Γράφει ο Αλέξανδρος Νίκας
Ένα διόλου φειδωλό αφιέρωμα σε ένα από τα μεγαλύτερα live του φετινού καλοκαιριού
Οι Muse αποτελούν αναμφίβολα το μεγάλο όνομα του καλοκαιριού, αφού θα επισκεφθούν την Ελλάδα στο πλαίσιο του Ejekt Festival, στις 23 Ιουλίου. Τους περιμένουμε με ανυπομονησία εδώ και περίπου μία δεκαετία, μετά την προηγούμενη εμφάνισή τους στη Μαλακάσα τον Οκτώβριο του 2007. Και πώς να μην ανυπομονούμε, αφού το σχήμα —που απαρτίζουν ένας σύγχρονος μουσικός θεός – πολυεργαλείο (φωνητικά, κιθάρα, πλήκτρα, πιάνο, keytar, στίχοι, σύνθεση) που ακούει στο όνομα Matt Bellamy, ο ασυγκράτητος πατέρας έξι παιδιών Chris Wolstenholme (δεύτερα φωνητικά, μπάσο, πλήκτρα, φυσαρμόνικα) και η μοναδική μαεστρία του πάντα ενεργητικούDominic Howard (drums)— έχει συνεπή παρουσία στις υποψηφιότητες για το καλύτερο live actστον κόσμο. Έχοντας καταφέρει να σαρώσουν τα βραβεία σε αρκετές εξ αυτών, μας υπόσχονται μία από τις πιο εκρηκτικές συναυλιακές εμπειρίες της ζωής μας.
Όλες οι μουσικές παρέες έχουν την δική τους ξεχωριστή, αξιομνημόνευτη ιστορία και το Devon trioδε θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση του κανόνα. Το πλέον αξιοπερίεργο στην περίπτωση τωνMuse βρίσκεται στη συνειδητοποίηση ότι τα μέλη ενός τόσο δεμένου σχήματος που σήμερα βρίσκεται στην κορυφή της σύγχρονης ροκ μουσικής βρέθηκαν μαζί τυχαία και με τόσο παράδοξο τρόπο. Και λέω παράδοξο γιατί περιελάμβανε τους τρεις να ξεκινούν σε διαφορετικές μπάντες και να τις αλλάζουν σαν τα πουκάμισα, τον Matt Bellamy να τρώει πόδι από την δική του για να αντικατασταθεί από τον Chris Wolstenholme, τον Dominic Howard να παίζει στην πιο κουλ μπάντα του Teignmouth, τον Matt να αναγκάζεται να μάθει κιθάρα για να κερδίσει μία θέση σε αυτήν και στην πορεία να τσαντίζει τους πάντες μένοντας μόνος με τον Dom, και τον drummer τότε Chris να συμφωνεί να μάθει μπάσο για να υποστηρίξει το ντουέτο.
Οι τρεις τους θα πάρουν το όνομα Rocket Baby Dolls από Ιαπωνική ταινία ερωτικού περιεχομένου, με το οποίο θα κερδίσουν σε έναν τοπικό μουσικό διαγωνισμό με δικές τουςnoise συνθέσεις όπου φυσικά και θα σπάσουν τον εξοπλισμό τους· έπειτα, θα σοβαρευτούν, θα παρατήσουν δουλειές και ζωές, και θα αποδράσουν από τη βαρετή τρύπα όπου μεγάλωσαν, γιατί σε μία μικρή πόλη, όσο και να φωνάζεις, οι ίδιοι θα σ’ ακούσουν. Πριν φύγουν, όμως, θα εμπνευστούν από τη μούσα που μάλλον αιωρούταν πάνω από το Teignmouth, κρίνοντας από τον αριθμό των συγκροτημάτων που διαρκώς ξεπετάγονταν από τις γειτονιές, και θα μετονομαστούν σε Muse.
