Ένα αφιέρωμα στο μουσικό τρίο από την Σκωτία, εν αναμονή του επερχόμενου δίσκου τους
Γράφει ο Αλέξανδρος Νίκας.
Μόλις λίγες μέρες πριν, οι Biffy Clyro αποκάλυψαν τρία νέα κομμάτια από το επερχόμενο LP τους με τίτλο “Ellipsis”. Είχε προηγηθεί το video clip για το εκρηκτικό Wolves of Winter, το πρώτο single του δίσκου, το οποίο περιλαμβάνει όλα όσα θα θέλαμε να δούμε και να ακούσουμε (και ακόμη περισσότερα): σκληρές κιθάρες, επιτυχημένους πειραματισμούς και ένα καλαίσθητο οπτικοακουστικό αποτέλεσμα, το οποίο όμως διαφέρει σημαντικά από το μοτίβο που έως τώρα επέλεγαν καταρχήν να ακολουθούν και που ήθελε το trio να πρωταγωνιστεί (συνήθως ημίγυμνο).
Όσο για τον πολύ ενδιαφέροντα τίτλο, αυτός αναμενόμενα δημιούργησε ερωτηματικά, με αφορμή τα οποία ο τραγουδιστής αποκάλυψε ότι το τραγούδι δεν σχετίζεται με το Game of Thrones αλλά έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι οι ίδιοι δηλώνουν φανατικοί θαυμαστές της τηλεοπτικής σειράς, ενώ δεν κρύβει ότι θα ήθελαν πολύ να αφήσουν κάποια στιγμή το στίγμα τους στον φανταστικό κόσμο του George R.R. Martin.
Προσωπικά, τυχαίνει να αγαπώ πολύ αυτήν τη μπάντα και εν αναμονή του νέου τους δίσκου “Ellipsis” που θα κυκλοφορήσει στις 8 Ιουλίου, βρήκαμε την καλύτερη αφορμή για να μοιραστούμε τα αισθήματά μας. Και υπάρχουν πολλοί λόγοι για να τους αγαπήσεις κι εσύ. Καταρχάς, είναι η ιδιαίτερη φωνή του frontman Simon Neil (κιθάρα, φωνή, στίχοι) και το μεγάλο ταλέντο των Ben (drums) και James (μπάσο) Johnston, τα οποία βγάζουν με αξιοσημείωτη ευκολία και χωρίς ντροπές σε κάθε live εμφάνισή τους εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες.
Είναι, όμως, και τα nothing-short-of-spectacular artworks της δισκογραφίας τους, τουλάχιστον στο δεύτερο μέρος της έως τώρα μουσικής τους πορείας, αλλά και το μυστήριο που πλανάται γύρω και πάνω από το όνομα του συγκροτήματος: οι ίδιοι οι Σκωτσέζοι έχουν φροντίσει γι’ αυτό, δίνοντας κάθε φορά και μία διαφορετική εξήγηση και αποδίδοντάς το αινιγματικά σε πρόσωπα και καταστάσεις που περιλαμβάνουν από ποδοσφαιριστές της τοπικής ομάδας της πόλης τους (ή της Φινλανδίας του 17ου αιώνα) έως Σκωτσέζους εφευρέτες που «πρώτοι ταξίδεψαν στο διάστημα», και από στυλό του Cliff Richard έως εκνευριστικά μεγάλα ακρωνύμια και πράκτορες της σειράς James Bond.
Σπουδαίο ρόλο για την αγάπη μας αυτή παίζει και το γεγονός ότι, αν και απελπστικά χαμένοι στην αφάνεια της εγχώριας μουσικής μας πραγματικότητας, οι Biffy Clyro έχουν κάνει το διεθνές μουσικό κοινό να παραμιλά ουκ ολίγες φορές την τελευταία δεκαετία, σημειώνοντας αξιοζήλευτες πρωτιές στα μουσικά charts του Ηνωμένου Βασιλείου και διθυραμβικές δισκοκριτικές. Αυτή τους την επιτυχία την οφείλουν στη δυνατότητα του κοινού να καταφέρνει, μέσα στην γοητευτική αυθεντικότητα του ήχου τους, να ξεχωρίσει όλα εκείνα τα μουσικά είδη που καλύπτουν το φάσμα της σύγχρονης ροκ μουσικής.
