-“Θα δώσετε πολιτικό όρκο να υποθέσω;”
-“Μάλιστα κυρία πρόεδρε. Και σε τι θα ορκιστώ;”
-“Στην τιμή σας”.
Ένας υπάλληλος αποσύρει τη Βίβλο από το πόντιουμ, ή όπως αλλιώς το λένε αυτό το έπιπλο που με κρατάει σε απόσταση από την πρόεδρο, την εισαγγελέα και τους υπόλοιπους.
-“Ορκίζεστε κύριε Ιάκωβε Ζώη να πείτε την αλήθεια;”
-“Ορκίζομαι” λέω, και σκέφτομαι αν πρέπει να σηκώσω το δεξί μου χέρι στον αέρα ή να το ακουμπήσω εκεί που υπήρχε προηγουμένως η Βίβλος. Άλλα τότε μπορεί να φαίνεται σαν να ορκίζομαι στο έπιπλο ή σαν να κοροϊδεύω το δικαστήριο. Αφήνω, λοιπόν, το χέρι μου να κρέμεται στο πλάι, όπως πριν, αλλά πιο αμήχανα. Σκέφτηκα μήπως θα μπορούσα να βάλω το χέρι στην τσέπη, αλλά
-“Κύριε μάρτυρα, πείτε μας τι γνωρίζετε για την υπόθεση”.
-“Μάλιστα. Από που να ξεκινήσω;”
-“Απ’ όπου νομίζετε. Από την Αρχή”.
-“Μάλιστα. Ο παππούς μου γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας το 1896. Το όνομά του ήταν Ευστράτιος Δάμπασης. Πήγε σχολείο στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, επειδή εκεί μετακόμισε η οικογένεια του. Υπήρξε συμμαθητής του Φώτη Κόντογλου και του Στρατή Δούκα. Οι τρεις τους έβγαζαν ένα σχολικό περιοδικό με κείμενα και ζωγραφιές τους. Την “Μέλισσα”. Εκείνα τα πρωτόλεια γραπτά του και οι ζωγραφιές του στο περιοδικό χάθηκαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1921, λόγω της καταστροφής, μεταναστεύει στο Παρίσι. Εκεί, θα συνδεθεί αρχικά με τον Κοσμά Πολίτη και αργότερα με τον Μ. Καραγάτση. Αυτοί οι δύο θα μεσολαβήσουν, πολύ αργότερα, για την έκδοση διηγημάτων του παππού μου στο περιοδικό “Λόγος” που διηύθυνε ο Άγγελος Τερζάκης. Τα λιγοστά τεύχη του περιοδικού θα χαθούν αργότερα κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής. Το 1928, λοιπόν, ξεκινάει τις σπουδές του στην École Normale Supérieure του Παρισιού, όπου θα σπουδάσει Γερμανική Φιλοσοφία με διδακτορικό επάνω στο Tractatus Logico-Philosophicus του Wittgenstein, ενώ θα παρακολουθήσει και τις διαλέξεις του Samuel Beckett πάνω στην Αγγλική Λογοτεχνία. Wittgenstein και Beckett θα εμπνεύσουν τον παππού μου και θα γράψει ένα θεατρικό με τίτλο “Καλύτερα να Σωπαίνεις”, που προφανώς αποτελεί αναφορά στο Tractatus του Wittgenstein: “Για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς, καλύτερα να σωπαίνει”. Το θεατρικό αυτό θεωρείται πια χαμένο”.
-“Χάθηκαν οι ζωγραφιές, χάθηκαν τα κείμενα, χάθηκαν τα θεατρικά, χάνουμε τον χρόνο μας, χάσαμε και το νόημα κυρία πρόεδρε”, λέει σηκωνόμενος όρθιος ο κατήγορος.
-“Έχει δίκιο κύριε μάρτυς ο κύριος κατήγορος. Φθάστε στα σχετικά με την υπόθεση”.
-“Κυρία πρόεδρε, είναι απαραίτητα για την υπόθεση αυτά που λέω. Αν τα παραλείψω δεν θα γίνει κατανοητή η προϊστορία της υπόθεσης”.