Όσο και να σοβαρευτεί κανείς, όμως, τα πρώτα του βήματα στον κόσμο της μουσικής αναπόφευκτα θα είναι δύσκολα: έχοντας κάνει τις πρώτες τους live εμφανίσεις ως support act των Skunk Anansie, θα διαλέξουν μόλις 13 από τα περίπου 50 που είχαν γράψει από το 1996 έως το 1997 και θα προχωρήσουν στην ηχογράφηση του πρώτου τους LP, με τίτλο “Showbiz” (1999), σε αυτοσχέδιοstudio στο υπόγειο ενός σπιτιού. Η πρώτη τους δουλειά θα καταφέρει να αποσπάσει την προσοχή της μουσικής κοινότητας σχετικά γρήγορα, η οποία όμως θα πιαστεί απροετοίμαστη και θα διχαστεί, εφευρίσκοντας και αποδίδοντας τη «μετριότητα» στο εξώφυλλο, τους μονολεκτικούς τίτλους των τραγουδιών, και «την αποτυχημένη, λόγω συναισθηματικής έλλειψης (αν είναι δυνατόν), προσπάθειά τους να αντιγράψουν τους Radiohead»· σε αυτό το τελευταίο μάλλον συνεισέφεραν το φαλτσέτο του Matt και η συμμετοχή του John Leckie (“The Bends”) στην παραγωγή του δίσκου.
Για πολλούς, έπρεπε να περάσει τουλάχιστον μία δεκαετία μέχρι να αναγνωριστεί επίσημα η αξία του εκρηκτικού και συναισθηματικά έντονου “Showbiz”, τα κομμάτια του οποίου έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη του μουσικού κοινού και το τοποθέτησαν —κάπως αργοπορημένα— ανάμεσα στους καλύτερους βρετανικούς δίσκους της εποχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι λίγο μετά την κυκλοφορία του “Showbiz”, οι Muse επισκέφθηκαν την Ελλάδα, ως προτελευταίο όνομα της πρώτης μέρας τουRockwave Festival του 2000, πριν τους The Flaming Lips, Moby και Oasis.
Και, μετά, το απόλυτο (δημιουργικό) χάος. Οι Muse θα ξεφύγουν από το δισκογραφικό πλαίσιο που απορρίπτει κάθε ίχνος ευτυχίας γιατί «αυτά είναι για τους συναισθηματικά ανάπηρους», και αφήνουν την συναισθηματική πληρότητα να τους παρασύρει σε έναν εξίσου σκοτεινό αλλά σκληρότερο δίσκο με περισσότερα riffάκια, progressive στοιχεία και πολύ πιο έντονη την παρουσία του πιάνου. Ο κατά πολλούς καλύτερος δίσκος των Muse θα φέρει τον τίτλο“Origin of Symmetry” (2001), όνομα εμπνευσμένο από την ομορφιά της συμπαντικής ισορροπίας και φυσικά το βιβλίο του Δαρβίνου, και θα περιλαμβάνει 12 διαμάντια (μαζί με το Futurism τουJapan Edition), όλα εκ των οποίων θα συγκινούν έκτοτε τα πλήθη σε γεμάτα στάδια έως και σήμερα.
Με τον Leckie ανάμεσα σε άλλους και πάλι στην παραγωγή, η δισκογραφική Maverick αυτήν τη φορά θα απαιτήσει την αφαίρεση των φαλτσέτο φωνητικών και η αναμενόμενη απόρριψη του αιτήματος από τους Muse θα φέρει τη λύση της συνεργασίας, με αποτέλεσμα το “Origin of Symmetry” να κυκλοφορήσει στις ΗΠΑ το 2005, μετά δηλαδή από την κυκλοφορία του τρίτου δίσκου τους. Το album, αντίθετα από την τίποτα παραπάνω από καλή πορεία του “Showbiz”, θα αγγίξει το #3 του UK chart, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα μπει σε διάφορες λίστες με τους σπουδαιότερους δίσκους όλων των εποχών. Άλλες αξιοσημείωτες στιγμές από το ”Origin of Symmetry” αποτελούν η ηχογράφηση του έντονα αντιθρησκευτικού Megalomania με το church organ του St. Mary’s Church, για την άδεια χρήσης του οποίου ο Bellamy επέδειξε προκαταβολικά ψεύτικους και φυσικά θεοσεβούμενους στίχους στον εφημέριο της εκκλησίας· η συμμετοχή του εκρηκτικού Plug In Baby στο Guitar Hero 5 που συνέβαλε με τη σειρά της στην αναγνωρισιμότητά του κομματιού ως ενός από τα καλύτερα riffs όλων των εποχών· καθώς και η επιτυχημένη αγωγή κατά της Nestle για την δίχως άδεια χρήση του Feeling Good για διαφημιστικούς σκοπούς, από την οποία οι Muse κέρδισαν £500.000 που εν συνεχεία δώρισαν στο παγκόσμιο δίκτυο οργανώσεων κατά της φτώχειας, Oxfam.