Ο σημαντικότερος, όμως, παράγοντας που καλλιέργησε την όρεξη και ανάγκη για ένα τόσο εκτενές αφιέρωμα είναι η περιπετειώδης —έως και τρικυμιώδης— ζωή των Neil και αδερφών Johnston που αναμφίβολα στιγμάτισε την καλλιτεχνική τους φύση και τον χαρακτήρα τους καθόλη τη μουσική πορεία της μπάντας, και που απλόχερα εικονογράφησε το απανταχού αγαπημένο narrative: οι αυτοκαταστροφικοί underdogs, καμμένα χαρτιά – απόρροια της οργασμικής μουσικά δεκαετίας των 90s που μετατρέπονται σε κανονικούς αστέρες της σύγχρονης ροκ.
Ξεκινώντας το 1995 ως μία εφηβική μπάντα του Ayrshire, στη δυτική όχθη της Σκωτίας, και ζώντας το όνειρο των underground ροκάδων που “ζουν την φάση τους” σε μικρά κλαμπάκια και τοπικά venues, αποτύπωσαν τον γνωστικό τους χάρτη σε τρεις οργισμένους δίσκους, αποτίοντας φόρο τιμής στα ακούσματα με τα οποία μεγάλωσαν. Και είχαν την τύχη και ικανότητα να εξελιχθούν, αποφεύγοντας ενδεχόμενους συμβιβασμούς που μόνο κακό θα έκαναν στην χημεία τους, αλλά χωρίς να ξεφεύγουν από προσωπικά προβλήματα εξαρτήσεων που ενδεχομένως τους κράτησαν πίσω και δημιούργησαν τριβές μεταξύ τους.
Για του λόγου το αληθές, πολύ αφότου πρωτοέπιασαν τις κιθάρες τους και για μία πολύ παραγωγική τριετία (2002 – 2004), οι Biffy έδειξαν στο ανυποψίαστο μουσικό κοινό των 00s ότι διαθέτουν ένα οπλοστάσιο ιδεών και αστείρευτη δημιουργικότητα, όπως φαίνεται από τους τρεις ολοκληρωμένους δίσκους που κυκλοφόρησαν στο διάστημα αυτό. Κυρίως, όμως, ως καταπιεσμένοι εικοσάρηδες προερχόμενοι από το ενοχλητικά ήσυχο Ayrshire που αναζητούν τη μουσική τους ταυτότητα, αποκάλυψαν την διάθεση να εξωτερικεύσουν την αυθεντική τους οργή. Σαφέστατα επηρεασμένοι πρωτίστως από τη μουσική σκηνή του Σιάτλ, την thrash metal αλλά και την τότε ακόμη ακμάζουσα nu metal και έχοντας επιτύχει μία απαράμιλλη ισορροπία μεταξύ των grunge επιρροών τους και της αυθεντικότητας του ακόμη απροσδιόριστου ήχου τους, η δουλειά τους βρήκε σύντομα απήχηση και κοινό πρόθυμο να ακολουθήσει τη μπάντα από τα πρώτα πατήματά της.
