Με αφορμή το «Μέρα Νύχτα Μέρα Νύχτα» της Τζούλια Λόκτεβ
Μια πολύ νέα κοπέλα έρχεται από κάποιο μακρινό μέρος των ΗΠΑ, με την ευγενική φιλοδοξία να γίνει βομβιστής αυτοκτονίας στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Όχι όμως πριν κάνει, την παραμονή της επιθέσεώς της, μια στάση στο Νιού Τζέρσεϊ. Θα την παραλάβει ένας ασιατικής καταγωγής Αμερικάνος και αφού φάνε το κατιτίς τους σε μαγαζί ασιατικής κουζίνας, θα την οδηγήσει σε ένα μοτέλ. Εκεί θα πλυθεί εμμονικά, ίσως όποιος φτάνει ως τα όρια τού να αφαιρέσει μαζί τη ζωή του και τη ζωή πολλών άλλων, να είναι ο ορισμός του καθαρού, να έχει φτάσει στο σημείο να διαβάζει την πραγματικότητα με όρους απόλυτης καθαρότητας.
Ίσως όποιος φτάνει ως τα όρια τού να αφαιρέσει μαζί τη ζωή του και τη ζωή πολλών άλλων, να είναι ο ορισμός του καθαρού
Μετά θα την επισκεφτούν και θα την προετοιμάσουν για την αυριανή επίθεση τρεις άνδρες με κουκούλες, το πρόσωπο των οποίων δεν πρέπει να δει, σε αντιδιαστολή καταπώς φαίνεται με αυτό του συνεργάτη τους. Μπορεί να μη βλέπουμε τα πρόσωπα των τριών ανδρών -που μιλούν αγγλικά με αμερικάνικη προφορά- αλλά θα δούμε ότι το χέρι του ενός είναι λευκό και το χέρι του άλλου είναι μαύρο, άρα η τρομοκρατική τους ομάδα μοιάζει να ενώνει Αμερικάνους όλων των χρωμάτων. Οι τρεις άνδρες θα της δώσουν οδηγίες για την επίθεση και θα βιντεοσκοπήσουν, αφού πρώτα βάλουν το σωστό λογότυπο στο φόντο και της δώσουν το καλάσνικοφ στο χέρι, το μήνυμα που θα εξηγεί το γιατί της επίθεσης. Εμείς ως θεατές θα δούμε μόνο τη σκηνική προετοιμασία του μηνύματος, το μήνυμα καθαυτό δε θα μάθουμε ποτέ τι λέει.
Η κοπέλα θα οδηγηθεί σε κάποιο άλλο ακαθόριστο μέρος, ίσως γκαράζ, όπου θα συναντήσουμε δύο ακόμη μέλη της ομάδας, έναν άντρα και μια γυναίκα, σε μια σκηνή που γίνεται -κατά τα φαινόμενα ακούσια και όχι εσκεμμένα- αστεία. Εκεί μια γυναίκα με μαντήλι (ή μήπως μαντήλα;) κι ένας άντρας με μάσκα (που αφήνει όμως σημαντικό μέρος του προσώπου ακάλυπτο) θα της δώσουν οδηγίες για το πώς θα ενεργοποιηθεί ο εκρηκτικός μηχανισμός. Ο άντρας μιλά στη νοηματική, οι τρεις κουκουλοφόροι στο βάθος ζητούν να εξηγήσουν και σε αυτούς τι γίνεται, ξεμπερδεύουμε εν πάση περιπτώσει και με τις οδηγίες και η γυναίκα με το σακίδιο τίγκα τα εκρηκτικά στην πλάτη θα αφεθεί στην Times Square, όπου θα αρχίσει να περιηγείται επί μακρόν για να αποφασίσει αν και πότε θα ενεργοποιήσει τη βόμβα, προκειμένου να πάει στο καλό και αυτή και εμείς. Ξέχασα κανέναν; Α, ναι. Και όσοι βρίσκονται στην πλατεία την ώρα της έκρηξης.
Βραβευμένη με διάφορα βραβεία, φεστιβαλικά και μη, βραβευμένη μέχρι και στο Δεκαπενθήμερο των Καννών, το «Μέρα Νύχτα Μέρα Νύχτα» της Τζούλια Λόκτεβ παίχτηκε στη χώρα μας το 2008 και επανεκδίδεται τώρα λόγω της καυτής τζιχανιστικής επικαιρότητας.
Άρα κάτι πρέπει να έχει αυτή η ταινία, σωστά; Σωστά. Αλλά και λάθος μαζί. Σωστά, έχει ένα πολύ πιασάρικο θέμα. Σωστά επίσης, δεν είναι η αβανταδόρικη ταινία που περιμένεις να δεις με βάση το θέμα της. Σωστά, είναι ένα πολύ μικρό και ιδιαίτερο εγχείρημα. Αλλά κάπου εδώ αρχίζει το λάθος.
Θεωρώ ότι είναι μια ταινία σχεδόν τόσο ανερμάτιστη, όσο και η ηρωίδα της
Αν κάτι μου φταίει εν προκειμένω, είναι λιγότερο η ίδια η ταινία. Γιατί νομίζω ότι δεν προσπαθεί τόσο η ίδια να πουλήσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, αλλά μάλλον τα φεστιβάλ και οι κριτικοί αναγόρευσαν όσα αυτή προσφέρει σε μεταξωτές κορδέλες.
