Από τον Αντι-κειμενικό για το Νόστιμον Ήμαρ
Με αφορμή τη δεύτερη ψηφοφορία, σήμερα Παρασκευή, του σχεδίου νόμου της τουρκικής κυβέρνησης για άρση της ασυλίας των υπό δίωξη βουλευτών.
ΠΡΙΝ ΛΙΓΕΣ μέρες, το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (ΡΚΚ), ανέλαβε την ευθύνη για την βομβιστική επίθεση της 12ης Μαΐου στην Κωνσταντινούπολη, που είχε ως αποτέλεσμα να τραυματιστούν επτά άνθρωποι. Πρόκειται για την δεύτερη διαδοχική επίθεση, σε διάστημα ενάμιση μήνα, μετά από αυτή στο Ντιγιακμπακίρ, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 27 ανθρώπων και των τραυματισμό δεκάδων. Δημοσιεύματα του ξένου τύπου αναφέρουν πως, «η κατάσταση έχει αρχίσει να κλιμακώνεται επικίνδυνα, μετά την αναζωπύρωση της ένοπλης δράσης του ΡΚΚ και της βίαιης καταστολής των Τουρκικών δυνάμεων του στρατού και της αστυνομίας».
ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ τον Ιούλιο του 2015, όταν η Τουρκία βομβάρδισε θέσεις του ΡΚΚ, στο βόρειο Ιράκ, τερματίζοντας έτσι την περίοδο κατάπαυσης του πυρός. Όπως ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξή του, στο γερμανικό περιοδικό SPIEGEL, Απρίλιος 2016, o Σελαχατίν Ντεμιρτάς, συμπρόεδρος του τουρκικού φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP): «η τουρκική κυβέρνηση και το ΡΚΚ διαπραγματεύονταν για τη ειρήνη για δυόμισι χρόνια– ωστόσο- ο Ερντογάν ανέτρεψε το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το ΡΚΚ είναι πρόθυμο να βάλει τα όπλα κάτω. Η κυβέρνηση επιμένει στη βία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ, ο τέως- πλέον- Τούρκος Πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, την ίδια περίοδο δήλωνε : «Πίστεψαν ότι θα φοβόμαστε. Δεν φοβόμαστε, δεν θα μας κάνουν να λυγίσουμε, μένουμε όρθιοι μέχρι το τέλος»· για να έρθει λίγο αργότερα ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να καλέσει την Ουάσινγκτον και τις ευρωπαϊκές χώρες να στηρίξουν την εκστρατεία του κατά των Κούρδων αυτονομιστών. Από τις δηλώσεις και των τριών είναι έκδηλη η κορύφωση της έντασης που επικρατεί στη γείτονα, μιας έντασης που σε συνδυασμό με την πολεμική σύρραξη στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής «μπορεί να προκαλέσει ακόμη και παγκόσμιο πόλεμο» (Ντεμιρτάς, «Καθημερινή», 19/2/2016).
ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η ιστορία του Κουρδιστάν ξεκινά πριν 100 χρόνια, στις 16/4/1916. Όπως αναφέρει στο «Νόστιμον Ήμαρ», ο Κούρδος αγωνιστής, συγγραφέας και δημοσιογράφος, Τζεμίλ Τουράν Μπαζιντί: «όλα άρχισαν, όταν δύο διπλωμάτες, ο Άγγλος Σάικς κι ο Γάλλος Πικό, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμφώνησαν να μοιράσουν την περιοχή της Μ. Ανατολής. Αυτή η μοιρασιά της περιοχής, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, εξαιρουμένου του Ισραήλ(1947), έγινε πάνω από το ‘’ιστορικό Κουρδιστάν’’.
ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ, με την συναίνεση των Ρώσων, δημιούργησαν το τεχνητό κράτος της Συρίας (γαλλική αποικία), κι αυτό του Ιράκ (αγγλική αποικία). Εν συνεχεία, η Τουρκία, έχοντας βγει νικήτρια από τον πόλεμο, κατάφερε να αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος του Κουρδιστάν. Το υπόλοιπο μέρος κατελήφθη από το Ιράν, που αν και δεν ήταν στην πρώτη γραμμή του πολέμου, συμμετείχε με τη σειρά του στο διαμελισμό του Κουρδιστάν». Τέσσερα, λοιπόν, κράτη προσεταιρίστηκαν τα εδάφη των Κούρδων. Από τότε άρχισε και ο αγώνας τους.
Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, εξ ιδρύσεώς της, «αρνήθηκε την ύπαρξη άλλων λαών εντός των συνόρων της · το Σύνταγμα και οι νόμοι του κράτους συντάχθηκαν σ ‘ αυτό το πνεύμα», αναφέρει ο κ. Μπαζιντί, σχετικά με την πολιτική τακτική των Τούρκων. Μια πολιτική που ασκείται εμφορούμενη «από τα ιδεολογήματα των κεμαλικών». Στο ίδιο μήκος κύματος και η Ντιλέκ Οτζαλάν, η 28χρονη βουλευτίνα του ΗDP- ανιψιά του φυλακισμένου αρχηγού του ΡΚΚ, είχε δηλώσει τον Νοέμβρη ότι: «Ο Ερντογάν θέλει την εξουσία (…) θέλει να επιβάλλει σε όλους μία γλώσσα, μια θρησκεία, ένα έθνος». (Εφ.Συν. 7/11/2015).
ΑΥΤΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ εκ μέρους της Άγκυρας, φέρνει συνεπακόλουθα αντιδράσεις, πυροδοτώντας εξεγέρσεις, όπως και στο παρελθόν. Η πρώτη εξέγερση, έγινε στην επαρχία Κότζκιρι (1920-21), ενώ, λίγο αργότερα, το 1925 ακολούθησε αυτή του Σεΐχ Σαΐτ. Και οι δύο – βραχύβιες- εξεγέρσεις, καταδικάστηκαν, εκτός από τους κεμαλικούς, από τους δημοκράτες και το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας ( Γ’ Διεθνής).
ΤΟ ΕΤΟΣ 1927, αποτελεί ορόσημο για την ιστορία του κουρδικού αγώνα, καθώς τότε έγινε η μεγάλη εξέγερση του Αραράτ. «Ήταν η πλέον οργανωμένη, πολιτικοποιημένη εξέγερση στην ιστορία μας», μας αφηγείται ο κ. Μπαζιντί. Κύριος αρωγός των Κούρδων ήταν το «Κόκκινο Κουρδιστάν (σημερινό Λατζίν)· μια αυτόνομη περιοχή που ανήκε στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917. Χάριν αυτών, το μικρό διάστημα ελευθερίας που ακολούθησε στο βουνό του Αραράτ, λειτούργησαν σχολεία όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, ιδρύθηκε τυπογραφείο και εγκαταστάθηκε ασύρματο δίκτυο επικοινωνίας.
Ο ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης αποφάσισε να συμπράξει με το Ιράν. Προσέτι δε, κατάφερε να πείσει τον Στάλιν να διαλύσει το «Κόκκινο Κουρδιστάν», οδηγώντας στην απομόνωση τους εξεγερμένους. Έτσι, έληξε η επανάσταση το 1930. Μετά την εξέγερση, οι Τούρκοι παραχώρησαν ένα μεγάλο μέρος της κοιλάδας του Αραράτ στους Ιρανούς, παίρνοντας ως αντάλλαγμα το μικρό βουνό του Αραράτ (κατείχε ήδη το μεγάλο βουνό) καλύπτοντας τα νότα τους στα σύνορα με την Περσία, το καταφύγιο μέχρι τότε των Κούρδων μαχητών.
Στη συνέχεια, το ’36, ακολούθησε η εξέγερση του Ντερσίμ, η οποία κατεστάλη βιαίως, κι έκτοτε «βαριά σιωπή σκέπασε το κουρδικό ζήτημα για 20 περίπου χρόνια».
ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ του ’50, το 1959, άρχισε να «πάλλεται» εκ νέου το κίνημα με την «Κίνηση Κούρδων Διανοουμένων». Η απάντηση ήταν άμεση από τις τουρκικές διωκτικές αρχές, με τη λεγόμενη «σύλληψη των 49»·
Παρά την καταστολή , ο σπόρος για την περαιτέρω άνθηση του κινήματος είχε σπαρθεί. Καρπός αυτής της σποράς, ήταν η ίδρυση του (παράνομου) πρώτου αμιγούς πολιτικού κόμματος των Κούρδων, του Σοσιαλιστικού Κόμμα Τουρκίας (PSK), που ιδρύθηκε το 1974, κι ήταν το πρώτο που κατάφερε να διεθνοποιήσει το ζήτημα των Κούρδων, προτείνοντας παράλληλα, ως μέση λύση, τη συμβίωση των δυο λαών σε ισότιμη βάση.
ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, το 1977, στο χωριό Φις κοντά στο Ντιγιακμπακίρ, ιδρύεται το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Ένα κόμμα προσηλωμένο στον ένοπλο αγώνα, στοχεύοντας στην αφύπνιση της συνείδησης των Κούρδων, κυρίως των χωρικών, με σκοπό την δημιουργία ενός ανεξάρτητου μαρξιστικού- λενινιστικού κράτους. Κατά την περίοδο, 1977-84, διάστημα στο οποίο τις τάξεις του στελέχωναν χιλιάδες μέλη, συγκρούστηκε επανειλημμένα με την αστυνομία και τη χωροφυλακή. Από το 1984 μέχρι και το 2013, δεν σταμάτησε να έχει ένοπλη δράση, παρά την μετέπειτα στροφή του αρχηγού του, του ίδιου του Οτζαλάν, στην υιοθέτηση πιο μετριοπαθών θέσεων από αυτήν της ένοπλης διεκδίκησης της ανεξαρτησίας, όπως η αυτονομία εντός της τουρκικής επικράτειας.