Έτσι, ακόμη και με το πρώτο “Blackened Sky” (2002) κατάφεραν να κερδίσουν —αν όχι την προσοχή, τότε σίγουρα— την περιέργεια πολλών. Ο ήχος τους ήδη απαρτιζόταν από δυνατά κιθαριστικά riffs που χαρακτηρίζονταν από ταχύτατες εναλλαγές, ένα σύνολο εκπληκτικά ώριμων μπασογραμμών που ξέφευγαν από τον ρόλο του αναγκαίου διακοσμητικού και προσέδιδαν πρόσθετη αξία στο μουσικό σύνολο, και τα just the right amount of smashing drums. Παράλληλα, η ομολογουμένως ενδιαφέρουσα φωνή του Simon, τα συνολικώς μοιρασμένα ανάμεσα στο trio φωνητικά, και ορισμένες μάλλον όχι ιδιαίτερα φειδωλές κραυγές, οι οποίες στα πρώτα ακούσματα αναπόφευκτα αποξένωσαν ορισμένους ακροατές, παρέδωσαν με γενναιόδωρη μελαγχολία και απαισιοδοξία τον ρομαντισμό που η παρέα από την Σκωτία καταπίεζε μέχρι τότε.
Ένα χρόνο μετά, οι Biffy Clyro θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν χαρακτήρα στο “The Vertigo of Bliss” (2003), ξεφεύγοντας όμως σε ένα βαθμό από τα μουσικά ερεθίσματα που όπλισαν τα χέρια τους στο “Blackened Sky”. Η πρωτοτυπία δείχνει να κερδίζει λίγο έδαφος στη μάχη απέναντι στα δάνεια των Nirvana, των Alice in Chains, των System of a Down, των Tool και των Limp Bizkit. Με σαφώς πιο δουλεμένες ορχηστρικές συνθέσεις, ακόμη δυνατότερο συναίσθημα και εμφανώς πιο ώριμη παραγωγή, ο πλέον εξαιρετικά ποιητικός ρομαντισμός εξακολουθεί να κινείται στο εκ των πραγμάτων διαχρονικά αγαπημένο τους θεματικό πλαίσιο της σύγκρουσης αλλά περιορίζεται ελαφρώς, τουλάχιστον συγκριτικά με τον πρώτο δίσκο, δίνοντας χώρο σε εκφράσεις γενικευμένης οργής και μηνύματα κοινωνικής κριτικής (ή περιστασιακά σε πονηρά ταξίδια με μόνο καύσιμο εξαρτησιογόνες ουσίες).
Χωρίς να χάνουν χρόνο, οι τρελαμένοι Σκωτζέσοι της καρδιάς μας κυκλοφορούν το 2004 το “Infinity Land” και ο ήχος τους σιγά-σιγά αποδεσμεύεται από τη μουσική που τους ενέπνευσε να πιάσουν τις κιθάρες όταν ήταν πιτσιρικάδες, επηρεάζεται από την σύγχρονη βρετανική σκηνή και εκσυγχρονίζεται, δείχνοντας ολοένα και πιο ταιριαστός στη δεκαετία που διανύουν. Σε αυτό το πλαίσιο, το ταλέντο τους ξεδιπλώνεται πιο εύκολα και η κερδισμένη εμπειρία αφήνει το αποτύπωμά της στον ήχο της μπάντας. Το σημαντικότερο στοιχείο του “Infinity Land”, όμως, είναι δίχως αμφιβολία η αίσθηση του πλουραλισμού που καλλιεργεί η παρέλαση των genres, η οποία και σφραγίζει την πρώτη αυτή δισκογραφική εποχή των Biffy Clyro δίνοντας την σκυτάλη σε αυτήν της επιτυχίας και της αναγνώρισης.
Την έκδυση του underground δέρματος της μπάντας θα σηματοδοτήσει και η μετάβαση από το label της Beggars Banquet στην 14th Floor της Warner, με την οποία θα κυκλοφορήσει ο 4ος δίσκος με τίτλο “Puzzle” (2007). Δεν είναι (μόνο) η νέα δισκογραφική, όμως, που θα φέρει τη μπάντα στο #2 του UK chart, αλλά η σαφώς ορισμένη πλέον δομή των τραγουδιών, η πρωτοφανής ορχηστρική δεινότητα (με χαρακτηρηστική την αρμονική συμμετοχή του βιολιού και του πιάνου), η διάκριση των ρόλων στα φωνητικά, και η επιστροφή στην ποίηση του “Vertigo of Bliss”. Όλα αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με την πλήρη εναρμόνιση με τη mainstream βρετανική μουσική και τον πιο επιτηδευμένο στίχο που πλέον καταφέρνει να κερδίζει την προσοχή του ακροατή εξίσου με τον μουσικό παράγοντα, αναμφίβολα καθιστούν τον νέο ήχο των Biffy Clyro πιο μελωδικό και σαφώς πιο εύπεπτο (και συνεπώς radio-friendly για πρώτη φορά), παρά τους νεωτερισμούς και την επιμένουσα πλην περιορισμένη σαγηνευτική επιθετικότητα που είχαν υιοθετήσει εξαρχής.