Το μεγαλειώδες “Origin of Symmetry” θα είναι και το τελευταίο LP των Muse που δεν θα πετύχει πρωτιά στα charts. Έτσι, δύο χρόνια αργότερα και αφού θα έχει μεσολαβήσει η κυκλοφορία των“Hullabaloo (DVD)” & “Hullabaloo Soundtrack” (2002) με μία συλλογή από b-sides και ζωντανές εκτελέσεις, θα κυκλοφορήσει το αριστουργηματικό “Absolution” (2003). Ο τρίτος αυτός δίσκος, εξίσου ή και ακόμη πιο γεμάτος με συναυλιακές και ραδιοφωνικές επιτυχίες, αρχικά προοριζόταν ως concept album γύρω από την παράνοια, αλλά η θεματολογία του άλλαξε πορεία εξαιτίας του πολέμου στο Ιράκ, με τον Bellamy να αποφασίζει ότι το “Absolution” θα αποτελέσει το σπουδαιότερο κοινωνικοπολιτικό σχόλιό του έως τότε.
Όπως και σε κάθε δίσκο, οι Muse για άλλη μια φορά αποδεικνύουν ότι δεν γνωρίζουν τι θα πει filler: θα φέρουν την καταστροφή του κόσμου στο Apocalypse Please και το Ruled By Secrecy, θα ρίξουν rock ‘n’ roll βόμβες μεγατόνων με το Stockholm Syndrome, θα ξεκινήσουν το διαχρονικό φλερτ με την συνωμοσιολογία στο βίντεο κλιπ του αγαπημένου Time Is Running Out, θα (ξανα)ερωτευτούν με το Falling Away With You, θα κάνουν συμφωνία με τον διάολο στο Small Print, θα υπερασπιστούν τον αθεϊσμό τους καθώς στέκονται μπροστά στον θάνατο και την ανυπαρξία μέσα από το Thoughts of a Dying Atheist, και φυσικά θα κατακτήσουν τον κόσμο με το συναρπαστικό Hysteria. Το μεγαλείο του δίσκου θα εξωτερικεύσουν και στην ομώνυμη περιοδεία, της οποίας το αποκορύφωμα θα σημειωθεί —σύμφωνα και με τους ίδιους— το επόμενο καλοκαίρι (2004), όταν θα ηγηθούν των acts στο σπουδαιότερο μουσικό φεστιβάλ του κόσμου, τοGlastonbury Festival· η συγκλονιστική για όλους τους συμμετέχοντες εμπειρία θα συμβάλει δυστυχώς και στο μοιραίο καρδιακό επεισόδιο που θα στοιχίσει την ζωή του πατέρα του DominicHoward, με την ιδέα ότι απόλαυσε την ομορφότερη στιγμή της καριέρας τους να παρηγορεί τον ίδιο και τους μουσικούς συντρόφους του.
Μετά το “Absolution” και με αξιοζήλευτη συνέπεια, κάθε δίσκος των Muse θα αποτελεί και μία οργισμένη πολιτική δήλωση. Σε αυτό το πλαίσιο και με ολίγον τι από επιστημονική φαντασία, θα κυκλοφορήσει ο τέταρτος δίσκος των Muse, με τίτλο ”Black Holes and Revelations” (2006) και αρκετά jazz, soul και RnB στοιχεία για πρώτη φορά. Το υπερπλήρες album θα σκίσει εμπορικά και μάλιστα δίκαια, παρότι συγκεκριμένες κριτικές θα αγγίξουν τα όρια της γελοιότητας, χαρακτηρίζοντας αριστουργήματα όπως το Knights of Cydonia (το οποίο έκτοτε θα εκστασιάζει το κοινό ως επίλογος κάθε συναυλίας ανεξαιρέτως) και το βίαια εκδικητικό και συνάμα πανέμορφο City of Delusion ως… γελοία. Ο κόσμος προφανώς δε φάνηκε να συμφωνεί με αυτές, αφού μέσα στον δίσκο βρήκε μουσικές για κάθε γούστο και διάθεση, απολαμβάνοντας το αγαπημένο trio να ταξιδεύει μέσα από μαύρες τρύπες σε πολύ χορευτικές διαθέσεις (Supermassive Black Hole), να καταπολεμά την πολιτική διαφθορά (Take a Bow) έναντι της οποίας αφυπνίζει τον ακροατή οπλίζοντας το χέρι του (City of Delusion, Assassin), και να εναγκαλίζεται την συνωμοσιολογία γύρω από το συντελούμενοbig brother (Exo-Politics).