-“Καλώς. Συνεχίστε κύριε Ζώη, αλλά συντομεύστε παρακαλώ”.
-“Μάλιστα. Ο παππούς μου θα γνωρίσει, μέσω του Beckett, τον James Joyce που εκείνη την εποχή έγραφε το “Finnegans Wake”. Ο Joyce θα ολοκληρώσει το βιβλίο αυτό σε δεκαεφτά χρόνια. Είναι γραμμένο σύμφωνα με το αγγλικό συντακτικό και οι λέξεις μοιάζουν με αγγλικές, αλλά είναι σχεδόν στο σύνολό τους νεολογισμοί. Λέξεις που θυμίζουν αγγλικά αλλά δεν υπάρχουν. Αυτό το βιβλίο επηρέασε βαθιά τον παππού μου, και καθώς, σύμφωνα με τον Wittgenstein, “Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου”, ο παππούς μου αποφάσισε να διευρύνει τον κόσμο διευρύνοντας την γλώσσα, όπως ο James Joyce. Αλλά στη φιλοσοφία. Πρέπει εδώ να σημειώσω παρενθετικά πως ο παππούς μου συνήθιζε να λέει πως είχε τρεις μεγάλες απογοητεύσεις στη ζωή του. Την οικογένεια, τον ακαδημαϊκό κόσμο, και το κόμμα”.
Κάνω μια παύση, για να χωνέψουν τις πληροφορίες οι ακροατές. Κοιτάζω στα μάτια την πρόεδρο για να δω αν έχω γίνει κατανοητός ως εδώ. Γυρίζω και ρίχνω μια ματιά και στο ακροατήριο
-“Σε ποιο κόμμα αναφερόταν ο παππούς σας, κύριε Ζώη;”
-“Ένα είναι το κόμμα, κυρία Πρόεδρε!”
Κάποια γέλια ακούγονται από το ακροατήριο, καταλαβαίνω πως έχω την προσοχή όλων, και συνεχίζω:
-“Αστειεύομαι. Στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος αναφερόταν ο παππούς μου, κυρία Πρόεδρε. Έχοντας, λοιπόν, απογοητευτεί από τους περιορισμούς της καθημερινής γλώσσας, αλλά και της ακαδημαϊκής, της επιστημονικής και φιλοσοφικής, αλλά και της γλώσσας της πολιτικής, αποφάσισε να γράψει το μεγάλο του έργο σε μια γλώσσα καινούρια, που θα καταφέρει να κάνει κατανοητό τον κόσμο με έναν διαφορετικό καινούριο τρόπο που δεν θα περιέχει τις προκαταλήψεις και τις αγκυλώσεις των προγόνων, των στοχαστών ή των πολιτικών καθοδηγητών. Ο παππούς μου είναι ο κρίκος που λείπει από την περίφημη “γενιά του ’30”. Το έργο του αυτό, λοιπόν, το βιβλίο που του πήρε τριανταεννέα ολόκληρα χρόνια για να το ολοκληρώσει, θα αποτελούσε ένα άλμα μπροστά, όχι μόνο για τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά και για τον παγκόσμιο. Ωστόσο, το έργο δεν εκδόθηκε, παρόλο που ολοκληρώθηκε. Δεν εκδόθηκε, γιατί ο παππούς μου το θεώρησε μάταιο. Το πιο σημαντικό έργο του ήταν γραμμένο σε μια ιδιωτική γλώσσα, σαν του James Joyce, που ναι μεν του επέτρεψε να ερμηνεύσει και να περιγράψει τον κόσμο με εντελώς καινούριο τρόπο, αλλά δεν μπορούσε να διαβαστεί παρά μόνο από τον ίδιο. Η προσπάθειά του να περιγράψει τον κόσμο εκ του μηδενός και απροκατάληπτα κατέληξε, παραδόξως, σε ομφαλοσκόπηση. Σε ιδιωτεία”.
