Φωτογραφία:Μάριος Λώλος
Χρειάστηκαν μόνο τέσσερις μήνες ώστε αυτή η «ειλικρινής» τοποθέτηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για τους πρόσφυγες («Δεν είναι επιθυμητοί στην Ευρώπη») να γίνει οδηγός για ολόκληρη την Ένωση, στο τιμόνι της οποίας, ας το θυμόμαστε, δεν βρίσκεται ακόμα η Λεπέν ή ο Φάρατζ· τέσσερις μήνες, ώστε, από τον υποτιθέμενο «πόλεμο κατά των διακινητών», να φτάσουμε στη ρητή παραδοχή της Συμφωνίας με την Τουρκία, ότι στόχος της Ε.Ε. είναι η «ανακοπή των προσφυγικών ροών». Κάπως έτσι, μαζί δηλαδή με τα προσχήματα, τελείωσε και η δέσμευση των κρατών-μελών στη Σύμβαση της Γενεύης και το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης: η δέσμευση σε ένα πλαίσιο διεθνούς προστασίας που υποχρέωνε τη Δύση να θυμάται τι συνέβη κάποτε με τους πληθυσμούς που θεωρήθηκαν περιττοί, προκειμένου να μην το επαναλάβει.
Όχι, το υφιστάμενο πλαίσιο διεθνούς προστασίας δεν ήταν ωδή στα ανοιχτά σύνορα. Αντίθετα, εξαιρούσε τους «παράτυπους» μετανάστες, και εξαιρώντας τους, τούς έφερνε αντιμέτωπους με τις συνέπειες που είχε η αποσύνδεση, ήδη από τις αρχές του 2000, της μεταναστευτικής πολιτικής από την εργασία: τους άφηνε έκθετους στην «παράλληλη νομιμότητα» των μαζικών συλλήψεων, των επαναπροωθήσεων και των στρατοπέδων. Ακόμα και εξαιρώντας ωστόσο, ακόμα και περιοριζόμενο από τα γνωστά εμπόδια για να φτάσει κανείς να ζητήσει (και να πάρει) άσυλο, το πλαίσιο αυτό κάλυπτε έστω τους πρόσφυγες· σήμερα, η προστασία αυτή, και μαζί της το ιστορικό φορτίο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που τη συνόδευε, ακυρώνονται. Αυτό το τέλος είναι που πανηγυρίζει ως «βήμα μπροστά» και «διπλωματική επιτυχία» η ελληνική κυβέρνηση: το ίδιο που η επικεφαλής του βρετανικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας χαρακτηρίζει «μαύρη μέρα για τη Σύμβαση της Γενεύης, την Ευρώπη και την ανθρωπότητα» – με τη UNICEF να συμπληρώνει ότι, στο εξής, ανήλικοι πρόσφυγες και μετανάστες θα επαναπροωθούνται στην Τουρκία όπου τους περιμένει αβέβαιο μέλλον.
Χωρίς φρένα: το προαναγγελθέν τέλος της διεθνούς προστασίας
Η αχρήστευση της Σύμβασης της Γενεύης είναι ιστορική τομή, είναι όμως τομή σε ένα συνεχές. Θέλω να πω, δεν είναι το τωρινό «αντικειμενικό» εύρος της προσφυγικής «κρίσης» αυτό που ακυρώνει στην πράξη την προστασία των προσφύγων, αλλά η διαχρονική προσπάθεια των ευρωπαϊκών κρατών να απαλλαγούν από το «βάρος» της. Η προσπάθεια αυτή πάει περισσότερο από μια δεκαετία πίσω στο χρόνο, όταν οι σημερινές ροές, όπως και η οικονομική κρίση με την οποία διασταυρώνονται, δεν μπορούσαν καν να προβλεφθούν.
