Με αφορμή το «Ο εκλεκτός της νύχτας» του Τζεφ Νίκολς
Υπήρχαν κάποτε εξωγήινοι που δεν ήθελαν να διαλύσουν τις μεγαλουπόλεις μας, υπήρχαν κάποτε εξωγήινοι που δεν ενδιαφέρονταν να ανατινάξουν ουρανοξύστες, υπήρχαν πλάσματα από άλλους πλανήτες που έρχονταν εδώ μέσω σκηνοθετικών οραμάτων που θα αξιοποιούσαν τα ειδικά εφέ, όχι με στόχοτην πορνογραφία των εκρήξεων της καταστροφής, αλλά με ένα τρόπο που θα προκαλούσε ρίγος, συγκίνηση, μεταφυσικό δέος. Εντάξει, και ο «Starman» του Κάρπεντερ, αλλά κυρίως ο «Εξωγήινος» και ακόμη πιο κυρίως οι «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου». Τον κόσμο αυτό του Σπίλμπεργκ προσπάθησε πριν λίγα χρόνια να ξαναστήσει και ο Τζέι Τζέι Έιμπραμς στο «Super 8». Για λόγους που εκθέσαμε αναλυτικά τότε, ενώ υπήρχαν όλα τα περιφερειακά του στοιχεία, ενώ υπήρχε η προσομοίωση ακόμη και της καρδιάς αυτού του κόσμου, η ίδια η καρδιά -ή μια οποιαδήποτε άλλη στη θέση της που να μη χτυπά τεχνοκρατικά ή «νέρντικα»–απουσίαζε.
Με τον «Εκλεκτό της Νύχτας» ο Τζεφ Νίκολς (γεννημένος δώδεκα χρόνια μετά τον Έιμπραμς και ένα χρόνο μετά την πρώτη προβολή των «Στενών Επαφών») θα προσπαθήσει να αποτίσει φόρο τιμής κι αυτός με τη σειρά του και θα αποτύχει κι αυτός με τη σειρά του. Αλλά θα αποτύχει όχι από υπερβολικό μιμητισμό όπως ο Έιμπραμς, καθώς όντως προσπαθεί να μπολιάσει την έντονη κινηματογραφική αναφορά με προσωπικές του αγωνίες και βιώματα, όπως εν προκειμένω η σχέση πατέρα – γιου.
Είχε κάνει κάτι παρόμοιο στο εξαιρετικό «Καταφύγιο», όπου εκεί, έχοντας μόλις κάνει και ο ίδιος οικογένεια, τον ενέπνευσε η ανασφάλεια ενός νέου οικογενειάρχη, η αδυναμία του να ελέγξει τους πάσης φύσεως εξωτερικούς κινδύνους και απειλές. Εδώ, μέσω του μόνιμου πρωταγωνιστή του (του στιβαρού Μάικλ Σάνον) είναι σαν να προβάλλει στο παιδί του ήρωα δυο διαφορετικούς φόβους και επιθυμίες. Όχι μόνο ξανά την αίσθηση της εξωτερικής απειλής και την ανάγκη της προστασίας του, αλλά και κάτι άλλο: Αν όλοι οι γονείς θέλουν το παιδί τους να είναι ξεχωριστό, πόσο ξεχωριστό θέλουν τελικά να είναι; Μήπως αν είναι υπερβολικά ξεχωριστό παύει να είναι δικό μας;Μήπως το χάρισμά του είναι από κάπου αλλού και εμείς δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα με αυτό; Μήπως το χάρισμά του οδηγήσει στο να το χάσουμε και να μας το πάρουν από μικρό οι όμοιοί του στο δικό τους χαρισματικό κόσμο; Μήπως δίπλα στην ολότελα εγωιστική επιθυμία το παιδί μας να ξεχωρίζει, υπάρχει και ο φόβος να μην ξεχωρίσει πάρα πολύ;