Κι ενώ περίμενα να αρχίσουν οι ερωτήσεις, ακολούθησε μια σιωπή, που δεν ήξερα πως να την ερμηνεύσω. Όσα είπα ήταν αδιάφορα; Άσχετα με την υπόθεση; Κουράστηκαν; Δεν κατάλαβαν;
-“Τον λόγο έχει ο κύριος κατήγορος”.
-“Ευχαριστώ, κυρία πρόεδρε. Κύριε Ιάκωβε Ζώη. Ποια η σχέση σας με τον κύριο Μπαμπινιώτη;”
-“Υπήρξα διδακτορικός φοιτητής του”.
Σιωπή.
-“Πριν ήσασταν λαλίστατος, τώρα απαντάτε μονολεκτικά;”
-“Πίστευα πως θα με οδηγήσετε εσείς με τις ερωτήσεις σας, κύριε κατήγορε”.
-“Αυτό σκόπευα να κάνω, αλλά θέλω και τη συνεργασία σας κύριε μάρτυρα”.
-“Προχωρήστε με τις ερωτήσεις κύριε κατήγορε. Σεβαστείτε το δικαστήριο. Κι εσείς κύριε μάρτυς απαντήστε στην ουσία των ερωτημάτων. Παρακαλώ. Συνεχίστε”.
-“Μάλιστα” λέω εγώ, “Μάλιστα” απαντάει και ο κατήγορος σαν ηχώ.
-“Μπορείτε, κύριε Ζώη, να μας πείτε για τη σχέση σας με τον κατηγορούμενο, τον κύριο Μπαμπινιώτη, καθώς και για τη συμμετοχή σας στο λεξικό, του οποίου ο κατηγορούμενος υπήρξε επιμελητής;”
-“Μάλιστα. Ωραία. Ο κύριος Μπαμπινιώτης υπήρξε, εκείνη την εποχή, επιβλέπων καθηγητής του διδακτορικού μου, με τίτλο “Σημαίνουσες Ελληνικές Λέξεις εν Αχρηστία”. Η έρευνα μου αφορούσε ελληνικές λέξεις που, για όποιους λόγους, δεν καθιερώθηκαν στην καθημερινή γλώσσα. Ο κύριος Μπαμπινιώτης μου πρότεινε να συμμετέχω στη λημματογράφηση του λεξικού του. Πιο συγκεκριμένα να συνεισφέρω με λήμματα που δεν έχουν καθιερωθεί στην κοινή ελληνική, στην καθομιλουμένη δηλαδή”.
-“Μάλιστα. Πείτε μας τι γνωρίζετε σχετικά με την εμπλοκή που υπήρξε”.
-“Μάλιστα. Λοιπόν. Από το επίμαχο λήμμα, ο κύριος Μπαμπινιώτης αφαίρεσε το όνομα του παππού μου. Το λήμμα αυτό περιγράφει την αδυναμία να ερμηνευτεί, να περιγραφεί, να γίνει κατανοητό, το σύνολο του κόσμου, μέσω μιας εντελώς καινούριας γλώσσας. Γενικότερα, την αδυναμία οποιασδήποτε γλώσσας να καταστήσει εξ ολοκλήρου κατανοητό τον κόσμο. Η λέξη αυτή δημιουργήθηκε από τον παππού μου. Ο παππούς μου, παραδεχόμενος την αποτυχία του βιβλίου του, του έργου της ζωής του, αποφάσισε να τιτλοφορήσει το ανέκδοτο αυτό έργο του με αυτή τη λέξη, ώστε το βιβλίο, ή έστω και μόνο ο τίτλος του, να αποτελεί στους αιώνες, το μνημείο αυτής της αδυναμίας του ανθρώπου να περιγράψει εξ ολοκλήρου τον κόσμο μέσω οποιασδήποτε γλώσσας οσοδήποτε εκλεπτυσμένης. Η αναφορά στο όνομα του παππού μου στο λήμμα αυτό είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής. Δεν υπάρχει το όνομα του παππού μου πουθενά. Τουλάχιστον όχι ως Ιάκωβος Ζώης. Ούτε στην ιστορία της λογοτεχνίας, ούτε στην ιστορία της φιλοσοφίας. Όσο σημαντικό κι αν υπήρξε το έργο του, ο παππούς μου είναι σαν να μην υπήρξε. Και ο κύριος Μπαμπινιώτης, διαγράφοντας το όνομα του παππού μου από το λήμμα, διέγραψε και τον ίδιο τον παππού μου”.