Από το Μάρτιο του μακρινού 2003, ο Τόνι Μπλερ παρουσίαζε στους ευρωπαίους εταίρους ένα σχέδιο «βελτίωσης της διαχείρισης των προσφυγικών ροών», με δύο άξονες: τη βελτίωση της προστασίας των προσφύγων σε κράτη γειτονικά των χωρών καταγωγής (μακριά πάντως από την ευημερούσα Ευρώπη…) και τη δημιουργία κέντρων διαχείρισης αιτημάτων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, το σχέδιο θα χρηματοδοτούνταν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να εφαρμοστεί πιλοτικά εν κρυπτώ στην Κροατία, χώρα, μέχρι τότε, εκτός «ευρωπαϊκής οικογένειας».
Στο ίδιο μήκος κύματος, από τα 4 δισ. ευρώ που διέθεσε η Ένωση την περίοδο 2007-2013 για τη μεταναστευτική και προσφυγική πολιτική, σχεδόν τα μισά (1,82 δισ.) πήγαιναν στον έλεγχο των συνόρων, ενώ στην υποστήριξη των διαδικασιών ασύλου κατευθυνόταν μόλις το 17%. Το Σεπτέμβριο του 2014, με την αιματοχυσία στη Συρία να έχει ξεριζώσει ήδη εκατομμύρια ανθρώπους, η βρετανική ΜΚΟ Οxfam σημείωνε ότι «οι πλούσιες χώρες έχουν δεσμευτεί να προσφέρουν ασφαλές καταφύγιο σε 37.432 ανθρώπους, ήτοι το 1% των 3 εκατομμυρίων προσφύγων στις γειτονικές χώρες». Και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, όταν η Ιταλία διέκοπτε την επιχείρηση Mare Nostrum, χάρη στην οποία είχαν διασωθεί στη θάλασσα περισσότεροι από 150.000 άνθρωποι μέσα σε ένα χρόνο, ο υπουργός Εσωτερικών Αντζελίνο Αλφάνο δήλωνε ότι στόχος της κυβέρνησης ήταν «να εμπιστευτούμε την εξέταση των αιτούντων άσυλο σε outposts της ΕΕ στην Αφρική, όπου θα γίνεται ο έλεγχος για το ποιος το δικαιούται και ποιος όχι» σ.1. Τον ίδιο στόχο, της «εξωτερίκευσης» δηλαδή της ευθύνης για τους πρόσφυγες, συμμεριζόταν και ο ισπανός πρωθυπουργός, αναζητώντας τρόπους ώστε τα αιτήματα ασύλου να απορρίπτονται ει δυνατόν πριν καν περάσει κανείς τα σύνορα της χώρας με το Μαρόκο.
Το περασμένο καλοκαίρι φάνηκε κάτι να αλλάζει, με την πρόβλεψη για τη μετεγκατάσταση, μέσα σε δύο χρόνια, 160.000 προσφύγων από την Ελλάδα και την Ιταλία σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Από αυτούς τους 160.000, ωστόσο, μέχρι σήμερα στο σχετικό πρόγραμμα μπήκαν όλοι κι όλοι …937 σ.2.
Το τέλος της αυταπάτης: η ελληνική κυβέρνηση συνέβαλε τα μέγιστα στο τέλος της Σύμβασης της Γενεύης
Ας επιστρέψουμε όμως στη Συμφωνία της περασμένης Παρασκευής. Κλειδί για την αναστολή του δικαιώματος στο άσυλο, γράφει η Libération, είναι η αναγνώριση της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας. Αυτή είναι η νομική φόρμουλα που βρήκε από την Τετάρτη η Κομισιόν: αν κάποιος ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα, ο φάκελός του θα εξετάζεται σε κάποιο hot-spot, κι αν εκεί αποδειχτεί ότι μπήκε από την Τουρκία, μια «ασφαλή τρίτη χώρα», το αίτημα θα απορρίπτεται. Σύμφωνα με το euro2day.gr, αυτό ήταν και το αίτημα του έλληνα πρωθυπουργού: «Καλούμε την EASO και την Κομισιόν», αναφέρει το σχετικό έγγραφο, «να συνεισφέρουν μέσω κατάθεσης εκθέσεων που να επιβεβαιώνουν ότι η Τουρκία, ως πρώτη χώρα για άσυλο και ως τρίτη χώρα, είναι ασφαλής»· λες και το κυβερνητικό επιτελείο δεν άκουσε ποτέ τίποτα για την ασφάλεια στη γείτονα. Λες και μπορεί να πείσει πια κανέναν η μόνιμη επωδός έπειτα από κάθε αποτυχία, που ούτε και τώρα παραλείφθηκε: «μακάρι να ξέρατε πόσο χειρότερα αποφύγαμε»…
Η προσφυγική «κρίση» δεν έχει τίποτα το έκτακτο
Όσοι παρακολουθούν στοιχειωδώς τις εξελίξεις στο προσφυγικό, γνωρίζουν ότι η προσφυγική «κρίση», που υποτίθεται επεδίωκε να λύσει η Συμφωνία, δεν είναι παρά το προβλέψιμο αδιέξοδο μιας ευρωπαϊκής πολιτικής εστιασμένης στη διαχείριση/αποτροπή των «περιττών» ξένων – ένα αδιέξοδο μπροστά στις εξίσου προβλέψιμες συνέπειες της χρονίζουσας αιματοχυσίας στη Μέση Ανατολή σ.3 .
