Φωτoγραφία:Victor Dragonetti
Έχοντας βιώσει, σαν άνθρωπος με αναπηρία, την προκατάληψη, το στίγμα και, κατ’ επέκταση, τον Ελληνοθρεμμένο κοινωνικό ρατσισμό, πιστεύω πως κάποιες αξίες είναι πολύ σημαντικές, για να στριμώχνονται στα όρια μιας μέρας. Εξάλλου, σπάνια οι επέτειοι λειτουργούν στις ανθρώπινες συνειδήσεις ως νησίδες μνήμης, σαν αφορμές αναστοχασμού και αφετηρίες για περαιτέρω ευεργετικές ανατροπές, σε άτομα και κοινωνίες.
Δυστυχώς, και η 8η Μαρτίου – σαν η παγκόσμια μέρα για τα δικαιώματα της γυναίκας, και τους αγώνες της για χειραφέτηση – έρχεται, κατά τρόπο δυσοίωνο, να επιβεβαιώσει την ένδεια, την αδιαφορία ή, στην “καλύτερη” εκδοχή, την ευκαιριακή μας ενασχόληση με τα μεγάλα μεγέθη του βίου. Οπότε, μετά το πέρας της “επετείου”, ύστερα από τόσες ανώδυνες ρητορείες – έτσι για να ξορκίσουμε, βρε αδελφέ, τις ενοχές και την ανεπάρκειά μας – η νύχτα, απαράλλαχτα ρίχνει το πέπλο της, ανασύροντας βασανιστικά στο προσκήνιο, τις αναρίθμητες διαψεύσεις, και τους ανυπεράσπιστους έρωτες της ζωής μας. Και τότε, όπως θα έλεγε και η ποιήτρια, απλώνεται σαν ομίχλη, η αδυσώπητη πραγματικότητα:
“Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.”
Μέχρι που ανέλπιστα έρχεται μία φωτογραφία, για να βάλει άνω τελεία, σε τούτη την απαρασάλευτη διαιώνιση της φθοράς. Μία απρόσμενη, λυτρωτική ανάσα, μία υπενθύμιση ικανή ν’ αναθερμάνει τις προσδοκίες, ν’ ανατρέψει τα στερεότυπα, να παρηγορήσει την ψυχή, να γλυκάνει το βλέμμα.
Φωτογραφία ανεβασμένη από μία φίλη – εικόνα σχεδόν ονειρική για τα μάτια μας, πλην όμως, πέρα για πέρα αληθινή, τουλάχιστον για τους πρωταγωνιστές της… Δίπλα σ’ ένα τσακισμένο κράσπεδο. Έχοντας σαν στρώμα, τα χαλίκια και κάτι πρόχειρες κουβέρτες, αλλά δείχνοντας δύο πρόσωπα, που απαθανατίζονται μακάρια, χαμογελαστά και ανυπόκριτα. Δύο παιδιά, βυθισμένα σε μία αγκαλιά ανείπωτα τρυφερή, δύο εραστές παραδομένοι στη δίνη της αγάπης τους.
Και τότε, νιώθεις την ανεπαίσθητη ρωγμή του χρόνου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η ζωή, θαρρείς, ξαναβρίσκει το παλμό της.Τότε, που η ελπίδα επιστρέφει στο σπίτι της, αφήνοντας, έξω και μακρυά, τη ματαιότητα των επετείων, των στερεότυπων και των συμβάσεων…Τα μάτια αβίαστα γαληνεύουν, και η σκέψη κουρδίζεται στο ρυθμό ήχων αρχέγονων. Είναι η στιγμή, που η άνοιξη θάλλει, και ο λόγος του ποιητή, επιτέλους, δικαιώνεται:
“Οι εραστές δε βλέπουν, μόνο αγγίζονται,
μα οι ρόγες των δαχτύλων τους είναι τα ίδια τα πελώρια,
τα πάντοτε έκπληκτα μάτια του Θεού.”
Γιάννης Δημογιάννης, αποκλειστικά για το Νόστιμον ήμαρ