-“Τι λέτε;” πετιέται φανερά εκνευρισμένος ο κατήγορος: “Αυτά που λέτε είναι άσχετα με τον Βούλγαρο”.
-“Τι;”
-“Τι Τι; Σας ρώτησα για τον Βούλγαρο, κι εσείς λέτε για τον παππού σας πάλι”.
-“Ποιον Βούλγαρο;”
-“Τον Βούλγαρο. Το λήμμα. Το λήμμα Βούλγαρος”.
-“Δεν με ρωτήσατε για το λήμμα Βούλγαρος. Εγώ σας έλεγα για το λήμμα του παππού μου, που ο Μπαμπινιώτης αφαίρεσε το όνομά του”.
-“Κυρία πρόεδρε, μπορώ να πάρω για λίγο τον λόγο; Για μια διευκρίνιση;” λέει, ενώ σηκώνεται όρθιος, ο συνήγορος υπεράσπισης του Μπαμπινιώτη.
-“Ησυχία παρακαλώ στο ακροατήριο. Κάντε λίγη υπομονή. Παρακαλώ κύριε συνήγορε, έχετε τον λόγο”.
-“Ευχαριστώ, κυρία πρόεδρε”.
Ο συνήγορος πλησιάζει, κι εγώ συνειδητοποιώ πως γυρίζω το κεφάλι μου προς όλες τις κατευθύνσεις για να δω τον κατήγορο, την πρόεδρο, το ανήσυχο ακροατήριο, την εισαγγελέα που κάτι ψιθύρισε στην πρόεδρο, τον συνήγορο, και πάλι όλους από την αρχή, με τη σειρά. Τώρα κοιτάζω τον συνήγορο που έρχεται και στέκεται δίπλα μου.
-“Θα ήθελα να διευκρινίσω πως ο κύριος Μπαμπινιώτης, ως επιμελητής, δεν υπερέβη τον ρόλο του προβαίνοντας στη διαγραφή του ονόματος από το λήμμα, καθώς ήταν το όνομα του μάρτυρα, και όχι του παππού του, όπως ισχυρίζεται ο μάρτυρας”.
-“Τι λέτε! Του παππού μου είναι το όνομα. Και δικό μου. Παππούς μου είναι. Ήταν. Είχαμε… Έχουμε το ίδιο όνομα”.
-“Εσείς μας είπατε άλλο όνομα στην κατάθεσή σας. Το όνομα του παππού σας είναι διαφορετικό από το δικό σας. Εσείς μας το είπατε. Μπορείτε να το βρείτε σας παρακαλώ κυρία Πρόεδρε;”
-“Δάμπασης” λέει η εισαγγελέας, κοιτάζοντας κάτι χαρτιά μπροστά της: “Ευστράτιος Δάμπασης”.
-“Ορίστε!” συμπληρώνει θριαμβευτικά ο συνήγορος.
-“Ναι, αλλά το άλλαξε” λέω εγώ.
-“Ποιο;”
-“Το όνομα του, κύριε συνήγορε”.
-“Πότε;”
-“Δεν ξέρω”.
-“Γιατί;”
-“Δεν ξέρω. Συνηθιζόταν στη λεγόμενη “γενιά του ’30”. Τον Ελύτη τον έλεγαν Αλεπουδέλη. Το Ελύτης μπορεί να το πήρε από τον Γάλλο ποιητή Eluard, που τον είχε μεταφράσει κιόλας, η από τη γαλλική λέξη elite. Ο Καραγάτσης πήρε το όνομα του από το δέντρο κάτω από το οποίο καθόταν και έγραφε. Τώρα μη με ρωτήσετε τι δέντρο είναι το καραγάτσι, δεν θυμάμαι, αλλά από το καραγάτσι πήρε το όνομά του. Ο Κοσμάς ο Πολίτης ήθελε να δηλώσει με το όνομα που διάλεξε πως είναι πολίτης του κόσμου. Ή κοσμοπολίτης. Εξ ου και Κοσμάς Πολίτης. Ο Μυριβήλης…”
-“Εντάξει, καταλάβαμε. Καταλάβαμε κύριε μάρτυρα. Καταλάβαμε. Λέτε λοιπόν πως ο παππούς σας άλλαξε το όνομα του σε…;”
Ο συνήγορος κοιτάζει εμένα και μετά την εισαγγελέα, ζητώντας με το βλέμμα του να του πει κάποιος το καινούριο όνομα του παππού μου. Το όνομά μου δηλαδή.