Σε ό,τι αφορά ειδικά την Ελλάδα, η διάρκεια και οι διαστάσεις της «κρίσης» αυτής ήταν δυνατό να προβλεφθούν τουλάχιστον από τα μέσα του 2014: η ανθρωπιστική κρίση στα νησιά του Β.Α. Αιγαίου και το επείγον της στέγασης και της περίθαλψης των προσφύγων, που ανέδειξε η απεργία πείνας των Σύρων το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, είχαν δώσει τα σήματα από καιρό. Όμως, τόσο η Ε.Ε., όσο και οι ελληνικές κυβερνήσεις, αντιμετώπισαν το ζήτημα ως να επρόκειτο για κάτι παροδικό.
Μπροστά στην όξυνση μιας «κρίσης» ούτως ή άλλως δύσκολα διαχειρίσιμης από ένα διαλυμένο κρατικό μηχανισμό, η σημερινή κυβέρνηση πήρε πρωτοβουλίες στον αντίποδα της μισάνθρωπης πολιτικής της ΝΔ – από την απαγόρευση των επαναπροωθήσεων ως τον περιορισμό της κράτησης. Στη δεύτερη θητεία της ωστόσο, στην καλύτερη περίπτωση ανέλαβε ευθύνες για την υποδοχή προσφύγων προσβλέποντας (μάταια) σε κάποια ελάφρυνση του χρέους, αξιοποιώντας έτσι εργαλειακά και κοντόφθαλμα την προσφορά εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρη τη χώρα. Και στη χειρότερη, καταγγέλλοντας δηλαδή τους αλληλέγγυους ως «ανίδεους», «ιδεαλιστές» ή και υποκινητές έκνομων ενεργειών, η ίδια προσαρμόστηκε σε όλες τις εκδοχές της ευρωπαϊκής αντιπροσφυγικής πολιτικής: αποδέχτηκε τη στρατιωτικοποίηση (φράχτες, Frontex, NATO), πλειοδότησε στο «να τους πάρει η Τουρκία», και τελικά ξανάνοιξε τα στρατόπεδα, προαναγγέλλοντας επιπλέον μαζικές επαναπροωθήσεις «παράτυπων». Κοντολογίς, όχι μόνο δεν άνοιξε τα σύνορα, όπως προκλητικά την κατηγορούν από τα δεξιά της, αλλά επέστρεψε γρήγορα στην πεπατημένη, έχοντας ήδη μετρήσει στις ελληνικές θάλασσες περισσότερους από 300 πνιγμένους πρόσφυγες.
