Στην έρημη μητρόπολη τριπόδιζε ο Ορλάντο,
μονάχα κάνα δυο σκυλιά υποδοχή τους κάναν.
Ο Ζάχος θύμωσε πολύ, την ήθελε τη δόξα,
ήθελε χειροκρότημα, πέταλα να τον ραίνουν.
Ο μόνος που συνάντησε ήταν εκεί ένας γέρος.
Είχε ξαπλώσει καταγής στη μέση της πλατείας.
Άσπρη ‘ταν η γενειάδα του, άσπρα και τα μαλλιά του,
τέσσερα ρούχα φόραγε το ένα πάνω στ’ άλλο.
Μες σε καρότσι παιδικό είχε όλο το βιος του,
σκουπίδια, παλιοπράματα που άλλοι είχαν πετάξει.
Πάνω του πήγε στάθηκε, συγκράτησε το άτι
και με φωνή στεντόρεια φώναξε και του είπε:
«Κάνε στην άκρη, γέροντα, φέρνω ελευθερία».
Ο γέρος λίγο άνοιξε τα μάτια του και είπε:
«Εγώ ήμουνα λεύτερος στο δρόμο να κοιμάμαι
κι εσύ τον ύπνο μου χαλάς, λευτερωτής δε μοιάζεις».
«Κάνε στην άκρη» φώναξε ξανά, αγριεμένος.
«Τεράστιο το κρεβάτι μου, για δύο έχει χώρο,
το άλογο σου τράβηξε και πέρν’ από τα δίπλα».
Αυτό του είπε κι ύστερα του γύρισε την πλάτη.
Ήταν και τέσσερα σκυλιά, γαβγίζαν τον Ορλάντο
σα να φυλάξουν να ‘θελαν του γέροντα τον ύπνο.
Ο Ζάχος τόσο θύμωσε που ‘βγαλε το σπαθί του,
σκυλί μπορεί να σκότωνε, τον γέροντα μπορούσε.
«Δε με φοβάσαι; Μια σπαθιά κι αιώνια θα κοιμάσαι».
«Δώρο, αν θες, καλύτερο κανείς δε μου ‘χει δώσει.
Να κοιμηθώ παντοτινά κι όνειρα να μη βλέπω.
Κι άμα σου πω πόσες φορές, ποιοι μ’ έχουνε ρωτήσει
αν τους φοβάμαι και γιατί δεν τους παρακαλάω,
θα καταλάβεις κι αυθωρεί θα κρύψεις το σπαθί σου».
Ο Ζάχος λίγο σκέφτηκε τον γέρο να σκοτώσει.
Μα έτσι όπως τον κοίταζε, τον τρόπο που κοιμόταν,
τ’ αυτί του πώς το έξυνε, παρόμοια με τους σκύλους,
γέλιο του ήρθε κι έβαλε στη θήκη το σπαθί του.
«Γιατ’ είσαι γέρος κι άσκημος, ίσως τρελός να είσαι,
δε σε σκοτώνω, τυχερέ, αρκεί να τρέξεις τώρα.
Να πας να πεις στους φίλους σου, σ’ αυτούς πίσω απ’ τα τείχη,
πως ο Ζαγρέας έφτασε να τους ελευθερώσει».
Ο γέρος δε σηκώθηκε, γέλασε και του είπε:
«Εγώ το ξέρω άσκημος είμαι πολύ και γέρος,
ξέρω πως είμαι και τρελός, ξέρω καλά ποιος είμαι.
Μα είσαι συ ανόητος, διπλά σαν δεν το ξέρεις».
«Κανείς ποτέ ανόητο ως τώρα δε με είπε».
«Για όλα υπάρχει μία αρχή κι ήταν καλό να γίνει».
«Μα πώς μπορείς ανόητο να λες αυτόν που φέρνει
δημοκρατία στο λαό, που λευτεριά σας φέρνει;»
«Δημοκρατία του ενός λέγεται τυραννία.
Για να ‘χει ο δήμος τη βουλή, βούληση πρέπει να ‘χει,
να κάνει επανάσταση τα πάντα για ν’ αλλάξει».
«Εγώ δεν είμαι τύραννος, τον βασιλιά θα διώξω».
«Και ποιον θα βάλεις αρχηγό; Μήπως τον εαυτό σου;»
«Αν αρχηγό χρειάζονται προσωρινά θα γίνω».
«Τίποτ’ απ’ το προσωρινό πιο μόνιμο δεν είναι».
«Μπορεί φτωχό και άπορο ή κάποιον, ναι, αλήτη
όπως εσένα να ‘βαζα κουμάντο για να κάνει,
που ξέρεις πόσο δύσκολα ζούνε οι όμοιοι σου».
«Γοργά ξεχνούν οι άνθρωποι σαν έχουν εξουσία
και άμα είναι και φτωχοί πιότερα ίσως κλέψουν».
Απαύδησε ο πολεμιστής τον γέρο ν’ αντικρούει.