-“Ιάκωβος Ζώης” λέει η εισαγγελέας.
-“Όπως και του μάρτυρά σας” συμπληρώνει η πρόεδρος: “Ιάκωβος Ζώης”.
-“Ακριβώς” λέω εγώ, απευθυνόμενος στον συνήγορο.
-“Γιατί;”
-“Δεν ξέρω. Πάντως αυτό το όνομα διάλεξε. Αυτό που έχω κι εγώ: Ιάκωβος Ζώης”.
-“Από το James Joyce” ακούγεται μια φωνή, και όλοι μας γυρίζουμε ταυτόχρονα και κοιτάζουμε προς το ακροατήριο.
Ακολουθεί σιωπή, καθώς όλοι προσπαθούμε να διακρίνουμε κάποια κίνηση που να μας κάνει να καταλάβουμε ποιος μίλησε.
-“Ως φόρος τιμής στον James Joyce προφανώς” ξανακούγεται η φωνή του Μπαμπινιώτη.
-“Έχει δίκιο” λέω στην πρόεδρο. “Έχεις… Έχετε δίκιο κύριε Μπαμπινιώτη” του λέω ξαναγυρίζοντας προς το μέρος του, για να επικυρώσω αυτό που είπε.
-“Καλά, τέλος πάντων” διακόπτει τον ενθουσιασμό μου ο συνήγορος.
-“Κυρία πρόεδρε, μπορώ να συνεχίσω;” επεμβαίνει ο κατήγορος: “Η παρέμβαση του συνηγόρου υπεράσπισης εξέτρεψε την ήδη εκτετραμμένη συζήτηση και”
-“Εκτραπείσα”.
-“Τί;”
-“Εκτραπείσα” επαναλαμβάνω. “Εξέτρεψε την ήδη εκτραπείσα συζήτηση”.
-“Εγώ τι είπα;”
-“Εκτετραμμένη”.
-“ΟΚ, εκτραπείσα. Έλεγα, λοιπόν κυρία πρόεδρε, πως ο κύριος συνήγορος εξέτρεψε, με την παρέμβασή του, την ήδη… την ήδη…”
-“Εκτραπείσα” λέει η πρόεδρος.
-“Τέλος πάντων, μπορώ να έχω τον λόγο κυρία πρόεδρε;”
-“Παρακαλώ. Έχετε τον λόγο κύριε συνήγορε. Κατήγορε. Κατήγορε ήθελα να πω. Δώστε μου μισό λεπτό”.
Η πρόεδρος μιλάει χαμηλόφωνα με την εισαγγελέα και τους υπόλοιπους του προεδρείου, και γυρίζει προς το ακροατήριο: “Το προεδρείο ζητάει δεκάλεπτη διακοπή”.
Όλοι του ακροατηρίου σηκώνονται σχεδόν ταυτόχρονα και τα πτυσσόμενα ξύλινα καθίσματά τους βγάζουν αλλεπάλληλους ξερούς ήχους. Στους ξύλινους ήχους που αντηχούν στον χώρο, στους ψιθύρους και τα μουρμουρητά, προσθέτονται οι ήχοι από το χαρτομάνι που τακτοποιούν οι δικηγόροι, και οι χαρτοφύλακες που κλείνουν με θόρυβο. Βγαίνω κι εγώ έξω, ακολουθώντας το εξερχόμενο πλήθος. Πρώτος ανάβει τσιγάρο ο κατήγορος, και στέλνει τη βοηθό του να του φέρει “έναν σκέτο καφέ”. “Τί καφέ;” μάλλον τον ρωτάει η βοηθός, γιατί αυτός προσθέτει δυνατά και απότομα: “Ό,τι νά ‘ναι!”
