Δημήτρης Κούλαλης για το Νόστιμον Ήμαρ
Στις μέρες μας, μέρες δύσκολες και αβέβαιες, λίγα πράγματα μπορούν να σου προσφέρουν πραγματική απόλαυση· μια ωραία κουβέντα, ένα μαγευτικό δειλινό, ακόμη και στις ταράτσες των κλουβιών μας που θεωρούμε σπίτι μας, μια βόλτα με το ποδήλατο στη θάλασσα, τα ραχατλίδικα φερσίματα του μεσημεριού, μια γλυκιά μελωδία…. ένα καλό βιβλίο. Λίγα -ελάχιστα πράγματα που σε αφήνουν να ζήσεις το ρυθμό της ημέρας και της εποχής σου, μακριά απ’ την καλοστημένη παγίδα της «παραγωγικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας».
Ένας ανθρώπινος άνθρωπος, που θα έλεγε και ο Μαγιακόφσκι, που μετρά τις δυνάμεις του, ξέρει πώς να περνά καλά, να παράγει, και με τον κάματο του, να υπάρχει- να απολαμβάνει τη ζωή. Αυτός ο άνθρωπος μας λείπει, αυτή είναι η μεγάλη «αρρώστια» του καιρού μας… το «μη ανθρώπινο».
***
Εσχάτως, σε πολλές χώρες του εξωτερικού, αλλά και στην Ελλάδα, έχουν αρχίσει να επανεκδίδονται οι ιστορίες των αδελφών Γκριμ, του Περό, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του Οσκαρ Ουάλιντ κ.α. Το παράξενο, όμως, είναι ότι πλέον οι ενδιαφερόμενοι δεν βρίσκονται μόνο στο παιδικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και σε ενήλικες, κυρίως νέους.
Ίσως το «ανθρώπινο» που λέγαμε πιο πάνω να το ξαναβρούμε εκεί… στα παραμύθια, εκεί απ’ όπου άρχισε η ζωή μας. Γιατί, ίσως, αν ξαναγυρίσουμε στην ιστορία και τη σοφία της οντοτικής μας ύπαρξης και σοφίας που κρύβεται μέσα σ’ αυτά, να βρούμε τις απαντήσεις που ψάχνουμε στα ερωτήματα των καιρών μας.
Το παραμύθι εκφράζει την ελευθερία, την δημιουργικότητα και την αγωνιστικότητα, τον ίδιο τον άνθρωπο. Ας ξαναγυρίσουμε, λοιπόν, στο παραμύθι για να γλυτώσουμε απ’ το «παραμύθιασμα».
***
Για ένα παραμύθι θα μιλήσουμε αυτή τη φορά: το «αμόνι που τραγουδά», του Ανδρέα Μιχαηλίδη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «mamaya».
Πρόκειται για ένα βιβλίο που επαναφέρει τα παραμύθια στην πραγματική τους θέση, «ως αλληγορικές οδηγίες επιβίωσης σε έναν βίαιο κόσμο που προσεγγίζουν περισσότερο κάτι που σήμερα θα ονομάζαμε ιστορίες τρόμου», αλλά και τον ίδιο τον σύγχρονο πολιτισμένο άνθρωπο, μπροστά από την εικόνα του στον καθρέπτη· με τα «φτιασίδια του πολιτισμού, που προσποιούμαστε ότι μας έβγαλαν από τις σπηλιές».
Ένα βιβλίο βγαλμένο μέσα από την ίδια την πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης που πραγματεύεται τους αιώνιους φόβους μας και στο οποίο ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει ένα εξαιρετικό έργο «με έναν τρόπο όπου η πραγματικότητα δένεται με την παραμυθιακή φαντασία, τη ριζωμένη στην ελληνική μα και στην οικουμενική παράδοση», όπου «ούτε μια ιστορία δεν μας ανήκει και έτσι όλες είναι δικές μας».
Kαταρχάς, θα θέλαμε να μας πείτε μερικά λόγια για το βιβλίο. Μία μίνι παρουσίαση των όσων διαδραματίζονται εντός των σελίδων του.
