Από τον Σίμο Ανδρονίδη
«Επειδή έτσι συμβαίνει, γέρνει ο επισκέπτης του υπερώου το πρόσωπο πάνω στο γείσο του εξώστη, και, υπό το εμβατήριο της εξόδου, πέφτοντας τρόπον τινά σ’ ένα όνειρο βαρύ, κλαίει, χωρίς να το ξέρει». (Φραντς Κάφκα, ‘Στο υπερώο’).
Το αποτέλεσμα του Eurogroup της 9ης Μαΐου, ήτοι μία πρώτη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ κυβέρνησης και ‘θεσμών’ ουσιαστικά προδιαγράφει το πλαίσιο για τη σύγκληση του Eurogroup στις 23 Μαΐου, εκεί όπου πιθανολογείται η επίτευξη της τελικής και αναπόδραστης συμφωνίας. Θα πρέπει να δούμε τις τρέχουσες εξελίξεις εν συνόλω, εστιάζοντας στις ταξικές ανακατατάξεις που δύνανται να επιφέρουν στον ελληνικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Η προετοιμαζόμενη συμφωνία επικαθορίζει την τρέχουσα διαχείριση της κεφαλαιοκρατικής κρίσης, καθώς και τις εξελίξεις που προκύπτουν από αυτήν.
Η κρίση του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού συνεχίζεται, εντείνεται, με τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ & Ανεξαρτήτων Ελλήνων να βαθαίνει περαιτέρω τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τα οποία έγκεινται στη μεταβολή της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού εντός του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας, στη διεύρυνση των οικονομικών, ταξικών και εισοδηματικών χασμάτων, (ανακατατάξεις και στο εσωτερικού του αστικού μπλοκ εξουσίας), στην ‘εδαφικοποίηση’ των μνημονίων ως μηχανισμών εναλλαγής σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, στη σχετική ή μη ‘μνημονιοποίηση’ του κράτους (αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του, της ίδιας της άρθρωσης της σχετικής του ‘αυτονομίας’, για να παραπέμψουμε και στον Νίκο Πουλαντζά)[1], στη δομική αδυναμία πραγματοποίησης της ολικής αναπαραγωγικής ικανότητα σημαντικών κατηγοριών του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων, στην κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, η αλλιώς στην υποαντιπροσώπευση και αδυναμία συνάρθρωσης των συμφερόντων συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων και μερίδων τάξεων.
Η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης ως απότοκος της συγκεκριμένης, στο ‘χώρο’ και στο ‘χρόνο’, διαχείρισης της κεφαλαιοκρατικής κρίσης (ακριβώς στο βαθμό που μετασχηματίστηκε σε λαϊκή-εργατική ‘κρίση’), συναιρέθηκε, στο πλαίσιο κίνησης (πρακτικής & ιδεολογικής) των κομματικών-πολιτικών δυνάμεων με τη βίαιη λειτουργία του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή συνιστά εκείνον τον «κόμβο» φασιστικοποίησης ο οποίος αφενός μεν επιδιώκει να παγιώσει την κοινωνική του ‘ισχύ’, αφετέρου δε να σταθεροποιήσει τις ιδεολογικές όψεις του ρατσιστικού λόγου της. Έτσι, ο ρατσισμός ως πρόδρομος ‘δείκτης’ της δράσης του νεοναζιστικού μορφώματος δεν αποτελεί απλά και μόνο το «δηλητήριο» που «χύνεται» στις λαϊκές-εργατικές συνειδήσεις, οδηγώντας στην μερική ή μη ενσωμάτωση των πτυχών ενός βίαιου ‘εθνικισμού’.