Ή μήπως αναφέρεται στην κατάθεσή μου; Όπως και νά ‘χει, αρχίζω να στρίβω τσιγάρο.
“Τι κάνεις;” ακούω από πίσω μου, και γυρίζω να δω ποιος μου μίλησε. Είναι ο συνήγορος υπεράσπισης. Δίπλα του ο Μπαμπινιώτης, που δείχνει να προσπαθεί να μη με βρίσει. Από πίσω τους είναι οι υπόλοιποι μάρτυρες υπεράσπισης. Όλοι τους διδακτορικοί φοιτητές, που όπως κι εγώ, έγραψαν μέρη του λεξικού. Δεν πλησιάζουν πιο κοντά, αλλά τεντώνουν τα κεφάλια τους για να βλέπουν και να ακούν καλύτερα.
“Τι εννοείτε τι κάνω;” ρωτάω τον συνήγορο για να κερδίσω λίγο χρόνο.
“Τι είναι όλη αυτή η ιστορία με τον παππού σου; Για το λήμμα Βούλγαρος είναι η δίκη”.
“Ναι, το ξέρω. Α! Διαβάσατε χθες την απάντηση του προέδρου του συνδέσμου φιλάθλων του ΠΑΟΚ;”
“Που;” ρωτάει ο Μπαμπινιώτης.
“Στο “Έψιλον” της Ελευθεροτυπίας. Ακούστε: Του λέει ο δημοσιογράφος: Ο κύριος Μπαμπινιώτης υποστηρίζει πως η δεύτερη ερμηνεία του λήμματος “Βούλγαρος”, δηλαδή “οπαδός ποδοσφαιρικής ομάδας της Θεσσαλονίκης, και κυρίως του ΠΑΟΚ”, μπήκε επειδή συνηθίζουν να τους φωνάζουν έτσι στο γήπεδο, και έχει καθιερωθεί. ΟΚ, απαντά ο πρόεδρος των ΠΑΟΚτσήδων, τότε κι εμείς θα φωνάζουμε συνέχεια στο γήπεδο: “πουτάνα / πουτάνα / του Μπαμπινιώτη η μάνα”, μέχρι να καθιερωθεί, οπότε θα είναι αναγκασμένος δίπλα στο λήμμα “πουτάνα” να βάλει τη μάνα του”.
Όλοι προσπαθούν να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Μέχρι κι ο συνήγορος χαμογελάει για λίγο πριν σοβαρέψει εκ νέου: “Κοίτα. Ξέρουμε όλοι πως τη δίκη μάλλον θα τη χάσουμε. Και τότε θα αναγκαστούμε σε δεύτερη έκδοση, που η δεύτερη ερμηνεία του Βούλγαρος θα λείπει. Ωραία. Το θέμα είναι να μην εκδικαστεί καμιά τρελή αποζημίωση για ηθική βλάβη. Αυτό μόνο μπορείς να μας προσφέρεις ως μάρτυρας υπεράσπισης. Να μην στοιχειοθετηθεί ηθική βλάβη. Το λεξικό είναι προϊόν δουλειάς πολλών ανθρώπων, όπως εσύ, ο Μπαμπινιώτης είναι απλώς ο επιμελητής, κάποια πράγματα του ξέφυγαν, λόγω του όγκου της δουλειάς, και των διδακτικών καθηκόντων του, αλλά είναι ένας έντιμος άνθρωπος, και άριστος καθηγητής, και τα λοιπά και τα λοιπά. Που κολλάει λοιπόν σε όλα αυτά ο παππούς σου;”
“Κοιτάξτε. Το δικό σας ντέρτι είναι να μην πληρώσει αποζημίωση ο πελάτης σας. Το δικό μου ντέρτι είναι να αποδοθεί αυτός ο μικρός φόρος τιμής στον παππού μου, αφού, ούτως ή άλλως, αυτός δημιούργησε τη λέξη. Και δεν είναι όποια κι όποια λέξη”
-“Ρε παιδάκι μου,” με διακόπτει ο Μπαμπινιώτης “είπαμε: Θα υπάρξει καινούρια έκδοση. Σε αυτήν την καινούρια έκδοση θα μπει το όνομα του παππού σου. Εντάξει;”
-“Αν είναι έτσι, συμφωνούμε. Να σε ρωτήσω όμως κάτι; Γιατί το έβγαλες αρχικά το όνομα;”
-“Τι γιατί; Διαβάζω την ετυμολογία του λήμματος, και βλέπω το όνομα σου. Νόμιζα πως ήτανε αστείο. Ένα εσωτερικό αστείο. Δεν Σκέφτηκα ότι ήταν το όνομα του παππού σου. Τώρα κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι για σένα να μπει το όνομα”.