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ θα δώσει λύση στο κουρδικό δηλώνουν κορυφαία στελέχη του HDP. «Εμείς δεν θέλουμε να χυθεί άλλο αίμα», είχε ισχυριστεί η Nτιλέκ Οτζαλάν, ενώ ο Ντεμιρτάς δήλωνε την πρόθεση του ΗDP να δημιουργήσει μια κοινοβουλευτική επιτροπή για τον προσδιορισμό των αναγκαίων συνθηκών για μια διαρκή ειρήνη.
Αντίστοιχα, υπέρ του διαλόγου τάσσεται και ο κ. Μπαζιντί: «το εθνικό κράτος –του Κουρδιστάν Τουρκίας- έχει τελειώσει. Ο τρόπος με τον οποίο αγωνίζεται το ΡΚΚ να φέρει τη δημοκρατία είναι λανθασμένος. Εντός της Τουρκίας , η λύση είναι ο διάλογος, όχι να διευκολύνουμε τις πρακτικές της Άγκυρας, γιατί πρέπει να καταβάλουμε ότι οι βίαιες πράξεις βοηθούν τις επιδιώξεις της κυβέρνησης. Το πρόβλημα δεν είναι ο Ερντογάν, το πρόσωπο, αλλά η πολιτική. Ο πόλεμος λύνεται με τον διάλογο. Έγινε στο παρελθόν, π.χ με τους Βάσκους, πρέπει να γίνει κι εδώ».
ΩΣΤΟΣΟ, πόσο εφικτή είναι επανέναρξη του διαλόγου και η ειρηνική επίλυση του κουρδικού;
ΤΟΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ, το Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών κατάφερε να σπάσει το «φράγμα» εισόδου του 10%, και να εισέλθει στο τουρκικό κοινοβούλιο. Ήταν πραγματικά μια ιστορική στιγμή καθώς πρόκειται για ένα κόμμα με αριστερές καταβολές που «έχει καταφέρει να συσπειρώσει όχι μόνο τους Κούρδους, αλλά και τις μειονότητες που ζουν στην Τουρκία».
ΠΡΟΣΦΑΤΑ, 17/5, άρχισε στην τουρκική εθνοσυνέλευση η διαδικασία επί της πρότασης συνταγματικής τροποποίησης για την άρση ασυλίας 138, σε σύνολο 550, βουλευτών. Οι περισσότεροι εξ αυτών, προέρχονται από το φιλοκουρδικό ΗΡD (50 από τους 59 βουλευτές του), μεταξύ αυτών ο πρόεδρος Φιγκέν Γιουσεκντάγκ και ο συμπρόεδρος Σελαχίν Ντεμιρτάς, οι οποίοι κατηγορούνται για κατασκοπεία και υποστήριξη τρομοκρατικής οργάνωσης, δηλαδή του ΡΚΚ.
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ μια προσπάθεια του Τούρκου προέδρου «να προσεταιριστεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης» ώστε «να ενισχύσει τη θέση του με περισσότερες εξουσίες και να καταστεί μόνος κυρίαρχος στην τουρκική πολιτική σκηνή», εν μέσω ενός τεράστιου κύματος βίας, το χειρότερο τα τελευταία 20 χρόνια.
ΕΑΝ ΤΕΛΙΚΑ ΑΡΘΕΙ η ασυλία των βουλευτών του HDP «οι άνθρωποι θα στραφούν προς άλλους τρόπους (να ακουστούν) δήλωσε στη GUARDIAN o Demirtas, συμπληρώνοντας : «είναι ήδη δύσκολο να μιλάμε για ειρήνη σε μια εποχή που οι Κούρδοι είναι υπό τέτοια τεράστια πίεση. Πολλοί από τους ψηφοφόρους μας μπορεί να εγκαταλείψουν την ελπίδα της ειρήνης, (…) και να χρησιμοποιήσουν σκληρότερη γλώσσα έναντι ενός κράτους που πιστεύουν ότι ενδιαφέρεται μόνο για τον πόλεμο».
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο, αμφίπλευρα . Ο ένοπλος αγώνας αφαίρεσε τη ζωή σε 40.000 ανθρώπους από τότε που ξεκίνησε, το 1984.
«όλοι γνωρίζουν ότι το πρόβλημα είναι πολιτικό και πολιτικά πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ξέρουμε ότι το HDP θεωρείται κίνδυνος από τη Δεξιά και τους εθνικιστές, γιατί έχει κατορθώσει να συσπειρώσει όλους τους προοδευτικούς ανθρώπους, για αυτό μας κάνουν πόλεμο. Εμείς θέλουμε την ειρήνη κι θα παλέψουμε για αυτήν, ελπίζουμε -μόνο- σε πολιτικό επίπεδο. Μένει να δούμε ποιος θα κερδίσει».
Υ.Γ: Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Μπαζιντί για την πολύτιμη συνεισφορά του.