Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης χαρακτηρίστηκε ως ο άγιος των ελληνικών Γραμμάτων, όχι γιατί ήταν θρήσκος αλλά γιατί πέρασε μια μαρτυρική ζωή γεμάτη στερήσεις και φτώχεια. Ο Κ. Βάρναλης είπε για εκείνον “… έζησε χωρίς να βγει από τον ίσο δρόμο της αρετής και χωρίς να κατέβει ούτε ένα σκαλί από ό,τι καλούμε πνευματική αξιοπρέπεια”
- Επιμέλεια: Ηρακλής Κακαβάνης
Ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μάρτη 1851 (πέθανε στις 3/1/1911).
Υπήρξε ο ζωγράφος των ταπεινών που με το έργο του μίλησε στην ψυχή του λαού, με έναν τρόπο που παραμένει επίκαιρος: «(…) Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνική σεπηδόνα».
“Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με τον πεζό λόγο, και κάποτε πολύ σπάνια με το στίχο, ένας από τους ξεχωριστούς αντιπρόσωπους της άμουσης ακόμη σε πολλά ελληνικής ψυχής. Το έργο του είναι δροσολογημένο από το γλυκοχάραμα των νέων καιρών”
Κωστής Παλαμάς
Όλη του η ζωή στο ακόλουθο γράμμα:
«Χριστός Ανέστη, αδερφοί μου, χαίρετε. Σας στέλνω σήμερον δι’ επιταγής δραχμάς 50. Περιμένω την επάνοδον του φίλου μου Βλαχογιάννη εκ της Αγγλίας, εις δύο μήνας, διά να γίνει η εκτύπωσις των έργων μου. Ελπίζω, αν ζήσω να διαχειμάσω εις Σκίαθον.
Ασπρόρρουχα έχω πάμπολλα και μη τυχόν φροντίσητε. (Ομοίως και ρούχα εξωτερικά. Έχω τρία παλτά, 3 σακκάκια, 4 γιλέκα, 4 πανταλόνια. Φωτίζει ο θεός τους φίλους μου).
Σας ασπάζομαι.
Ο αδερφός σας
Αθήναι 1907, Παρασκευή, 3 Μαΐου».
Ρωτήσανε κάποτε τον αριστοτέχνη του στίχου Μαλακάση: «Ποιος είναι o μεγαλύτερος ποιητής της Ελλάδας;». Ο Παπαδιαμάντης, απάντησε χωρίς δισταγμό. Και όπως συμπληρώνει ο Κώστας Βάρναλης «Όχι γιατί o Παπαδιαμάντης έγραψε τα καλύτερα ελληνικά ποιήματα (γιατί έγραψε και ποιήματα), αλλά γιατί η πεζογραφία του περιέχει περισσότερη ποιητική ουσία από τα περισσότερα νεοελληνικά έμμετρα έργα».
“Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων· έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεάνιδα.
Ήτο απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. […] Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τας αύρας, τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…”
«Όνειρο στο κύμα», 1900. Άπαντα, Γ΄. Εκδόσεις Δόμος, 1989. 267-268.