομένως να δημιουργούσε μια σχέση εξουσίας μέσω της αναπαράστασης του ”άλλου”. Ίσως , λοιπόν, η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή της ταινίας είναι η σκηνή που ο εισαγγελέας μαζί με τον δημοσιογράφο πηγαίνουν στο Άουσβιτς. Αυτό που βλέπουμε όμως, από απόσταση στο βάθος, είναι ενα κτίριο, ενα λιβάδι και καποια δέντρα. Πηγαίνουν εκεί , το μέρος όμως δεν υπάρχει πια. Παρατηρούμε όμως μια απόπειρα να αγγίξουν το παρελθόν, να το νιώσουν. Χωρίς το μέρος, αυτό που υπάρχει είναι μια εύθραυστη προσπάθεια να εξερευνήσουν το κενό που έχει αφήσει.
Η αναπαράσταση του Άουσβιτς αντιστέκεται ακόμα και μέσω της τέχνης και ο σκηνοθέτης επιλέγει να ζητήσει από τον θεατή να φανταστεί και να συμπληρώσει το κενό που υπάρχει πλέον στο στρατόπεδο. Η κατανοητική ασυμμετρία του ειρηνικού τοπίου σε σχέση με αυτό που γνωρίζουμε ότι έγινε στο Άουσβιτς δημιουργεί ήδη μια αμηχανία στον θεατή, τις απαντήσεις όμως δεν καλείται να τις ψάξει στο χώρο.Τον Ράντμαν τον ενδιαφέρει να αποδοθεί δικαιοσύνη, χωρίς να γνωρίζει ποια είναι η κατάλληλη δικαιοσύνη, και αφήνει να εννοηθεί με αυτόν τον τρόπο η τιμωρία των δραστών.
Επειδή γνωρίζουμε πως καμία τιμωρία δεν θα μπορούσε ποτέ να φέρει κάποια αποκατάσταση για τα θύματα, η απάντηση για το Άουσβιτς έρχεται από τον δημοσιογράφο Γκέλικα, ο οποίος απαντά στον Ράντμαν πως σημασία δεν έχει η ποινή αλλά τα θύματα, να ειπωθούν οι ιστορίες.
Ο Λαβύρινθος της Σιωπής είναι μια ταινία που προσπαθεί να αφηγηθεί το πολιτισμικό τραύμα των Γερμανών και πώς προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν. Αυτό δεν πρέπει να ιδωθεί ως ήσσονος σημασίας γιατί είναι μια καινούργια προσέγγιση στο πώς αντιμετωπίζουν την ενοχή και το ιστορικό τραύμα. Μέχρι τώρα στη Γερμανία έχουν χτιστεί πολλά μνημεία για την μνήμη των θυμάτων, όμως η ταινία επιλέγει να μας αφηγηθεί το γεγονός πως οι ίδιοι Γερμανοί έφεραν στη δημοσιότητα όσα έγιναν στο Άουσβιτς, σε μια ιστορική δίκη, όπου αντίθετα από τη δίκη της Νυρεμβέργης, εδώ Γερμανοί κατηγόρησαν και δίκασαν άλλους Γερμανούς.
Είναι σαφέστατα μια απόπειρα επανακατασκεύης της Γερμανικής εθνικής ταυτότητας σε σχέση με το τραύμα. Αυτό που δεν ερμηνεύεται στην ταινία είναι το ίδιο το Ολοκαύτωμα. Το Ολοκαύτωμα εξάλλου δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τα εργαλεία που διαθέτουμε, αντίθετα αυτό θα γίνει εις πείσμα των ορίων που αυτά φέρουν, μόνο με τη σκέψη μας που μας υποχρεώνει να φανταστούμε τι είναι αυτό που χάσαμε στο Άουσβιτς.