-“Είναι σημαντικό λόγω όλων αυτών που είπα στο δικαστήριο”.
-“Ναι βρε παιδάκι μου κατάλαβα. Θα μπει το όνομα, κι αν θέλεις, θα μπει και μια εκτενέστερη αναφορά στο έργο του παππού σου. Ευχαριστημένος;”
-“Ευχαριστημένος” του λέω, με χτυπάει φιλικά στην πλάτη, και γυρίζει να δώσει οδηγίες στους υπόλοιπους μάρτυρες υπεράσπισης, περπατώντας προς την αίθουσα.
-“Κάτι τελευταίο” του φωνάζω, κι ο Μπαμπινιώτης γυρίζει απλώς το κεφάλι του και με κοιτάζει. “Κομμουνιστικό Κόμμα λέγεται. Όχι Κουμουνιστικό όπως γράφει το λεξικό”.
-“Ναι, τό ‘χα στο μυαλό μου να το αλλάξω. Θα γίνει κι αυτό” μου λέει και ξαναγυρίζει στους διδακτορικούς του. Όλοι κινηθήκαμε προς την αίθουσα, για να συνεχιστεί η δίκη.
Το υπόλοιπο της διαδικασίας κύλησε βαρετά. Τουλάχιστον για εμένα. Οι δικηγόροι ρώτησαν αυτά που έπρεπε, εμείς είπαμε αυτά που έπρεπε, η πρόεδρος και η εισαγγελέας είπανε αυτά που έπρεπε, δεν αναφερθήκαμε ξανά στον παππού, και η δίκη τελείωσε. Στην δεύτερη έκδοση ο Βούλγαρος δεν θα έχει δεύτερη ερμηνεία, ο Μπαμπινιώτης δεν θα πληρώσει αποζημίωση, ο κομμουνισμός θα λέγεται κομμουνισμός, και το όνομα του παππού θα αποκατασταθεί. Win-Win που λένε και στη θεωρία παιγνίων. Την επόμενη θα ανακοινωθεί η απόφαση, όπως μας ενημέρωσε η πρόεδρος. Οι μάρτυρες υπεράσπισης θα πάνε για καφέ “εκεί δίπλα” όπως μου είπαν, κι εγώ αρνήθηκα ευγενικά, γιατί έχω πολλές δουλειές. Περίμενα να απομακρυνθούν, και ξεκίνησα να στρίβω το τσιγάρο που είχα αφήσει άστριφτο
-“Κύριε Ζώη”.
Γυρίζω.
-“Κύριε Ζώη, είμαι η εισαγγελέας από τη δίκη”.
-“Ναι, σας θυμάμαι. Περάσαμε τόσες ώρες μαζί”.
Γελάει. Έχει ωραία μάτια. Πρέπει να είναι λίγο μεγαλύτερή μου. Ωραία ντυμένη. Της δίνω το χέρι μου για χειραψία: “Το όνομα μου είναι Ζώης. James Ζώης”.
Γελάει ακόμα πιο δυνατά και μου δίνει το χέρι της: “Χαρά. Χάρηκα. Χαρά Χαραλάμπους”.