Σπουδαίο ρόλο, όμως, έπαιξε και το εισιτήριο εισόδου που απέκτησε η μπάντα για την συναυλιακή πραγματικότητα των «ενήλικων»: The Who, Red Hot Chili Peppers, Bon Jovi, The Rolling Stones είναι μόνο μερικά από τα σπουδαιότερα ονόματα με τα οποία είχαν την ευκαιρία να παίξουν live μετά την κυκλοφορία του “Puzzle”. Συγκεκριμένα, όμως, η περιοδεία τους ως opening act των Muse(στο σπουδαίο 2007 tour από το οποίο προέκυψε και το εμβληματικό H.A.A.R.P. Live at Wembley), Linkin Park και Queens of the Stone Age, τους οποίους μάλιστα εκθειάζουν και με τους οποίους έως τότε μοιράζονταν αρκετά στοιχεία στον ήχο, τους έδωσε πρόσβαση σε νέες δεξαμενές μουσικού κοινού του είδους. Την είσοδο των Biffy στο big boys’ club θα συνοδεύσει και η αρχή της συνεργασίας τους με τον θρυλικό γραφίστα Storm Thorgerson, γνωστό για τη δημιουργία του artwork σε δίσκους που έμειναν στην ιστορία της ροκ μουσικής: από τους κλασικούς Pink Floyd, Led Zeppelin, Black Sabbath και Scorpions έως τους πιο σύγχρονους Muse, Mars Volta και Dream Theater.
Από τη μουσικά γενναιόδωρη χρονιά του 2009, φυσικά, δε θα μπορούσε να λείπει ο πλατινένιος και προσωπικά αγαπημένος 5ος δίσκος των Biffy ο οποίος έδινε ακριβώς ό,τι υποσχόταν στον τίτλο του, “Only Revolutions”, και στο artwork του Thorgerson, το οποίο απεικόνιζε δύο γιγάντιες επαναστατικές σημαίες σε μπλε και κόκκινο, μία για κάθε φύλο. Η μανία του συγκροτήματος να ανοίγει ή/και να κλείνει κάθε κομμάτι θεαματικά ήταν πλέον πιο εμφανής από ποτέ, μοτίβο που αποτέλεσε ένα από τα δυνατότερα σημεία ενός δίσκου που σάρωσε στις διάφορες λίστες και charts, αποσπώντας ακόμη καλύτερες κριτικές από το “Puzzle”. Και που τα είχε όλα, από βόμβες – υβρίδια prog και stoner και συνεργασίες με τον Josh Homme έως δραματικά openers, ηρωικά έπη και υπέροχες ροκ μπαλάντες.
Αν το “Puzzle” τούς έβαλε στον συναυλιακό κόσμο των σπουδαίων ονομάτων, το “Only Revolutions” τους τοποθέτησε στα main stages των μεγαλύτερων μουσικών φεστιβάλ του κόσμου, παρότι οι ίδιοι συνέχισαν παράλληλα να απολαμβάνουν την εξαιρετική σχέση και συνεργασία τους με τους Muse και την ασφάλεια της μικρής γραμματοσειράς, ως support act τουκατά πολλούς παγκοσμίως καλύτερου και πολυβραβευμένου live act της εποχής μας. Προσωπικά, έχοντας ζήσει την ανεπανάληπτη εμπειρία αυτής της περιοδείας, ακόμη θυμάμαι την ευχάριστη έκπληξη στο πρόσωπο των Καταλανών που μόλις πριν λίγα λεπτά ανυπομονούσαν να αντικρύσουν το παρεάκι του Bellamy και ρωτούσαν «ξέρετε τι μουσική παίζουν αυτοί οι μπίφυ;».