Ένα από τα προβλήματα της ταινίας είναι πως το όποιο σασπένς, γύρω από το τι στα αλήθεια συμβαίνει, διαρκεί λίγο. Πολύ γρήγορα θα μας εξηγηθεί ποιός είναι τι (για τους κύριους τουλάχιστον παίκτες), κι αν αυτό από μόνο του είναι μια απόλυτα θεμιτή επιλογή, το κακό είναι πως μόλις μπουν τα βασικά κομμάτια του παζλ όλη η υπόλοιπη ταινία κυλάει προαποφασισμένα, προδιατεταγμένα, χωρίς εκπλήξεις και χωρίς κάτι άλλο σε επίπεδο ουσίας που να αντισταθμίζει την έλλειψή τους. Το σενάριο χρειαζόταν και άλλη επεξεργασία ή έστω μεγαλύτερο μέγεθος, καθώς στην πορεία αφήνει ξεκρέμαστα και αναξιοποίητα χαρακτήρεςκαι στοιχεία που αρχικά έμοιαζαν σημαντικά, όπως αυτό της σέχτας που μεγάλωσε το χαρισματικό παιδί. Σχεδόν εύχεσαι ο Νίκολς να είχε στρέψει την προσοχή του προς τη σέχτα, η ταινία θα είχε μάλλον βγει πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Γενικότερα μιλώντας, ίσως στις σέχτες το θρησκευτικό και εσχατολογικό πρόταγμα να είναι μόνο ένα πρόσχημα, ίσως το βασικό που σου προσφέρουν οι σέχτες είναι το να ξεφεύγεις από τα πάσης φύσης προβλήματα της έξω κοινωνίας και να τα υποκαθιστάς με τα καινούρια της μικροκοινωνίας, την ίδια ώρα που σου προσφέρεται μια εναλλακτική αφήγηση για τον κόσμο, το νόημά του, το τέλος του βέβαια. Όλα τα μέλη της σέχτας που θα δούμε στην ταινία πάντως, είναι λευκοί άντρες και λευκές γυναίκες.
Υπάρχει πάντως ένας τρόπος να σωθεί «Ο Εκλεκτός της Νύχτας» στα μάτια σου. Αν δεν τον αντιμετωπίσεις σε σύγκριση με τα ιερά σπιλμπεργκικά τέρατα και αν δεν τον αντιμετωπίσεις ως έργο που έχει ιδιαίτερες ποιοτικές αξιώσεις. Αν τον αντιμετωπίσεις ως μπι μούβι, αν δεν τον συγκρίνεις με τους κινηματογραφικούς «προγόνους», ούτε με προηγούμενες ταινίες του ίδιου σκηνοθέτη, αν δεν τον συγκρίνεις γενικά. Και όταν τον βλέπεις να μην τον κρίνεις και αυτοτελώς, να μην σε πειράζει που δεν θα πείθεσαι από αυτό που βλέπεις. Αν δεν ψάξεις δηλαδή να βρεις μια συνολικά στέρεη πρόταση, αλλά να αρκεστείς στο να περνάνε ευχάριστα, αλλά χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις σκέψεως οι δυο ώρες και να ψάχνεις να βρεις μέσα τους δυο – τρεις στιγμές που απροσδόκητα θα σε αγγίξουν.
Ο Μάικλ Σάνον λέει στον οκτάχρονο γιο του ότι δουλειά του είναι να ανησυχεί για αυτόν και ότι αυτό δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει. Κι έχοντας ένα γιο στην ίδια ηλικία, αναρωτιέμαι γιατί μου προξενεί μια σχετική έκπληξη αυτή η φράση, ή πάντως γιατί δεν μου φαίνεται εντελώς αυτονόητη. Προφανώς θα είναι επειδή δεν ανησυχώ εγώ για το παιδί μου. Που δεν είναι αλήθεια δηλαδή. Ανησυχώ. Αλλά όταν κάτι συμβαίνει. Γενικά δεν ξέρω αν ανησυχώ. Ή έτσι νομίζω. Μου έρχεται τώρα στο μυαλό ένας φίλος που προ ετών συζητούσε πόσο είχε ψάξει ποια παιδικά καθίσματα είναι τα ασφαλέστερα για αυτοκίνητο και γιατί. Για αυτόν μπορώ να πω με σιγουριά ότι προερχόταν από κάποιο άλλο γονεϊκό σύμπαν, διαφορετικό από το δικό μου.