Εν συντομία και κάπως απλουστευμένα, το βιβλίο είναι μια συλλογή παραμυθιών για ενηλίκους. Ταυτόχρονα, όμως, είναι σπαρμένα μέσα σε μια μεγαλύτερη ιστορία που μιμείται το λεγόμενο Ταξίδι του Ήρωα. Στο βιβλίο όμως, αντί για ήρωας, ο αφηγητής ξεκινά ως «ιδανικός ακροατής» – ο καταλληλότερος για να ακούσει – και κάνει το ταξίδι που θα του επιτρέψει να γίνει παραμυθάς κι ο ίδιος – εκείνος που λέει.
Αν μη τι άλλο, ο τίτλος, «το αμόνι που τραγουδά», μπορεί να χαρακτηριστεί ευφάνταστος και χαρακτηριστικός του παραμυθιακού ύφους του βιβλίου. Πώς προέκυψε και ποιος ο συμβολισμός του;
Ο τίτλος έχει περάσει από τουλάχιστον δυο-τρεις εκδοχές, όμως σε κάθε περίπτωση το αμόνι έπαιζε κάποιο ρόλο, καθότι αποτελεί ένα από τα κεντρικά μοτίβα του βιβλίου. Αυτό εντοπίζει τις ρίζες του αρχικά στη μορφή του νάνου τεχνίτη, όπως τη συνάντησα και με μάγεψε στον Τόλκιν, έπειτα στη μυθολογία και το παραμύθι ευρύτερα, και τελικά στο ίδιο το αρχέτυπο του τεχνίτη, ανεξαρτήτως… «ράτσας». Αντανακλά, τελικά, την πεποίθησή μου πως ένας αφηγητής πρέπει να είναι περισσότερο τεχνίτης, παρά καλλιτέχνης.
Το παραμύθι είναι συνυφασμένο, στη συνείδηση των πολλών, με την παιδική ηλικία κι όχι με τους ενήλικες. Πώς πήρατε την απόφαση να καταγράψετε τις ιστορίες σας απευθυνόμενος σε ένα ενήλικο κοινό και τι είναι εκείνο που θέλετε να επικοινωνήσετε μέσα απ’ αυτές, δεδομένου του διδακτικού χαρακτήρα των παραμυθιών;
Καταρχήν, το παραμύθι είναι μόλις τα τελευταία διακόσια χρόνια και μάλλον λανθασμένα συνυφασμένο με την παιδική ηλικία, τουλάχιστον σαν απλή και αθώα ψυχαγωγία. Τα παραμύθια δεν είναι αθώα. Αν κοιτάξει κανείς τις παλιότερες καταγραφές των παραμυθιών, σε οποιαδήποτε κουλτούρα, θα διαπιστώσει πως, από τη μία, είναι αλληγορικές οδηγίες επιβίωσης σε έναν βίαιο κόσμο και από την άλλη, μάλλον προσεγγίζουν περισσότερο κάτι που σήμερα θα ονομάζαμε ιστορίες τρόμου. Ως ψυχαγωγία, ήταν ψυχαγωγία για ενήλικες και παρόλο που το βιβλίο μπορεί να το διαβάσει ένα παιδί, πιστεύω πως περισσότερα θα κερδίσει ένας έφηβος ή ένας ενήλικας από την ανάγνωσή του. Όσο για το τι προσπαθεί να επικοινωνήσει η κάθε ιστορία, αυτό το αφήνω συνήθως στον ακροατή ή τον αναγνώστη – καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά τις εικόνες και τα νοήματά τους. Ας πω απλά πως, για μένα, σε κάθε ιστορία υπάρχει μια κεντρική έννοια ή ένα συναίσθημα που αποτελεί τον πρώτο σπόρο: η φιλία, η μοναξιά, η αγάπη, το μίσος, ο κόσμος και ο άνθρωπος, το φως και το σκοτάδι.