Αντιθέτως, θα λέγαμε πως αποτελεί μία «μορφή» που προσιδιάζει στην ιστορικότητα της κρισιακής περιόδου, στην πορεία και στη μελλοντική (το μεσομακροπρόθεσμο μέλλον ως εν δυνάμει φασισμός) αναπαραγωγική δυνατότητα του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού. Η Χρυσή Αυγή (και ως ιδιότυπο ‘πεδίο’ ιδεολογικοποίησης) συνιστά και μία πρακτική «μηχανή», μία βίαιη (πρακτική & φαντασιακή) αντανάκλαση ενός μέλλοντος που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να υπάρξει ούτε καν ως συμβολική ‘πιθανότητα’.
Τώρα, η οικονομική-κεφαλαιοκρατική κρίση συνιστά μία μορφή αντεστραμμένης υλικότητας-αναδιανομής του παραγόμενου προϊόντος, που, αφενός μεν τείνει να αναπαράγει τον ‘αστισμό’ (αστική τάξη-ηγεμονικές μερίδες της) σε κυριαρχική μορφή, (δίχως όμως την απόσπαση διευρυμένης συναίνεσης, καθότι, παρά την ‘ύφεση’ ‘υπόγειες’ και μη αντιστάσεις συνεχίζουν να υπάρχουν), αφετέρου δε συρρικνώνει τον ρόλο της καθαυτό εργατικής τάξης η οποία δε βιώνει μόνο την άρση μίας ισχυρής αναπαραγωγικής-ικανότητας (εδώ μπορούμε να εστιάσουμε και στα νέα προλεταριακά στρώματα σε χώρους όπου ενδημεί η ελαστική απασχόληση, η εν γένει επισφαλειοποίηση των εργασιακών σχέσεων-συνθηκών, η ανασφάλιστη εργασία, η εργασία με το κομμάτι), βιώνει και την αδυναμία χάραξης του μέλλοντος. Οι ίδιες οι επί τα χείρω δομικές μεταβολές στις εργασιακές σχέσεις[2] τείνουν να λειτουργούν ως προπομποί επηρεασμού της όλης εξέλιξης της πάλης των τάξεων.
Η απόσπαση από το προϊόν της εργασίας, από το προϊόν ‘καρπό’ σκληρής δουλειάς συντελείται υπό τους όρους μίας ιδιότυπης πρακτικής όσο και ιδεολογικής (ιδεολογικοποίηση της εργασίας) ‘αποϋποκειμενοποίησης’ της εργασίας: ο καθαυτό πολίτης και ύστερα εργάτης, εργάζεται για τον εαυτό του, πέρα και πάνω από τις γραμμές της συλλογικότητας που αποτελεί ‘καρπό’ της ένωσης υποκειμένων μπροστά στη σχέση που αρθρώνεται με τα μέσα της παραγωγής. Οι συνέπειες από τη διαχείριση της κεφαλαιοκρατικής κρίσης, επηρεάζουν και την όλη κίνηση-ιστορική πορεία των ενδιάμεσων τάξεων, ιδίως της παραδοσιακής μικροαστικής καθώς και των κατώτερων τμημάτων της νέας μικροαστικής τάξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, διαμορφώνονται οι συνθήκες για την ανάδυση και την αποκρυστάλλωση μίας ελληνικής κεφαλαιοκρατικής ‘μήτρας’ ‘νέου’ τύπου, πεδίο όπου η αλληλουχία και οι εναλλαγές της ταξικής εκμετάλλευσης και της έντασης της μετατοπίζουν τα καθορισμένα όρια της δράσης, διαμορφώνουν υποκείμενα συγκαιρινά που ‘εμφιλοχωρούν’ το τώρα ως αιώνιο αύριο.
Όμως, ο πολιτικός και οικονομικός ορθολογισμός του κράτους και των ασκούμενων πολιτικών δύνανται να ανατραπούν. Η ιστορία δεν συνιστά ‘μήτρα’ απολυτότητας-γραμμικότητας, ‘μήτρα’ συγκρότησης δεσμών με το ‘άχρονο’ και το άφθαρτο μέταλλο. Συνιστά ‘μήτρα’ κυοφορούμενων δομικών μεταβολών, χώρο’ διαμόρφωσης και δράσης της πάλης των τάξεων (και επηρεασμού από αυτήν την παράμετρο), εκεί όπου λαμβάνει χώρα η μείζονα εγκάρσια στρατηγική ρήξης, η πτώση της κάθε στήλης Βαντόμ.
