Ήταν 17 Μαρτίου του 1976 όταν ο Λουκίνο Βισκόντι, ο Iταλός σκηνοθέτης και βασικός εκπρόσωπος του νεορεαλισμού, θα αφήσει την τελευταία του πνοή ύστερα από οξύ έμφραγμα, έχοντας δημιουργήσει 20 ταινίες και ένα νέο κινηματογραφικό ρεύμα.
Ο Βισκόντι γεννήθηκε στο Μιλάνο, στις 2 Νοεμβρίου του 1906, τελευταίος επίγονος μίας αριστοκρατικής οικογένειας της Λομβαρδίας και έφερε τον τίτλο δούκας του Modrone. Από την πλούσια οικογένεια του κληρονόμησε περιουσία αλλά και κουλτούρα.
Ο πατέρας του τον μύησε στη λογοτεχνία και η μητέρα του στην κλασική μουσική. Οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις του πατέρα του οδήγησαν στη διάλυση της οικογένειας και ο Λουκίνο θα ακολουθήσει τη μητέρα του, αποκηρύσσοντας παράλληλα τον ομοφυλόφιλο πατέρα του. Τραγική ειρωνεία είναι ότι χρόνια αργότερα ο Βισκόντι θα ανακαλύψει τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις και μάλιστα θα τις υπερασπιστεί ανοιχτά.
Έχοντας την οικονομική δυνατότητα, σπουδάζει μουσική και φιλοσοφία και εξελίσσεται σε έναν ταξιδευτή του μεσοπολέμου. Παρίσι, Βερολίνο και Ρώμη ήταν οι πόλεις που φιλοξένησαν τον Βισκόντι και τις αναζητήσεις του. Πρώτος του εραστής υπήρξε ο φωτογράφος, πολέμιος του φασισμού, Χορστ Π. Χορστ. Ο Βισκόντι ασπάζεται τις μαρξιστικές αντιλήψεις και η πολιτική γίνεται πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του «κομμουνιστή αριστοκράτη», όπως τον αποκαλούσαν.
Στο Παρίσι θα γνωρίσει τον Ζαν Ρενουαάρ και θα καθίσει δίπλα του, στη καρέκλα του βοηθού σκηνοθέτη, για τις ταινίες Υπόκοσμος» («Les Bas-fonds») και «Γεύμα στην εξοχή» («Une partie de campagne»). Η πόρτα του κινηματογράφου είχε ανοίξει και ο Βισκόντι ήταν αποφασισμένος να κατακτήσει τον κόσμο της έβδομης τέχνης.
Στη Ρώμη, το 1943, θα μεταφέρει στο πανί, μαζί με τους Πουτσίνι, Πιετραντζέλι και Ντε Σάντις, το αστυνομικό μυθιστόρημα του αμερικανού Τζαίημς Κέην, «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές» με τίτλο «Ossessione». Η ταινία αναγνωρίζεται ως το πρώτο έργο του ρεύματος του νεορεαλισμού.
Θα ακολουθήσουν οι ταινίες «Η γη τρέμει» (1948), «Μπελίσιμα» (1951), «Σένσο» – ο Βισκόντι το κατατάσσει στο «ρομαντικό ρεαλισμό»- , «Λευκές Νύχτες» (1957), «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» (1960), «Ο γατόπαρδος» (1963), «Μακρινά αστέρια της άρκτου» (1965), «Ο ξένος» (1967), «Οι καταραμένοι» (1969), «Θάνατος στη Βενετία» (1970), «Το λυκόφως των Θεών» (1972), «Ο αθώος» (1976).
Παράλληλα σκηνοθέτησε και θεατρικές παραστάσεις, όπερες, συνεργαζόμενος με την Μαρία Κάλλας. Στα έργα του επικρατεί μία διαρκής σύγκρουση των ακρών και των αξιών με τον άνθρωπο να βρίσκεται στο κέντρο αυτής της αέναης διαμάχης και όπως ίδιος έλεγε «τα ανθρώπινα πάθη είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας»…