Ο πατέρας λοιπόν που ανησυχεί για το γιο του, ο πατέρας που αγχώνεται για το γιο του. Μάνα δεν έχει το παιδί στην ταινία; Έχει. Την Κίρστεν Ντανστ. Που σεναριακά ως χαρακτήρας αφήνεται αρκετά στην τύχη της. Είναι σαν να υπάρχει γιατί πρέπει να υπάρχει. Και πάντως υπάρχει σε πλάνο δεύτερο. Όταν σε μια φάση το παιδί που έχει χαθεί ξαναγυρνά στους γονείς του, είναι ο πατέρας πρώτα που το αγκαλιάζει με ανακούφιση, ενώ η μάνα περιμένει πίσω του, τη σειρά της, σαν φτωχός συγγενής. Μήπως υπερβάλλω, μήπως είναι ακριβώς αυτός ο τρόπος σκέψης μου στερεοτυπικός και σεξιστικός; Πιθανόν. Αλλά το βλέπω ως εξής: δεν έφτανε που στο ανδροκρατούμενο μέινστριμ αμερικάνικο σινεμά, οι άντρες ήταν διαρκώς σε πρώτο πλάνο και οι γυναίκες διακοσμούσαν το περιβάλλον, εδώ οι γυναίκες μπαίνουν σε δεύτερο ρόλο ακόμη και ως γονείς.
Ούτε τη μανούλα να μην μπορεί να παίξει μια γυναίκα σήμερα, να μπαίνει στην πρώτη γραμμή ο πατερούλης. Κι αφού μπήκαμε σε μονοπάτια ευθέως παρεξηγήσιμα, ας πω και κάτι άλλο πιο παρεξηγήσιμο. Ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους αγάπησα τον δεύτερο κύκλο του «Fargo», είναι γιατί τόλμησε να παίξει με το άβατο, με την εικόνα των πρωταγωνιστών του. Είναι διαφορετικό να έχεις ως σταρ σε ένα ρόλο μια αναπηρία που πουλάει και συγκινεί και που το μιζάρισμα στη συγκίνησή της είναι όλο το πόιντ και που όλοι ξέρουν ότι δεν την έχεις στα αλήθεια και διαφορετικό να καλείσαι να βάλεις πολλά κιλά, τα οποία δεν είναι τμήμα του χαρακτήρα σου, παρά μόνον σε μια πιο αυθεντική αποτύπωση του πώς είναι οι αληθινοί άνθρωποι. Στο «Fargo» λοιπόν, ο Τζέσε Πλέμονς και η Κίρστεν Ντανστ δεν μοιάζουν με ηθοποιούς του Χόλιγουντ, ο Πλέμονς είναι υπέρβαρος και η Ντανστ στρουμπουλή (κι όχι μόνο στρουμπουλή, αλλά και κακόγουστη σαν στυλ, με ένα περαιτέρω υπόγειο τσαλάκωμα της εικόνας της). Όσο λοιπόν κι αν αγάπησα τη σειρά και για αυτό το τσαλάκωμα, ξαναβλέποντας τώρα το πρόσωπο της Ντανστ μη στρουμπουλό, ένιωσα καλύτερα.
Κλείνοντας, επειδή την κακολογήσαμε πολύ την ταινία, το καστ της είναι υποδειγματικό. Από τον Μάικλ Σάνον ως την Κίρστεν Ντανστ, από τον Τζόελ Ένγκερτον ως τον Σαμ Σέπαρντ (που ακόμη και σε βαθιά γεράματα διατηρεί κάτι το γοητευτικό) και από τον Άνταμ Ντράιβερ (που είναι ο αντίστοιχος Φρανσουά Τριφό στις «Στενές Επαφές» και ο αντίστοιχος Τσαρλς Μάρτιν Σμιθ στο “Starman”), μέχρι τον, δυστυχώς χωρίς ρόλο, Πολ Σπαρκς. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε στον Τζεφ Νίκολς του «Καταφυγίου» και του «Ένα Καλοκαίρι», αλλά αν στις Κάννες, με την ήδη έτοιμη επόμενη ταινία του, δεν κάνει σημαντικά βήματα προς τα εμπρός, τότε κάτι ίσως θα έχει αρχίσει να πηγαίνει λάθος.