Στον Δημήτρη Κούλαλη για το Νόστιμον Ήμαρ
Το βιβλίο του Δημήτρη Μαριόλη, «Η αδύνατη ταξική ανακωχή» (Εκδόσεις ΚΨΜ), έρχεται να φωτίσει τα σκοτεινά, μέχρι πρότινος, ιστορικά σημεία της πραγματικής «πρώτης φοράς Αριστερά». Πρόκειται για μια καταγραφή των γεγονότων από την απελευθέρωση της Ελλάδας, με τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, τη συμμετοχή του ΕΑΜ και του ΚΚΕ σ’ αυτήν, την προσπάθεια επίλυσης μιας σειράς προβλημάτων, όπως ο επισιτισμός του λαού, καθώς και την προσπάθεια ανεύρεσης μιας αμοιβαίας επωφελούς συμβιβαστικής ισορροπίας, ικανής να επανεκκινήσει την οικονομία· μέχρι την οριστική ρήξη και τη μάχη του Δεκέμβρη του 1944. Ένα μικρό βιβλίο, με τεράστιο, όμως, ιστορικό περιεχόμενο και σημασία.
Ξεκινώντας, θα θέλαμε μια μικρή περίληψη των όσων πραγματεύεται το βιβλίο σας, τι συναντά ο αναγνώστης μέσα στις σελίδες του;
Αυτή η μικρή ιστορική έρευνα προσπαθεί να μελετήσει την περίοδο από την απελευθέρωση, τον Οκτώβρη του ’44, μέχρι τη μάχη του Δεκέμβρη του ’44· μια περίοδο που, από τη μια πλευρά, το ΕΑΜ συμμετέχει στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», αναλαμβάνοντας έξι υπουργεία, κι από την άλλη έχει τον έλεγχο των συνδικάτων, είτε, επειδή το εργατικό ΕΑΜ μετονομάστηκε σε ΓΣΕΕ, και αναγνωρίστηκε από τον υπουργό εργασίας και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ Πορφυρογένη, είτε, διότι διαθέτει συντριπτική επιρροή μέσα στην εργατική τάξη, κάτι που επιβεβαιώνεται στις εκλογές δεκάδων σωματείων που έγιναν μέσα σ’ αυτό το μικρό διάστημα. Το ΕΑΜ,είναι, λοιπόν, στην κυβέρνηση, ενώ ταυτόχρονα ελέγχει τα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα. Αυτός ο συνδυασμός παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον, υπό την έννοια ότι, το κοινωνικό πεδίο, το πεδίο των ταξικών αντιθέσεων αυτής της περιόδου, αποτελεί μια εκκρεμότητα της ιστορικής έρευνας. Η μελέτη του μπορεί να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση και ερμηνεία της διαδικασίας ανάκτησης και διασφάλισης της αστικής εξουσίας και διαμέσου της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας». Νομίζω ότι αυτό που προκύπτει είναι ότι, πίσω από την όξυνση της αντιπαράθεσης γύρω από το στρατιωτικό ζήτημα, που οδήγησε στη μάχη του Δεκέμβρη, οι ταξικές αντιθέσεις ήταν τόσο εκρηκτικές που δεν επέτρεπαν να υπάρξει σημείο ισορροπίας. Πρόκειται για αυτό ακριβώς που λέει κι ο τίτλος του βιβλίου· η ταξική ανακωχή ήταν αδύνατη.
Μέχρι πρότινος, τόσο η κομμουνιστική, όσο και η αντικομμουνιστική βιβλιογραφία δεν μας έδιναν μια λεπτομερειακή καταγραφή των γεγονότων της προ «Δεκεμβριανών» περιόδου . Τι είναι αυτό, ποιό το καινούριο στοιχείο που προσθέτει στην ιστοριογραφία το βιβλίο σας;
Καταρχάς να πω ότι, έχει τελειώσει εδώ και πολλά χρόνια η φάση της κατάθεσης των μαρτυριών κι από τις δύο πλευρές, κι είμαστε στη φάση της αντιπαράθεσης δύο μεγάλων ρευμάτων. Από τη μια πλευρά, έχουμε το ρεύμα του «αναθεωρητισμού»· είναι ενδεικτικές οι θέσεις του Γερμανού Χάινς Ρίχτερ για τη μάχη της Κρήτης, αλλά και άλλων συναδέλφων του, με εμφανή στόχο τη σχετικοποίηση της δράσης του Γ΄ Ράιχ, των ταγμάτων ασφαλείας και του δωσιλογισμού και την ενοχοποίηση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που συμμετείχαν και στήριξαν την αντίσταση. Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια σειρά από ιστορικές μελέτες που βάζουν στο επίκεντρο τις κοινωνικές σχέσεις, τον ταξικό ανταγωνισμό και προσπαθούν με αυτό το κλειδί να ερμηνεύσουν και να ξαναδιαβάσουν τη δεκαετία του ’40. Για αυτή τη συγκεκριμένη μικρή περίοδο των δύο μηνών, θα άξιζε τον κόπο να αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, παλιότερες εργασίες του Αυγουστίδη, του Χατζηιωσήφ, του Μαργαρίτη και του Λυμπεράτου που αφορούν στο πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Με αυτή την έννοια και αυτό το βιβλίο, εντάσσεται αναπόφευκτα στο πεδίο των ιδεολογικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων της σημερινής συγκυρίας.