Οι Muse, μετά το “Showbiz” και μέσα σε κάθε έναν από τους τρεις δίσκους που έχουν πλέον σκιαγραφήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, θα αποδείξουν εκ νέου ότι οι ομοιότητες με τουςRadiohead στην αρχή της μουσικής τους πορείας τους ήταν περιστασιακές, και οι επιμένουσες συγκρίσεις ατυχείς, και η μοναδική σχέση εν προκειμένω θα εντοπισθεί στον δανεισμό δύο στίχων από το My Iron Lung των τελευταίων στο Glorious. Η στιχουργική δεινότητα του Matt Bellamy θα κορυφωθεί στο πληγωμένο Map of the Problematique και το σαγηνευτικόHoodoo, στο οποίο ο frontman μας ταξιδεύει γρήγορα στην Ισπανία με την κιθάρα του και μας προσγειώνει με τη μαεστρία του στο πιάνο, εξομολογούμενος ότι βλέπει εφιάλτες πως έχει αγαπηθεί γι’ αυτό που είναι και χάνει έτσι την ευκαιρία να γίνει καλύτερος άνθρωπος.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στο εμβληματικό DVD που κυκλοφόρησαν, με τίτλο “HAARP” (2007), το οποίο περιελάμβανε μαγνητοσκοπημένη ολόκληρη τη συναυλία της 17ης Ιουνίου στο WembleyStadium του Λονδίνου, ενώ συνοδεύτηκε και από ένα CD με μαγνητοφωνημένες τις εκτελέσεις της συναυλίας της προηγούμενης μέρας. Η σκηνοθεσία του σταδίου και, φυσικά, η ονομασία της συναυλίας και του live δίσκου παραπέμπουν στο ιονοσφαιρικό ερευνητικό πρόγραμμα HAARPτων Η.Π.Α. που σκοπό είχε τη διερεύνηση τεχνολογίας για την αξιοποίηση της ιονόσφαιρας για λόγους τηλεπικοινωνιών και παρακολούθησης, ενώ καταδεικνύουν για άλλη μια φορά την αγάπη του —πεπεισμένου πως το πείραμα αποσκοπεί στο mind control μέσω μικροκυμάτων—Bellamy για τις θεωρίες συνωμοσίας.
Ανεξάρτητα, όμως, από τους πραγματικούς σκοπούς του HAARP, το Live DVD θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι η ασύγκριτη ποιότητα των συναυλιών τους τοποθετεί τουςMuse ολομόναχους σε μία δική τους κατηγορία. Αξίζει κάποιος να το παρακολουθήσει μόνο και μόνο για να πάρει μία γεύση του τι πρέπει να περιμένει ότι θα ζήσει στις 23 Ιουλίου, στην Πλατεία Νερού, αν όχι για να θυμηθεί εκείνες τις ανεπανάληπτες στιγμές που μας χάρισαν στις 4 Οκτωβρίου 2007, στο TerraVibe.
Και κάπου εδώ ο Muse ωριμάζουν, πειραματίζονται, εξελίσσονται, όπως οφείλει να κάνει κάθε μπάντα που σέβεται τον εαυτό της, ακόμη κι αν χρειαστεί να απογοητεύσει μέρος του πυρήνα τωνfans της. Παρά τις δυσκολίες που θα κληθούν να ξεπεράσουν (με τον Chris Wolstenholme να αντιμετωπίζει έμπρακτα τον αλκοολισμό του), θα ηχογραφήσουν τον πέμπτο δίσκο τους,“Resistance” (2009), ο οποίος είναι ακριβώς ό,τι υπόσχεται ο Matt Bellamy κι ακόμη παραπάνω: ξεκινάει με μία έμφαση στο ρυθμό και τη σύγχρονη RnB, στη συνέχεια γίνεται επικός και περίεργος, και κλείνει με μία αριστουργηματική τριλογία σύγχρονης κλασικής μουσικής. Θεματικά, ο δίσκος περιστρέφεται γύρω από δύο έννοιες αλληλένδετες, τον έρωτα και την επανάσταση, αφού οιMuse εξοργίζονται, ξεσηκώνονται, καταδικάζουν το ανθρώπινο είδος για τις επιλογές του και τις συνέπειες αυτών, ερωτεύονται και επαναστατούν ενάντια στο κεφάλαιο και τους πιο στενούς συμμάχους του: την καταπίεση και την προπαγάνδα.
