“Μα είναι δώρο άδωρο
ν’ αλλάξεις χαρακτήρα
τζάμπα κρατάς λογαριασμό
τζάμπα σωστός με το στανιό.”
Πριγκιπέσα, Σωκράτης Μάλαμας
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
“Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι το πεπρωμένο του”, έγραφε κάποιος αρχαίος. Και σίγουρα είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε πώς διαμορφώνεται ο χαρακτήρας κάθε ανθρώπου. Οι παράγοντες τόσο πολλοί, γονίδια, περιβάλλον, συγκυρίες, τυχαιότητα.
Όμως κάθε άνθρωπος έχει το χαρακτήρα του, κι αυτόν κουβαλάει μέχρι το διπλανό χωριό.
Υπάρχει μια σύντομη σκέψη του Κάφκα, που θυμίζει πιο πολύ τα κείμενα του Πεσσόα. Γράφει ο Τσέχος:
“Ο παππούς μου συνήθιζε να λέει: Η ζωή είναι εξαιρετικά σύντομη. Τώρα, καθώς το ξανασκέφτομαι, σχεδόν δεν μπορώ να καταλάβω πώς -για παράδειγμα- μπορεί ένας νέος να αποφασίσει να πάει με το άλογο μέχρι το διπλανό χωριό. Χωρίς να φοβάται ότι ακόμα και ολόκληρη η ζωή του δεν θα αρκούσε για μια τέτοια διαδρομή”.
Αρκεί να έχεις διαβάσει τον Πύργο του Κάφκα και καταλαβαίνεις ότι αυτός ήταν ο χαρακτήρας του, αυτός του χωρομέτρη Κ.
Που δεν του φτάνει ολόκληρη η ζωή. Πάντα κάτι τον περισπά, πάντα κάτι τον βγάζει απ’ τον δρόμο, κι έτσι ποτέ δεν φτάνει στον Πύργο.
Πώς ξεκινάς το ταξίδι, όταν ξέρεις ότι ακόμα κι ολόκληρη η ζωή σου δεν θα αρκέσει για μια τέτοια διαδρομή;
~~
Αυτή η ιστορία του Κάφκα ήταν το τελευταίο κείμενο της αυτοβιογραφίας του Μαρτσέλο Μαστρογιάννη (εξελληνισμένα). Ο Μαστρογιάννης συμπληρώνει τη σκέψη του Κάφκα, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται, στα 72 του χρόνια:
“Στα νιάτα μας, όταν ανεβαίνουμε για να κάνουμε αυτή τη διαδρομή, νομίζουμε ότι το ταξίδι θα είναι πολύ μακρύ, χωρίς τέλος. Αλλά αργότερα, όταν φτάσουμε σε κάποια ηλικία, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το “διπλανό χωριό” τελικά δεν ήταν και τόσο μακριά, ότι στην πραγματικότητα η διαδρομή υπήρξε σύντομη, πολύ σύντομη.
Κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι η ζωή πέρασε έτσι… βζζζν!
Και το χωριό βρίσκεται εκεί.”
Ο Μαστρογιάνι έζησε τη ζωή του σαν να ήταν μικρό παιδί, ακόμα κι όταν γέρασε. Ο Κάφκα είχε γεράσει πολύ πριν ξεκινήσει να ζει.
Και λίγο πριν το τέλος ο Ιταλός ηθοποιός γράφει:
“Διαπλέουμε τον ποταμό Δούρο [Ντόουτο] που θα πει χρυσός. Κι αυτή είναι η εκβολή του. Φτάνουμε στον Ατλαντικό ωκεανό
Μπροστά στην απεραντοσύνη αυτού του ωκεανού, νιώθεις την επιθυμία να κάνεις σκέψεις μάλλον βαθιές.
Εγώ πιστεύω στη φύση, στους έρωτες, στις αγάπες, στις φιλίες. Σ’ αυτό το μαγευτικό τοπίο. Στη δουλειά μου, στους συντρόφους μου.
Μου αρέσει ο κόσμος. Αγαπώ τη ζωή. Και στ’ αλήθεια θεωρώ πως είμαι ένας τυχερός άνθρωπος. Με τα πάνω μου και τα κάτω μου, όπως όλοι -αλλά τυχερός.”
Ο Κάφκα ήταν φοβισμένος και κλεισμένος, παρότι πιο τυχερός με τις “αρχικές συνθήκες”. Έτσι έζησε, έτσι έγραψε. Δεν γεννήθηκε φτωχός. Ο Μαστρογιάνι θυμάται τη μητέρα του να τηγανίζει αυγά “σ’ ένα αλουμινένιο τηγανάκι με σπασμένο χερούλι”.