Επιπλέον, νομίζω ότι ενδιαφέρον έχουν μια σειρά από πλευρές που αναδεικνύουν την «ελληνική ιδιαιτερότητα», έχοντας, όμως, πάντα ως γνώμονα τις κοινωνικές σχέσεις. Η «ελληνική ιδιαιτερότητα», έχει να κάνει με την αυξημένη επιρροή του ΕΑΜ στην εργατική και την αγροτική τάξη, με την ιδιαίτερη ισχύ του ΕΛΑΣ, την αποτελεσματικότητα με την οποία οι Βρετανοί διεκδίκησαν ότι η Ελλάδα έπρεπε να ‘ναι από τη δική τους «μεριά του φράκτη», και, τέλος, με την αποφασιστικότητα με την οποία, η αστική τάξη, τα μεσοστρώματα, κι ένα μειοψηφικό αλλά πολυπληθές και μαχητικό κοινωνικό δυναμικό, ο δωσιλογισμός και τα τάγματα ασφαλείας, οδήγησαν τα πράγματα στην εμφύλια σύγκρουση εξυπηρετώντας τα ταξικά τους συμφέροντα. Όλα αυτά, συνθέτουν ένα εκρηκτικό κλίμα πριν, αλλά και μετά το Δεκέμβρη, εντός του οποίου ήταν αδύνατο να καρποφορήσει η γραμμή της πολιτικής ομαλότητας που ακολουθούσε το ΚΚΕ, μια τέτοια πολιτική λογική, όπως έλεγε κι ο Σβορώνος, προσέκρουε πάνω στην ταξική ανασφάλεια της ελληνικής αστικής τάξης. Αυτές τις πλευρές προσπάθησα να αναδείξω, τις κοινωνικές αντιθέσεις, δηλαδή, πριν τη έκρηξη του Δεκέμβρη, που συνέτειναν προς αυτή. Άλλωστε, μόνο με τους στρατιωτικούς συσχετισμούς δεν μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει τη σφοδρότητα της αντιπαράθεσης των δύο πλευρών.
Όπως λέγεται στον πρόλογο του βιβλίου, η απελευθέρωση λειτουργεί ως «πεδίο αναφοράς». Επί τη βάσει αυτού, και με δεδομένη την έκρυθμη κατάσταση που αναφέρατε πρότερα, θα μπορούσατε να μας περιγράψετε το κλίμα που επικρατούσε στη χώρα εκείνο το κρίσιμο δίμηνο μετά την απελευθέρωση;
Καταρχάς, να πούμε ότι αν μιλήσουμε για την κυβερνητική πολιτική, την πολιτική των συνδικάτων, τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική, μιλάμε -κυρίως- για την Αττική. Σε όλη την υπόλοιπη χώρα, εκτός από τις περιοχές που δεν είχαν αποχωρήσει οι Γερμανοί, επικρατούσε συντριπτικά το ΕΑΜ. Σε όλες τις μικρές ή μεγάλες πόλεις, ακόμη και στη Θεσσαλονίκη που δεν προβλεπόταν να μπει το ΕΑΜ στην πόλη, γινόταν μια διαδικασία όπου, μετά από μια λαϊκή συνέλευση, εκλέγονταν μια λαϊκή επιτροπή, η οποία διαχειριζόταν τα της πόλης, αναλαμβάνοντας ζητήματα όπως αυτό της ασφάλειας και της τροφοδοσίας.