Γελάω κι εγώ με τη σειρά μου, χωρίς να είμαι σίγουρος πως έκανε χιούμορ.
-“Χαρά από το Χαραλαμπία;”
-“Ναι”.
-“Τι είναι ο δολοφόνος δολοφόνου;”
-“Δεν κατάλαβα. Τι εννοείς;”
-“Ένα κουίζ σου έβαλα: Τι είναι ο δολοφόνος δολοφόνου;”
-“Νομικά μιλώντας;”
-“Όχι. Ανέκδοτο είναι. Τι είναι ο δολοφόνος δολοφόνου;”
-“Δεν ξέρω. Τι είναι;”
-“Κύπριος!”
Γελάμε και οι δύο για αρκετή ώρα.
-“Τι με θέλατε;” διακόπτω το γέλιο της.
-“Α, ναι. Το πρώτο μου πτυχίο είναι στη φιλοσοφία. Και μου άρεσε πολύ η ιστορία του παππού σας. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να έχω πρόσβαση στο έργο του. Υπάρχει αντίγραφο; Το πρωτότυπο ή κάτι;”
-“Όχι. Έχουν χαθεί όλα. Αυτό που έχει σωθεί είναι μόνο μια λέξη, που δηλώνει την αδυναμία να υπάρξει ένα συστηματικό φιλοσοφικό έργο, σε οποιαδήποτε γλώσσα, που να περιγράφει και να κάνει νοητό το σύνολο του κόσμου. Τώρα που το σκέφτομαι, αν το σώμα σας, το δικαστικό σώμα εννοώ, καταλάβαινε το έργο του παππού μου, θα έπρεπε να διακόψει τη δίκη. Δεν είχε νόημα”.
-“Τι εννοείς;”
-“Να: Ένα λεξικό είναι τόσο μάταιο όσο και το έργο του παππού μου. Ίσως και πιο μάταιο ακόμα. Δεν μπορεί να καταφέρει αυτό που διατείνεται πως κάνει. Δεν μπορεί να καταγράψει το σύνολο της γλώσσας. Οπότε κάθε συζήτηση, διαμάχη, ή δίκη στην προκειμένη περίπτωση, είναι άχρηστη”.
-“Ναι, αλλά χάρη σε αυτή τη δίκη κατάφερες να μπει στο λεξικό το όνομα του παππού σου”.
Έκανα μια παύση. Που το ήξερε αυτό;
-“Επαγγελματίες είμαστε” μου λέει χαμογελώντας. “Κάτι καταλαβαίνουμε κι εμείς από αυτά που γίνονται στους διαδρόμους”.
-“Με εντυπωσιάζεις”.
-“Άρα δεν ήταν μια μάταιη δίκη. Κι ο αγώνας σου για δικαίωση του παππού σου δεν ήταν αγώνας άγονος. Δεν ήταν μάταιος. Και τα κατάφερες μιλώντας. Μέσω των λέξεων δηλαδή. Άρα ούτε το να μιλάς ούτε το να γράφεις, όπως ο παππούς σου, είναι μάταιο”.
-“Ναι, εντάξει, αλλά εγώ το εννοούσα φιλοσοφικά. Να σου πω, για να μην τα λέμε όρθιοι, πάμε εδώ δίπλα να πιούμε έναν καφέ;”
-“Να πάμε” μου λέει, “με την προϋπόθεση να μου πεις τον τίτλο”.
-“Ποιον τίτλο;”
-“Τον τίτλο του βιβλίου του παππού σου. Το λήμμα της ματαιότητας”.
-“Το λήμμα της ματαιότητας. Ωραίο ακούστηκε”.
-“Για ωραίο το είπα” μου απαντάει, χαμογελάω και ξεκινάμε να περπατάμε.
-“Λοιπόν; Θα μου πεις τη λέξη;”
-“Μην περιμένεις να την ετυμολογήσεις. Είναι κι αυτή δημιούργημα του παππού. Δεν είναι σύνθετη λέξη. Δεν σημαίνει κάτι από μόνη της. Σημαίνει όσα ο παππούς μου ήθελε να σημαίνει”.
-“Άντε, πες την”