«Κακώς χάνω το χρόνο μου, χαμένο τόσο σάλιο.
Εσύ δεν είσαι άνθρωπος, τίποτα δεν πιστεύεις».
Τα χαλινάρια τράβηξε προς τα δεξιά να φύγει
τ’ αστείο ανθρωπάριο πήγε να παρακάμψει
μα κι από κει που ήτανε του γάβγισε ο γέρος:
«Ίσως δεν έχεις άδικο, άνθρωπος πια δεν είμαι.
Διότι όλ’ οι άνθρωποι σε ψέματα πιστεύουν.
Και της αλήθειας ο εχθρός τα ψέματα δεν είναι.
Είναι οι πεποιθήσεις σου, που άνθρωπο σε κάνουν,
εκείνες σ’ έχουν δέσμιο μες στη μικρότητα σου».
Να προχωρήσει ήθελε ο Ορλάντο και τραβούσε,
αλλά ο Ζάχος σκέφτηκε ο γέρος τι του είπε,
απ’ τ’ άλογο κατέβηκε του ‘πε να περιμένει.
«Τρελός μπορεί να φαίνεσαι, αλλά μιλάς ωραία.
Πες μου δεν είναι ύψιστο αγαθό η ελευθερία;»
«Ελεύθερος δεν έγινες με το σπαθί στο χέρι.
Για σκέψου πόσα έχασες, για σκέψου πόσα θέλεις,
απ’ τη στιγμή που το ‘πιασες κι άρχισες να παλεύεις.
Είν’ η δικιά σου φυλακή ο ρόλος που ‘χεις πάρει,
να κάνεις όσα έπρεπε μονάχοι τους να κάνουν».
Σηκώθηκε ο γέροντας, τίναξε τη γενειάδα,
που άσπρη τόσο ήτανε απ’ την πολλή τη σκόνη.
«Να ξέρεις» του ‘πε τρώγοντας μία σκελίδα σκόρδο
«πως ο λαός που λευτεριά ζητάει από τους άλλους,
αντάξιος είναι για σκλαβιά, άξιος για τυραννία.
Γιατί μονάχα μόνος σου αν μείνεις και γνωρίζεις
πόσο αξίζει των χεριών σου η ρώμη κι η εργασία
κι άμα ριζώσει στην καρδιά πόθος για ελευθερία,
να είσαι αυτεξούσιος, να ορίζεις τα οικεία,
μονάχα τότε το μπορείς να ‘χεις δημοκρατία».
Στα μάτια κοιταχτήκανε, σαν να ‘τανε αγώνας,
παλεύανε με το μυαλό, ποιος θα επικρατήσει.
Του ενός τα μάτια καίγανε σαν τη φωτιά την ίδια,
τ’ άλλου ποτάμια έμοιαζαν στη θάλασσα που πάνε.
Και ως γνωστόν, ειν’ το νερό πιο δυνατό στοιχείο.
Ο Ζάχος υποχώρησε γιατ’ είδε την αλήθεια.
Αργά το ξίφος έβγαλε, τ’ αφήσε στο καρότσι
μαζί μ’ όλα τα πράματα που ‘χε μαζώξει ο γέρος.
Μετά το κράνος έβγαλε, μετά την πανοπλία
κι όλα μαζί τα πέταξε σαν να ‘τανε σκουπίδια.
Και με τα ρούχα στάθηκε μπροστά στον δάσκαλο του.
Εκείνος τότε γέλασε, χωρίς να κοροϊδεύει.
«Μικρό παιδί του λόγου σου, μα φαίνεσαι τεράστιος,
ιδίως τώρα που ‘βγαλες τα περιττά τα βάρη.
Δόξα αξίζει στους γονιούς τέτοιο παιδί που κάναν.
Σου ‘μαθαν πράγματα πολλά, αλλά δε σε συντρίψαν.
Το πιο σπουδαίο, σ’ άφησαν να είσαι όποιος θέλεις.
Ποιος είναι ο πατέρας σου, τη μάνα σου πώς λέγουν
και πούθε πες μου έρχεσαι, για πες μου τ’ όνομα σου».
«Ζάχο με λέγουν και αρκεί και άμα δε φοβάσαι
πάμε οι δυο μας άοπλοι την πύλη να διαβούμε».
«Είσαι τρελός, όπως κι εγώ, γι’ αυτό θα ‘ρθω μαζί σου.
Δύο τρελοί αξίζουνε όσο σοφοί μυριούνια».
Την πύλη πήγαν χτύπησαν, ζητήσαν να μιλήσουν,
με το μεγάλο άρχοντα, τον βασιλιά της Θούλης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μικρό απόσπασμα απ’ το «Υλικό των Ονείρων», έμμετρο μυθιστόρημα του Γελωτοποιού, που μόλις κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Ρενιέρη.
Επιμέλεια: Κωστής Ανετάκης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Lee Jeffries, “Homeless”