Στην Αθήνα, η εικόνα τις ημέρες μετά την απελευθέρωση ήταν τραγική. Έχουμε, για παράδειγμα, ανθρώπους στις ουρές για ένα συσσίτιο. Πτώματα έξω από τα νεκροταφεία, όπου τα εγκατέλειπαν οι οικογένειες για να μην χάσουν το δελτίο, παιδιά ορφανά και άστεγα να γυρνούν στους δρόμους κι άλλα πολλά. Οι Γερμανοί, φεύγοντας, δεν άφησαν πίσω τους μόνο μια κατεστραμμένη οικονομία, αλλά κατέστρεψαν εργοστάσια, υποδομές, από τον ισθμό της Κορίνθου μέχρι τα γκαζοζέν λεωφορεία που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα, τα μουλάρια, τα πάντα. Αυτή είναι η εικόνα. Μια χώρα χωρίς οδικές διόδους και μεταφορικά μέσα για να μεταφερθούν τρόφιμα από την επαρχία στην Αθήνα. Εάν η Αθήνα, δηλαδή, θα πεινούσε, εάν θα είχαμε ένα χειμώνα το ίδιο εφιαλτικό με αυτόν του ’41-’42, εξαρτιόνταν αποκλειστικά από την ξένη βοήθεια.
Από την άλλη πλευρά, το ΕΑΜ, δεν ήταν αφελές να περιμένει μια ανέφελη διαδικασία «Εθνικής Ενότητας» και συνύπαρξης με τους Βρετανούς. Γνωρίζει ότι θα βρει τους Βρετανούς μπροστά του, γνωρίζει τις υπόγειες διαδικασίες συσπείρωσης όλων των αντικομμουνιστικών δυνάμεων με στόχο την πολιτική του περιθωριοποίηση με κάθε μέσο, έχει πλήρη επίγνωση του επείγοντος επιστιτιστικού προβλήματος της πρωτεύσουσας. Ωστόσο, μέχρι τα τέλη Αυγούστου του 1944, μετά από συζητήσεις είχαν γίνει μεταξύ του ΚΚΕ κι άλλων βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων και προσμετρώντας τις παραπάνω δυσκολίες, έχει καταλήξει στην πολιτική επιλογή, ότι θα πορευτεί με την γραμμή της πολιτικής ομαλότητας και των δημοκρατικών εξελίξεων αποφεύγοντας σε κάθε περίπτωση τη σύγκρουση με τους Βρετανούς. Τούτων δοθέντων, λοιπόν, ακολουθεί αυτήν την πολιτική, μπαίνει στην κυβέρνηση, υπογράφει τη συνθήκη της Καζέρτας κι ο Σκόμπι τίθεται επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του ΕΛΑΣ· κατόπιν όλων αυτών, το ΚΚΕ βρίσκεται μπροστά σε μια διαδικασία, κατά την οποία, στα υπουργικά συμβούλια, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον είχαν οι Άγγλοι σε όλους τους τομείς. Έτσι, το ΕΑΜ, ναι μεν έχει τα υπουργεία οικονομικών, αλλά δεν έχει την οικονομική πολιτική. Αυτό ήταν πάνω κάτω το κλίμα της περιόδου.