Μουσικά, όμως, το album θα κινηθεί γύρω από το διαχρονικό απωθημένο του Bellamy, το “Dark Side of the Moon” των Pink Floyd (κάτι που οι Muse προσπάθησαν θεματικά να προσεγγίσουν και με το “Origin of Symmetry”, στην ενορχήστρωση του οποίου όμως θα επιστρέψουν και τώρα). Όμως, δεν θα είναι μόνο οι Pink Floyd που θα έχουν την τιμητική τους με ταprogressive στοιχεία και την ευρεία χρήση του πιάνου· το United States of Eurasia φωνάζειQueen και αποτίει φόρο τιμής στον Frédéric Chopin και το συγκλονιστικό Nocturne Op. 9 No.2, η επική συμφωνική τριλογία Exogenesis εμπνέεται από τον Sergei Rachmaninoff, ενώ οιIron Maiden καθοδηγούν το outro του καταιγιστικού Unnatural Selection, το οποίο παράλληλα φέρει εμφανείς πινελιές από Queens of the Stone Age και System of a Down στο thrash metal σύνολό του.
Μετά το “Resistance”, οι Muse θα τολμήσουν ένα πολύ φιλόδοξο μουσικά εγχείρημα που θα ονομάσουν “The 2nd Law” (2012). Παραπέμποντας στον 2ο νόμο της θερμοδυναμικής, τοDevon trio θα ουρλιάξει και πάλι την πάντα επίκαιρη θέση του, αυτή τη φορά αναφερόμενο στον επικείμενο θάνατο του πλανήτη εξαιτίας του δικού μας αποτυπώματος (σ.σ. του ανθρώπινου παράγοντα), καταλήγοντας ότι «μία οικονομία που βασίζεται στην αέναη ανάπτυξη είναι μη βιώσιμη». Όπως ακριβώς συνέβη και με το “Resistance”, ο 6ος δίσκος δεν θα αποτελεί απλώς μία συλλογή από εξαιρετικά τραγούδια, αλλά το μέσο με το οποίο οι Muse παρουσιάζουν ένα δικό τους σύμπαν, όπου ο ακροατής μπορεί να απολαύσει τα κομμάτια – κεφάλαια μίας ιστορίας με συνοχή. Είναι εμφανές ότι, όταν ξεκινούσαν να ηχογραφούν το “The 2nd Law”, ένιωσαν περισσότερο από ποτέ την ανάγκη να επικεντρωθούν σε ανεξερεύνητες πτυχές της ανεξάντλητης δημιουργικότητας που τους χαρακτηρίζει.