Έπειτα από περίπου τέσσερα χρόνια απουσίας της από το studio και δεκαοχτώ χρόνια αδιάκοπων gigs μετά το ξεκίνημά της, η μπάντα δηλώνει επιτέλους απαλλαγμένη από τα προσωπικά προβλήματα που βάραιναν τους τρεις: ο αλκοολισμός του Ben και η επακόλουθη κατάθλιψη του James που κατηγορούσε τον εαυτό του για τον εθισμό του δίδυμου αδερφού του στο ποτό ήταν παρελθόν, ενώ o Simon που έβλεπε αγωνιωδώς τη σύζυγό του να βιώνει τη μία αποβολή μετά την άλλη εκμεταλλεύτηκε την ψυχοσύνθεσή του δημιουργικά, διοχετεύοντας τα συναισθήματά του σε ένα νέο project. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης (και της εύκολης πρόσβασης στη μαριχουάνα, όπως αποκαλύπτουν οι ίδιοι) ήταν η κυκλοφορία της πρώτης τους No. 1 δισκογραφικής επιτυχίας, με τίτλο “Opposites” (2013). Τα είκοσι τραγούδια του διπλού album χωρίστηκαν θεματικά στα “The Sand at the Core of Our Bones” και “The Land at the End of Our Toes”, και τα δύο στίχοι από το ρεφρέν του καταιγιστικού “Sounds Like Balloons”.
Το album cover, επίσης δουλειά του Thorgerson (και, δη, στο πλαίσιο της τελευταίας του συνεργασίας με τους Biffy, αφού τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του “Opposites” απεβίωσε), είναι εμπνευσμένο από τα προβλήματα που πλέον είχαν αντιμετωπίσει με επιτυχία και απεικονίζει το μεγαλύτερο σε ηλικία δέντρο του κόσμου, στη Χιλή: «σκέφτηκα πόσο δυνατές πρέπει να είναι οι ρίζες του, και πόσο δυνατή είναι η παρέα μας —πώς μπορούμε και αντιμετωπίζουμε κάθε δυσκολία, γιατί έχουμε ο ένας τον άλλον», είχε δηλώσει ο Simon Neil εξηγώντας ότι οι Biffy Clyro, πάνω απ’ όλα, είναι μία παρέα κολλητών φίλων. Το “Opposites” υπήρξε ένα σωστό αριστούργημα και αποτελείμία από τις πιο ολοκληρωμένες δουλειές της σύγχρονης μουσικής εκεί έξω, κερδίζοντας δίκαια τις πρωτιές στα charts και αποσπώντας επάξια κριτικές που περιγράφουν ένα έπος.
Τρία χρόνια μετά, ανυπομονούμε να πιάσουμε στα χέρια μας το νέο τους δίσκο. Ανεξάρτητα, όμως, από το εάν το “Ellipsis” αντεπεξέλθει στις —όπως σωστά υποθέτεις— υψηλές μας προσδοκίες ή όχι (και οι πολλά υποσχόμενες γεύσεις που έχουμε πάρει μέχρι στιγμής συνηγορούν στο πρώτο), μία εκτίμηση μπορώ να μοιραστώ με αυτοπεποίθηση: οι Biffy Clyro θα μας απασχολήσουν πολύ περισσότερο από εδώ και στο εξής· μετά το ευρωπαϊκό, ήρθε η ώρα και για το ελληνικό μουσικό κοινό να αναγνωρίσει την αξία των τρελαμένων Σκωτσέζων και να αναφωνήσει με θαυμασμό: Mon the Biff!