Στο εισαγωγικό σημείωμα λέτε ότι το κοινωνικό τοπίο της απελευθέρωσης ήταν τελείως διαφορετικό από το προπολεμικό. Ποια τα νέα δεδομένα στη διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών;
Να δούμε σύντομα το ταξικό και το πολιτικό πεδίο. Στο πρώτο, έχουμε μια νέα αστική τάξη, κάτι που δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πρόκειται για νέα πρόσωπα. Σημαίνει, όμως, ότι οι δραστηριότητες που ανέπτυξαν την περίοδο της Κατοχής, μαύρη αγορά, κατάδοση, εκβιασμός,είναι τέτοιες που διαμορφώνουν νέες οικονομικές συμπεριφορές. Χαρακτηριστικά για την παρασιτική συμπεριφορά αυτής της αστικής τάξης να πούμε ότι αυτούς τους πρώτους μεταπολεμικούς μήνες, δεν είχε κανένα συμφέρον να επενδύσει σε οποιαδήποτε δραστηριότητα θα επέφερε ποσοστό κέρδους κάτω από 40% που μπορούσε να εξασφαλίσει από αγοραπωλησίες χρυσού, λίρας κλπ. Αυτή η νέα αστική τάξη, λοιπόν, είχε κάθε συμφέρον να ωθήσει τα πράγματα στην ανοιχτή σύγκρουση για να προασπίσει τα συμφέροντά της. Από την άλλη, έχουμε μια εργατική τάξη, η οποία ανδρώθηκε στους μεγάλους αγώνες της κατοχής, έχει αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, είναι οργανωμένη στο ΕΑΜ και με την απελευθέρωση προσβλέπει σε μια νέα μεταπολεμική τάξη πραγμάτων ριζικά διαφορετική, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχουν αυτοί που απελευθέρωσαν τη χώρα με το όπλο στο χέρι. Σε πολιτικό πεδίο, όλος ο προπολεμικός πολιτικός κόσμος έχει απαξιωθεί, διότι δεν συμμετείχε στην Αντίσταση, ακόμη και το κέντρο, στο οποίο απευθύνθηκε κατ’ επανάληψη το ΕΑΜ, εισπράττοντας αρνήσεις. Επομένως, έχουμε μια έντονη κοινωνική και πολιτική πόλωση: από τη μία πλευρά συντριπτική πολιτική και κοινωνική επιρροή του ΕΑΜ, κι από την άλλη, συσπείρωση του αστικού κόσμου, των νέων μεσοστρωμάτων και του δυναμικού του δωσιλογισμού, καταρχάς σε συνεργασία με τους Γερμανούς, και πολύ γρήγορα, πριν την απελευθέρωση, σε συνεργασία με τους Βρετανούς.
Αναφέρατε προηγουμένως ότι οι Άγγλοι είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στα υπουργικά συμβούλια, κάτι που καθιστούσε αδύνατη τη χάραξη αυτόνομης πολιτικής του ΕΑΜ. Ποιές, λοιπόν, οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν από τον ξένο παράγοντα και πού αποσκοπούσαν;
Καταρχάς, στην οικονομική πολιτική, η επιλογή του Παπανδρέου, από τους Άγγλους, κατά κάποιον τρόπο σήμαινε και την επιλογή του Ζολώτα στη θέση του διευθυντή της ΤτΕ· ο τελευταίος ήταν επιλογή του Παπανδρέου. Μέχρι τότε, διευθυντής ήταν ο Βαρβαρέσος, ο οποίος είχε κεϋνσιανές πολιτικές επιλογές. Βέβαια, κι ο Ζολώτας είχε κεϋνσιανές πολιτικές επιλογές, αλλά για την περίοδο που μιλάμε δεν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει, ήταν αρεστός στον παπανδρεϊκό κύκλο, κατ’ επέκταση και στους Βρετανούς. Δεύτερον, ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμόςκαι η στρατιωτική βρετανική λίρα, ένα ακόμη νόμισμα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα εκείνη τη στιγμή για την κάλυψη των στρατιωτικών βρετανικών εξόδων, ήταν επιλογή των Βρετανών. Επίσης, οι συνεχείς παρεμβάσεις, από τον καθορισμό των ημερομισθίων μέχρι το μπλοκάρισμα των νομοσχεδίων των οικονομικών Υπουργών του ΕΑΜ για τους πλουτίσαντες επί κατοχής από το Λαϊκό Κόμμα, όλα γίνονται με βρετανική καθοδήγηση. Επιπρόσθετα, και στην Αθήνα, αλλά και στην επαρχία οι Βρετανοί επιδιώκουν να στήσουν δικά τους δίκτυα τροφοδοσίας και διαχείρισης της βοήθειας σε τρόφιμα, έτσι ώστε να παραγκωνίσουν το ΕΑΜ και το ρόλο του, κάτι που σε ένα βαθμό το καταφέρνουν. Ακόμη, στον στρατιωτικό τομέα, οι παρεμβάσεις των Βρετανών ήταν τέτοιες που δεν άφηναν κανένα περιθώριο συμβιβασμού, ειδικά στα τέλη Νοέμβρη. Στόχος των Βρετανών, στα πλαίσια ανάταξης του αποικιοκρατικού τους μοντέλου, ήταν να διατηρήσουν το έλεγχο στο θαλάσσιο δρόμο προς τις πετρελαιοπηγές της Μ. Ανατολής και τις Ινδίες· επομένως να διατηρήσουν τον έλεγχό τους στην Ελλάδα, κι αυτό φαινόταν ότι είχε ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα, ειδικά όταν φάνηκε ότι χάνουν κάθε δυνατότητα ελέγχου στη Γιουγκοσλαβία, μετά τις εξελίξεις του 1943-44 με την κυριαρχία του Τίτο. Επομένως, έχει κρίσιμο χαρακτήρα ο έλεγχος της Ελλάδας και η ανάταξη της προπολεμικής πολιτικής κατάστασης πραγμάτων. Εγγύηση για όλα τα παραπάνω αποτελεί η επαναφορά του Γεώργιου Β΄ στο θρόνο και ανυπέρβλητο εμπόδιο το ΕΑΜ. Γι’ αυτό, σταθερός στόχος τους είναι η πλήρης περιθωριοποίηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ με κάθε μέσο. Η στρατηγική συντριβής και περιθωριοποίησης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ διατυπώθηκε με ευκρίνεια και σιδερένια αποφασιστικότητα από τον Churchill όταν για παράδειγμα τηλεγραφούσε από τις πρώτες μέρες των Δεκεμβριανών στον Scobie ότι «βασικός μας στόχος είναι η συντριβή του ΕΑΜ» ή όταν τέσσερις μήνες μετά εκτιμούσε ότι: «οι συνεργάτες των Γερμανών στην Ελλάδα έκαναν σε πολλές περιπτώσεις ό,τι μπορούσαν για να προστατέψουν τον ελληνικό πληθυσμό από την καταπίεση των Γερμανών. Ο κύριος εχθρός είναι οι κομμουνιστές. Η πολιτική μας είναι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος σε τρεις ή τέσσερις μήνες και η αδιάλλακτη εχθρότητα προς τους κομμουνιστές, όποια τακτική και αν ακολουθούν».
Η νομισματική πολιτική, κατ’ επέκταση και η δημοσιονομική που ακολουθήθηκε, συνδέθηκε άρρηκτα με τις παρεμβολές των ξένων στα εσωτερικά της χώρας και τον ταξικό ανταγωνισμό. Στο πεδίο της καθημερινότητας, τι προβλήματα δημιούργησε αυτή η πολιτική δεδομένης- και- της κοινωνικής δυσαρέσκειας, όπως καταγράφεται στο βιβλίο;
Να πιάσουμε το νήμα με την προηγούμενη συζήτηση. Η ελληνική κυβέρνηση, αυτή του Γεωργίου Β’, φεύγοντας, έκανε μια συγκεκριμένη διαδρομή: Αθήνα- Κρήτη, Κρήτη- Αίγυπτος, Αίγυπτος- Ν. Αφρική, κι από ‘κει στο Λονδίνο. Την ίδια διαδρομή έκανε κι ο χρυσός από την ΤτΕ προς την Τράπεζα του Λονδίνου. Δεν ήταν, όμως, ο μόνος που πήγε εκεί. Δηλαδή, η τράπεζα της Μ. Βρετανίας, είχε ένα πάρα πολύ μεγάλο ποσό καταθέσεων κυβερνήσεων, όπως η ελληνική, το οποίο δεν μπορούσε να το επιστρέψει, διότι αν το επέστρεφε ο πληθωρισμός θα εξανέμιζε τη στερλίνα. Επομένως, η Ελλάδα, δεν μπορούσε να πάρει πίσω το χρυσό από την Τράπεζα του Λονδίνου. Αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο, είναι ότι υπήρχε πολύ μεγάλη έλλειψη αγαθών. Αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, ήδη, η δραχμή είχε χάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της αξίας της και την εμπιστοσύνη της αγοράς, οδήγησε τις πρώτες μεταπολεμικές εβδομάδες σε έναν εκρηκτικό πληθωρισμό. Αυτό ήταν τεράστιο πρόβλημα. Η πρόταση Ζολώτα για την επίλυση του, ήταν η δημιουργία μιας νέας δραχμής. Η μία νέα δραχμή ισούταν με 50δις παλαιές δραχμές. Αυτή η ισοτιμία, πρακτικά σήμαινε ότι, οι προπολεμικές καταθέσεις των μικροκαταθετών, κι αντίστοιχα τα χρέη των επιχειρηματιών, ουσιαστικά εξανεμίστηκαν. Δηλαδή, οι επιχειρηματίες, που είχαν προπολεμικά χρέη προς τις τράπεζες, ευνοήθηκαν, εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους που είχαν καταθέσεις και δεν πρόλαβαν να τις αποσύρουν πριν τον πόλεμο, που έχασαν τα λεφτά τους. Έτσι, στην κοινή γνώμη, στους φτωχούς μικροκαταθέτες, σχηματίστηκε η εικόνα ότι, ο εαμικός Υπουργός, ήταν αυτός που έβαλε την καταστροφική για αυτούς υπογραφή. Αυτό, σε συνδυασμό με τον εκβιασμό των Άγγλων για τον ορισμό πολύ χαμηλών ημερομισθίων και μισθών, καθώς και το απροκάλυπτο μποϊκοτάζ των Ελλήνων βιομηχάνων, με την άρνησή τους να ανοίξουν τα εργοστάσια, διογκώνοντας έτσι την ανεργία, έφερε την αντίδραση της οργανωμένης εργατικής τάξης αλλά και τις αντιδράσεις και τις διαμαρτυρίες στο εσωτερικό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Οι εργαζόμενοι έβλεπαν ότι τα ημερομίσθια καθορίζονταν σε επίπεδα χαμηλότερα και από τα κατοχικά κι αυτό γινόταν με συνευθύνη των υπουργών του ΕΑΜ. Έβλεπαν ακόμα ότι οι μαυραγορίτες και οι δωσίλογοι συνέχιζαν να πλουτίζουν ατιμώρητοι.