Η επέλαση του ηλεκτρονικού στοιχείου και ο εκτροχιασμός από τον χαρακτηριστικό τους ήχο θα απογοητεύσει μεγάλο μέρος των σκληροπυρηνικών fans τους, όμως αυτό δεν θα επηρεάσει στο ελάχιστο την τεράστια επιτυχία που είχε το εγχείρημά τους. Ο δίσκος θα σαρώσει στις κριτικές αλλά και τις πωλήσεις, πετυχαίνοντας πρωτιά σε 13 χώρες και μία θέση στο top 10 σε άλλες 31 χώρες αφού, ανεξάρτητα από τα όποια παράπονα, ο δίχως προηγούμενο πειραματισμός του “The 2ndLaw” θα τους δώσει πρόσβαση σε νέο, πιο casual κοινό. Άλλωστε, ποιος μπορεί να κρατήσει κακία σε έναν δίσκο που θα παντρέψει επιτυχώς το progressive rock και την dubstep με την κλασική μουσική στο ίδιο κομμάτι, θα αποχαιρετήσει τον πλανήτη με ένα καθηλωτικό πιάνο, και θα μας χορέψει σε πονηρούς και βρώμικους funk rock ρυθμούς; Ποιος δεν θα τραγουδήσει στο εθιστικό, ηλεκτρονικό Madness; Και ποιος θα ακούσει την ορχηστρική υστερία και την διαπεραστική φωνή του Bellamy στην κορύφωση του συνολικά οργασμικού Supremacy, με πλήρη ενορχήστρωση, χωρίς να ανατριχιάσει;
Και, κάπως έτσι, φτάνουμε στο σήμερα και τον τελευταίο δίσκο των Muse. Το “Drones” (2015), ακριβώς όπως και τα δύο προηγούμενα album, θα δημιουργήσει ένα ξεχωριστό, δυστοπικό σύμπαν, με τη διαφορά ότι η αφήγηση της ιστορίας έχει όχι μόνο συνοχή αλλά και δομή, για πρώτη φορά: ο πρωταγωνιστής χάνει την αγάπη και ταυτόχρονα την ελπίδα, υφίσταται πλύση εγκεφάλου και μετατρέπεται σε μία φονική μηχανή, ώσπου αναγνωρίζει ότι είναι χαμένος υπό τον έλεγχο της εξουσίας και αποφασίζει να πάρει τη ζωή του στα χέρια του πυροδοτώντας την επανάσταση, σε ένα διαχρονικά αγαπημένο πλαίσιο όπου εξέγερση και αγάπη περιπλέκονται εκ νέου. Σε ένα δεύτερο post–apocalyptic narrative, γινόμαστε θεατές στην άνοδο και πτώση ενός δικτάτορα, ο οποίος σβήνει κάθε έννοια εθνικών συνόρων και μεγαλείων, βάζοντας τέλος στο άκαρδο πρόσωπο του σύγχρονου κόσμου, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να επαναφέρει την στοργή στην ανθρώπινη εξίσωση.
Ακόμη και στην αρκετά —αν και εμφανώς λιγότερο από το “The2nd Law”— εμπορική εκδοχή τους,οι Muse επιστρέφουν στον αυθεντικά σκληρό και επικεντρωμένο στην ίδια την ενορχήστρωση ήχο τους, όπου η ηλεκτρική κιθάρα, το μπάσο και τα drums πρωταγωνιστούν και πάλι. Το “Drones” θα πετύχει ένα σαφώς ολοκληρωμένο —παρότι ίσως βιαστικά φτιαγμένο— αποτέλεσμα, με κάθε τραγούδι του δίσκου να αποτελεί ένα αριστούργημα που μπορεί να σταθεί τόσο ως ένα κομμάτι του παζλ όσο και μόνο του. Η επιστροφή στις μουσικές ρίζες, μετά τους πειραματισμούς των προηγούμενων χρόνων, σηματοδοτείται κι από το γεγονός ότι οιMuse δανείζονται στοιχεία από τραγούδια των προηγούμενων δίσκων και δικαιώνουν (με όνομα και θέση στη δισκογραφία) χαρακτηριστικά riffs και μελωδίες που είχαν καθιερωθεί τα προηγούμενα δεκαπέντε χρόνια στο διαχρονικά εντυπωσιακό performance τους.
Σε ένα καυτό συναυλιακό καλοκαίρι, το οποίο προβλέπεται δύσκολο κι επίπονο για τις τσέπες όλων μας με τόσα δυνατά ονόματα να παρελαύνουν σε όλα τα μεγάλα εγχώρια μουσικά φεστιβάλ, η εμπειρία της συγκεκριμένης συναυλίας έχει αδιαμφισβήτητη προτεραιότητα και καθίσταταιmust για κάθε λάτρη της σύγχρονης (και όχι μόνο) ροκ (και όχι μόνο) μουσικής. Ακόμη κι εάν δεν είναι a priori γνωστό τι ποσοστό από την εντυπωσιακή παραγωγή της περιοδείας θα μπορέσουν να μεταφέρουν στο περιοριστικό φεστιβαλικό πλαίσιο του εν προκειμένω περιορισμένων δυνατοτήτωνvenue της Πλατείας Νερού. Και κυρίως γιατί δεν είναι a priori γνωστό το setlist, το οποίο και φροντίζουν να αλλάζουν σε κάθε συναυλία του Drones Tour —λέτε να είμαστε εμείς οι τυχεροί που θ’ ακούσουν live τα Citizen Erased, Space Dementia και Stockholm Syndrome;