Θυμάται τις στολές των Γερμανών και τη γεύση της ρεβυθόσουπας.
Θυμάται το πρώτο τσιγάρο που κάπνισε, από γένια καλαμποκιού.
Θυμάται το ξυλουργείο του πατέρα του και τη μυρωδιά του ξύλου.Θυμάται τους Κούρδους στοιβαγμένους σε μια βιβλική έξοδο.
Θυμάται τον αδελφό του και τις ταινίες του Σαρλώ.
Θυμάται το Παρίσι όταν γεννήθηκε η κόρη του και τις ριζογκοφρέτες που δεν μπορούσε ν’ αγοράζει κάθε μέρα.
Θυμάται τον Φελίνι, τον Βισκόντι, τον Ντε Σίκα και τον Αγγελόπουλο.
Θυμάται τη Μέριλιν Μονρόε.
Θυμάται τη Γκρέτα Γκάρμπο να κοιτάζει τα παπούτσια του και να του λέει: “Italian shoes?”
Και μετά θυμάται όταν πήγαιναν να κυνηγήσουν σαύρες με τις σφεντόνες τους.
Το πρώτο πράγμα που αναφέρει ότι θυμάται είναι “μια μεγάλη μουσμουλιά”. Το τελευταίο είναι “η πρώτη μου ερωτική νύχτα”.
~~
Ο Μαρτσέλο ήταν ένας “τυχερός άνθρωπος” που ανέβηκε στο άλογο, όχι για να πάει στο διπλανό χωριό, αλλά για να χαρεί την καβαλαρία.
Ο Φραντς φοβόταν τ’ άλογα και τις γυναίκες. Και πιο πολύ τη ζωή.
Και οι δύο έκαναν τέχνη τη ζωή τους, τον χαρακτήρα τους.
Και οι δύο έζησαν και πέθαναν.
Αν μπορούσα να διαλέξω θα προτιμούσα να είμαι σαν τον Μαρτσέλο, πάντα ερωτευμένος, πάντα να θαυμάζω. Αλλά δεν είμαι κανένας απ’ τους δυο.
~~
Το πρωί του Σαββάτου ξύπνησα γνωρίζοντας ότι είχα ένα πολύ δύσκολο Σαββατοκύριακο, όχι μόνο χωρίς διασκέδαση, αλλά και χωρίς ξεκούραση -πέρα από τον ύπνο. Και τότε ευχήθηκα να έκλεινα τα μάτια και να ξυπνούσα πάλι την Κυριακή το βράδυ, όταν όλα θα είχαν τελειώσει, χωρίς να θυμάμαι τίποτα.
Χωρίς να θυμάμαι, Μαρτσέλο.
Αλλά τώρα, αργά το βράδυ της Κυριακής, χαίρομαι που κανείς καφκικός θεός δεν εισάκουσε την ευχή μου. Γιατί έζησα και γιατί θυμάμαι. Και γιατί είναι τυχερός ο άνθρωπος όταν ζει.
Ναι, αδελφέ μου Κάφκα, η ζωή είναι δύσκολη, ίσως να είναι και μάταιη. Αλλά είναι όμορφη, κυρίως επειδή είναι σύντομη. Και δεν πρέπει να χαραμίσουμε ούτε δευτερόλεπτο χωρίς αναμνήσεις.
Θυμάμαι, λοιπόν.
Θυμάμαι ένα παιδί να λέει πως δεν μπορεί να φτιάξει έναν δράκο από πηλό, κι όταν το καταφέρνει με τη βοήθεια μου, να χαίρεται λες κι έφτιαξε γλυπτό του Ροντέν.
Θυμάμαι τον σκύλο, την Πέρλα, να με κοιτάει στα μάτια, και παρά την κούραση μου ν’ ακούει να της λέω “βόλτα”. Θυμάμαι τη χαρά της.
Θυμάμαι τ’ αστέρια το βράδυ.Θυμάμαι τον Τηλέμαχο ν’ αποκοιμιέται στον καναπέ κι εμένα να τον κουβαλάω -μετά βίας πια- μέχρι το κρεβάτι.
Κάπως έτσι είναι η ζωή: Δύσκολη, γλυκιά και σύντομη.
Μια ανάμνηση που τελειώνει όταν κλείνουμε τα μάτια. Όταν σταματάμε να θυμόμαστε. Όταν σταματάμε να ζούμε.
Κι όποιος έχει να προτείνει κάτι καλύτερο απ’ τη ζωή, να το θυμάστε, είναι κήρυκας του θανάτου.
Θυμάμαι, λοιπόν: Ήταν άνοιξη και…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~