Στο σημείωμα της εισαγωγής γράφετε ότι τα όσα διαδραματίστηκαν το φθινόπωρο του ’44 έχουν αναλογίες με το παρόν. Ποιές είναι αυτές, ποιός ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο περιόδους, όταν μάλιστα, όπως λέτε, τα «ιστορικά γεγονότα δεν επαναλαμβάνονται»;
Η πρώτη ιστορική αναλογία είναι το καθεστώς επιτροπείας. Τότε, οι Βρετανοί έκαναν ό,τι ήθελαν. Τόσο σε επίπεδο οικονομικής, όσο και σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής, κυρίως μετά τη Βάρκιζα είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Η δεύτερη αναλογία είναι οι συμφωνίες του Λίβανου και της Καζέρτας. Η Τρίτη αναλογία είναι το νόμισμα, η χρυσή λίρα και ο ρόλος που έπαιζε στην οικονομική πολιτική. Η τέταρτη αναλογία ήταν ο εκβιασμός των Βρετανών, του τύπου ‘’ αν δεν ακολουθήσετε ακριβώς την πολιτική που σας λέμε, θα μπλοκάρουμε την παροχή βοήθειας και θα πεθάνετε της πείνας’’. Μια ακόμα αναλογία είναι ότι το ΕΑΜ ανέλαβε τα οικονομικά υπουργεία αλλά δεν μπορούσε να ασκήσει οικονομική πολιτική. Βέβαια, τα γεγονότα δεν επαναλαμβάνονται, έχουν ιστορική μοναδικότητα. Υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές. Η πρώτη, και μεγαλύτερη, είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει ΕΑΜ, και δεν υπάρχει και η πολιτική βούληση από κάποιο πολιτικό υποκείμενο να συγκροτηθεί κάποιου είδους κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο σύγκρουσης και ανατροπής. Η δεύτερη είναι ότι το ΕΑΜ, παρά τις δυσκολίες, τις αντιφάσεις, τις συμφωνίες που υπέγραψε και την επιλογή του στις ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις, ήταν σταθερά προσανατολισμένο σε μία νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων, κι αυτή την διεκδίκησε. Έφτασε στο σημείο να έρθει σε ένοπλη αντιπαράθεση με δύο Αυτοκρατορίες, και πλήρωσε το βαρύ τίμημα. Ήταν, λοιπόν, το ΕΑΜ, το μέτωπο, που σήμερα δεν υπάρχει, το οποίο αναμετρήθηκε με όλα τα κρίσιμα διακυβεύματα της δεκαετίας του ’40, συσπειρώνοντας γύρω του τη λαϊκή πλειοψηφία και εκπροσωπώντας τα ταξικά της συμφέροντα. Η σημαντική ωστόσο ιστορική αναλογία είναι ότι, είναι εμφανές σήμερα, όπως και τότε, πως η αντίληψη μιας «ταξικής ανακωχής» ως απάντηση στην καπιταλιστική κρίση, είναι εντελώς ανεδαφική, διότι τα συμφέροντα των εργαζομένων με τα συμφέροντα της αστικής τάξης είναι εκ διαμέτρου αντίθετα.
Info: «Η αδύνατη ταξική ανακωχή», του Δημήτρη Μαριόλη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ σε όλα τα βιβλιοπωλεία.