Την ίδια στιγμή, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία για την ενεργοποίηση της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2001/55/ΕΚ, για την οποία πίεζε ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση. Αρνήθηκε την εμπλοκή του στρατού στη στέγαση και τη σίτιση, πριν φτάσει να του αναθέσει εξολοκλήρου τη διαχείριση του προσφυγικού. Και δεν διανοήθηκε ποτέ να σχεδιάσει την εγκατάσταση των προσφύγων, μολονότι ήδη από τον Οκτώβριο το κλείσιμο του διαδρόμου των δυτικών Βαλκανίων είχε προβλεφθεί σε επίσημα κείμενα, προϊδεάζοντας για τον εγκλωβισμό δεκάδων χιλιάδων προσφύγων στη χώρα. Εκκινώντας έτσι από τη σωστή θέση, ότι το προσφυγικό δεν είναι εθνικό αλλά ευρωπαϊκό ζήτημα, η κυβέρνηση δεν θεώρησε ότι πρέπει να αποκτήσει εθνικό σχεδιασμό πέρα από τις ανάγκες της στιγμής, τις οποίες θα κάλυπταν Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, όπως παραδέχτηκε ο Γ. Μουζάλας στη γνωστή συνέντευξη στον ΣΚΑΪ. Σε μια προσπάθεια ισορροπίας, εντέλει, μεταξύ χωροφύλακα και αστυφύλακα, πρυτάνευσε η εκτίμηση ότι ένας εθνικός σχεδιασμός μέσης και μακράς διάρκειας θα αδυνάτιζε τη διαπραγματευτική θέση της χώρας απέναντι στην Ε.Ε., αν δεν αποτελούσε «σινιάλο» στους διακινητές. Κάπως έτσι, προτιμήθηκε η εσκεμμένη ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού, η δε διαπραγματευτική «δεινότητα» της χώρας εξαντλήθηκε στην προστασία της εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο – πριν τις γνωστές γραφικότητες των μακεδονομάχων υπουργών.
Και τώρα; (Χωρίς αυταπάτες)
Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην Ελλάδα περίπου 46.000 πρόσφυγες. Ενώ η συμφωνία με την Τουρκία πρέπει να εγκριθεί από την ελληνική Βουλή, σύμφωνα με την κυβέρνηση, η Ειδομένη και τα νησιά πρόκειται να εκκενωθούν άμεσα και ο κόσμος αυτός να κατευθυνθεί στα κέντρα υποδοχής· αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει εγγύηση για τις συνθήκες αλλά και την ίδια την παραμονή των προσφύγων αυτών στη χώρα.
Με την ελληνική κυβέρνηση να δεσμεύεται πια μόνο από μια συμφωνία που καταργεί το δικαίωμα στο άσυλο σε ασφαλή χώρα, και τη ΝΔ να πιέζει για μια ακόμα πιο βίαιη διαχείριση της συμφωνίας αυτής, το επείγον είναι η συμφωνία να αμφισβητηθεί με κάθε τρόπο. Καταρχάς να μην επικυρωθεί από τη Βουλή. Έπειτα, να αμφισβητηθεί ο χωροταξικός διαχωρισμός των προσφύγων από την ελληνική κοινωνία: οι πρόσφυγες να έρθουν στις πόλεις και τις γειτονιές. Τα κέντρα φιλοξενίας δεν μπορεί να αποτελούν λύση για έναν πληθυσμό που, με κλειστά τα σύνορα, δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να μείνει στη χώρα. Αντίστοιχα επισφαλής είναι και η κάλυψη των αναγκών των προσφύγων από ΜΚΟ· η συνθήκη αυτή, που ενθαρρύνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματοδοτώντας «ανθρωπιστικές» οργανώσεις αντί για την κυβέρνηση, παγιώνει την αποχώρηση του κράτους από κρίσιμες λειτουργίες που αφορούν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, και φυσικά και τους πρόσφυγες· η πολιτική της εσκεμμένης ανικανότητας, ως μέσο πίεσης στην Ε.Ε., εκθέτει ανθρώπους σε κίνδυνο και πρέπει με κάθε τρόπο να τερματιστεί. Μπροστά σε μια ιστορική οπισθοδρόμηση, το κίνημα αλληλεγγύης δεν είναι δεδομένο εσαεί· για την ώρα, ωστόσο, παραμένει το πιο ισχυρό μας αντίβαρο στη φρίκη.