Γιατί αν αντιμετωπίσεις το «Μέρα Νύχτα Μέρα Νύχτα» ως ένα σχεδόν πειραματικό ταινιάκι, μέχρι και μπράβο μπορείς να του πεις, που παραδίδει κάτι με πενιχρό υλικό και ακόμη πενιχρότερα μέσα στα χέρια του. Αν το αντιμετωπίσεις όμως ως κάτι περισσότερο, τότε θεωρώ ότι είναι μια ταινία σχεδόν τόσο ανερμάτιστη, όσο και η ηρωίδα της, θεωρώ ότι είναι μια ταινία που οι όποιες αρετές του ύφους της χάνονται τελικά κι αυτές, μέσα σε μια διάρκεια που παρότι μικρή, παραείναι ξεχειλωμένη.
Aς δούμε λοιπόν τι μαθαίνουμε για την ηρωίδα, την προέλευσή της, τα κίνητρά της. Από ένα σύντομο τηλεφώνημα καταλαβαίνουμε ότι οι γονείς της νοιάζονται για αυτήν, ενώ έχει κι έναν μικρότερο αδελφό που αγαπά. Στην αρχή της ταινίας μονολογεί λέγοντας ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν για ένα εκατομμύριο διαφορετικούς λόγους, από ένα σωρό ατυχήματα κλπ.
Σε εκείνη όμως αναλογεί μόνο ένας θάνατος και θέλει αυτός ο θάνατος να είναι για εκείνον. Ας υποθέσουμε -όχι με σιγουριά, αλλά πάντως με μια σχετική ασφάλεια- ότι εκείνος είναι ο Θεός, είτε είναι ο Θεός των από εδώ, είτε ο Θεός των από εκεί, είτε ο Θεός των πιο πέρα, είτε ένας δικός της Θεός.
Επίκαιρη – ξεεπίκαιρη η ταινία της Λόκτεβ προσφέρει το πορτρέτο ενός επίδοξου βομβιστή αυτοκτονίας
Mιλάει πάντως για το δικό της θάνατο. Για το θάνατο όσων θα πάρει μαζί της όχι. Λες και σκοπεύει απλώς να αυτοκτονήσει και όχι ταυτόχρονα να δολοφονήσει και πολύ κόσμο, λες και το μόνο κρίσιμο είναι η απόφαση για τη δική της ζωή. Τι συμβαίνει άραγε μέσα στο μυαλό της; Το να προσεύχεσαι είναι κι αυτό μια μορφή μονολόγου: «Κι αν τα κίνητρά μου δεν είναι τόσο καθαρά όσο νομίζω; Θέλω να είναι καθαρά, πιστεύω ότι είναι καθαρά, αλλά εσύ μόνο μπορείς να δεις μέσα μου. Δεν το κάνω για αυτούς, για σένα το κάνω. Ούτε για εκείνον τον κάνω.
Θα νομίσουν ότι το κάνω για εκείνον, αλλά δεν το κάνω για εκείνον». Κάποια ερωτική απογοήτευση συνδυασμένη με μια διεστραμμένη εκδοχή πίστης; Κάτι άλλο; Δε βγαίνει άκρη. Αν βγαίνει μια άκρη, είναι ότιτα κίνητρά της δεν είναι πολιτικά. Αν βγαίνει μια άκρη, είναι πως η ίδια δεν είναι φανατική και πως όποια πολιτική ατζέντα έχει η ομάδα της, εκείνη απλώς είναι ηβολική φυσική αυτουργός. Μοιάζει περισσότερο με εκτελεστή μαζικών δολοφονιών στα αμερικάνικα σχολεία και πανεπιστήμια και δημόσιους χώρους, που καλά καλά δεν ξέρει και ο ίδιος γιατί κάνει αυτό που κάνει.
Παλιότερα, με αφορμή μια άλλη ταινία, είχα ξανααναρωτηθεί φωναχτά, ποιος είναι χειρότερος; Ο πολιτικά φανατικός που σκοτώνει για ένα σκοπό, ή εκείνος που δεν ξέρει και ο ίδιος γιατί σκοτώνει; Επίκαιρη – ξεεπίκαιρη, η ταινία της Λόκτεβ προσφέρει το πορτρέτο ενός επίδοξου βομβιστή αυτοκτονίας, που δεν θέλει να αλλάξει τον κόσμο, που δεν έχει κάποια πολιτικά πιστεύω, το πορτρέτο ενός ανθρώπου ματαιωμένου έως αλλοπαρμένου.
Δεν θα αμφισβητήσω την υπαρξιακή διάσταση, ακόμη και σε τέτοιου είδους φαινόμενα βομβιστών καμικάζι. Αλλά σίγουρα η πολιτική διάσταση είναι η πρώτη και η κύρια. Ακόμη λοιπόν κι αν υποτεθεί ότι μπαίνουμε με ένα τρόπο στο ταραγμένο μυαλό μιας επίδοξης αυτουργού τρομοκρατικής επίθεσης, έξω από το μυαλό της υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που εξηγεί φαινόμενα με πολιτικά αίτια, οσοδήποτε απόλυτα καταδικαστέα κι αν είναι καθεαυτά.