Ακριβώς διότι, με τα λόγια του Καρλ Μαρξ, «Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω απ’ αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν σε ένα σημείο, όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοχτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται».[3]
Η δρώσα ιστορία «γεννά» αντινομίες, συνθέσεις και υπερβάσεις, σημασιοδοτώντας την κοινωνική εξέλιξη ως εγκάρσια τομή.
[1] Έχει ιδιαίτερη σημασία ένα απόσπασμα από το έργο του Νίκου Πουλαντζά ‘Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις’: «Το Κράτος, βοηθώντας εναλλακτικά τη μια ενάντια στην άλλη τις αντιμαχόμενες δυνάμεις, συντελεί στην πραγματική κυριαρχία ορισμένων τάξεων- γιατί δεν είναι ποτέ ένας ουδέτερος διαιτητής- μόνο με το ρόλο του παράγοντα συνοχής και διατήρησης των δομών ενός δοσμένου σχηματισμού. Οι δομές και το πεδίο της ταξικής πρακτικής παρουσιάζουν εδώ μια ιδιαίτερη μετατόπιση. Αντίθετα, στην περίπτωση της σχετικής αυτονομίας του καπιταλιστικού Κράτους μπορούμε πάντα να προσδιορίσουμε, μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής περιοδικότητας, την άμεση σχέση του Κράτους με τα πολιτικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων: είτε ότι λειτουργεί σαν παράγοντας πολιτικής οργάνωσης αυτών των τάξεων, είτε ότι αναλαμβάνει άμεσα να εκπληρώσει αυτά τα συμφέροντα». Βλ. σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις,’ τόμος β’, γ’ έκδοση, Μετάφραση: Χατζηπροδρομίδης Λ., Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1982, σελ. 154. Εντός της ιστορικής περιοδικότητας της κεφαλαιοκρατικής κρίσης, το κράτος συγκροτεί και συμπυκνώνει συνάμα την έννοια του αστικού συμφέροντος βραχυπρόθεσμα (έξοδος της άρχουσας τάξης και των πλέον ανταγωνιστικών κεφαλαίων από τον «κυκεώνα» της βαθιάς οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης) και μεσοπρόθεσμα (διατήρηση και σταθεροποίηση (επιστροφή στην ανάπτυξη του ίδιου του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού). Σε αυτό το σημείο η ιστορία «γελά»: το κράτος δεν προκύπτει και δεν λειτουργεί ως κρισιακός, «μηχανικός» παρατηρητής, ως συγκρότηση του ευρύτερου «καλού». Αντιθέτως, παρεμβαίνει ενεργά, λαμβάνει μέτρα ταξικά εμπροσθοβαρή, μέτρα που μεταβάλλουν και αναδιαμορφώνουν την κίνηση των κοινωνικών τάξεων και των μερίδων τάξεων, αντανακλώντας γειωμένη ισχύ και προβάλλοντας-εκφράζοντας ένα μείζον επίδικο: την επιδίωξη μίας δεδομένης, «καθαρής» υπέρβασης της κρίσης.
[2] Αυτό που οι Σπύρος Σακελλαρόπουλος & Παναγιώτης Σωτήρης ονομάζουν ως ‘ελαστικοποίηση (εξωτερική ευλυγισία) του συμβολαίου εργασίας και της διαπραγμάτευσης του, αυτό που συνήθως ονομάζουμε αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις». Βλ. σχετικά, Σακελλαρόπουλος Σπύρος & Σωτήρης Παναγιώτης, ‘Αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμός. Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του 90΄, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2004, σελ. 116.
[3] Βλ. σχετικά, Μαρξ Καρλ, ‘Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας’, Τόμος Πρώτος, Μετάφραση: Μαυρομμάτης Παναγιώτης, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 787.