Η πολιτική σας τοποθέτηση ή καλύτερα η κοινωνική σας στάση απέναντι σε θέματα όπως ο ρατσισμός ή η «αφύπνιση ενός νωθρού λαού στα ψέματα των αφεντάδων», όπως αναφέρετε, φανερώνεται έντεχνα μέσα από την πλοκή των ιστοριών. Θα μπορούσε πιστεύετε, το παραμύθι, ένα συγγραφικό είδος πολύ πιο οικείο στη μάζα, απ’ ότι, φερειπείν, ένα πολιτικό ή φιλοσοφικό δοκίμιο, να ενεργοποιήσει τα κοινωνικά παθητικά υποκείμενα μετατρέποντάς τα σε δρώντες πολίτες;
Οι ιστορίες που γράφω και αφηγούμαι (ή το αντίστροφο) είναι κυρίως οι ιστορίες που θα ήθελα να διαβάσω και ν’ ακούσω εγώ ο ίδιος. Αυτός είναι ίσως ο κυριότερος λόγος ύπαρξής τους. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ένα μέσο για την εκτόνωση της μάταιης, συσσωρευμένης οργής και θλίψης που με κατατρώει, αναμφίβολα και τον περισσότερο κόσμο. Τα παραμύθια έχουν – ως επί το πλείστον – το πλεονέκτημα να συμβαίνουν σε «καθαρούς» κόσμους, όπου το καλό και το κακό, ακόμα κι αν είναι δυσδιάκριτα στην αρχή, μέχρι το τέλος να ξεκαθαρίζουν. Ο κόσμος μας είναι ένα βρωμερό και ακαθόριστο γκρίζο που εύκολα βυθίζει κάποιον στην απελπισία. Το παραμύθι, υπό αυτήν και πολλές άλλες έννοιες, είναι παρηγοριά. Τα παραμύθια μιλούν ήδη για τον άνθρωπο και τον κόσμο, οι ιστορίες που λέμε στους εαυτούς μας και τους άλλους αποτελούν την ανθρώπινη ταυτότητά μας. Πιστεύω πως το παραμύθι μπορεί να προκαλέσει εσωτερικό προβληματισμό, ίσως να αποτελέσει και πηγή προσωπικής αφύπνισης. Πολύ φοβάμαι, όμως, πως αν χρησιμοποιηθεί ευθέως και στρατευμένα για οποιονδήποτε κοινωνικό ή πολιτικό σκοπό, θα στρεβλωθεί σε «παραμύθιασμα», αυτό που συνήθως αποκαλούμε πολιτικό λόγο.
Σε πολλές περιπτώσεις, διαβάζοντας το βιβλίο, δίνεται η αίσθηση ότι θέλετε να ταξιδέψετε τον ή με τον αναγνώστη σας. Ισχύει κάτι τέτοιο, κι αν ναι, ποιος ο τελικός προορισμός της περιπλάνησής σας;
Με κίνδυνο να χαρακτηριστώ στερεοτυπικός, ένα άλλο κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι πως ο προορισμός δεν έχει μεγάλη σημασία, αλλά το ίδιο το ταξίδι. «Ο παραµυθάς πατά εκεί που ο χρόνος δαγκώνει την ουρά του, το ταξίδι τελειώνει εκεί που άρχισε κι όλα έχουν αλλάξει…» Το βιβλίο κυριολεκτικά ολοκληρώνεται στο σημείο απ’ όπου άρχισε, όμως στο χρόνο που περνά μέχρι να γυρίσει εκεί ο αφηγητής, έχει αλλάξει ο ίδιος, οι φίλοι του, ο κόσμος του ολόκληρος – η ελπίδα μου είναι, το ίδιο και ο αναγνώστης. Η μισή χαρά σε όλα τα θαύματα που μπορεί να γνωρίσει κανείς, είναι η προοπτική να γυρίσει και να τα αφηγηθεί σε όσους έμειναν πίσω.
Ο θάνατος τι ρόλο παίζει στο βιβλίο σας;
Όπως και στη ζωή μας, είναι πανταχού παρών, από τη στιγμή που παίρνουμε την πρώτη μας ανάσα. Η όψη του διαφέρει από ιστορία σε ιστορία. Μερικές φορές δεν έχει καν συγκεκριμένη όψη, όμως σαν προσωπικότητα θα έλεγα πως είναι λιγότερο τρομακτικός, πιο οικείος ίσως, διότι δεν είναι μια αόρατη, απρόσωπη δύναμη, αλλά ένα πλάσμα που ο άνθρωπος μπορεί να δει, στο οποίο μπορεί να μιλήσει και αυτό κάνει όλη τη διαφορά. Η λειτουργία του δεν αλλάζει, τα κίνητρά του είναι, είτε ανύπαρκτα, είτε απλά στην υπηρεσία της κοσμικής τάξης, όμως το γεγονός πως γίνεται μέρος της ιστορίας και όχι απλά το τέλος της, είναι, πιστεύω, με τον τρόπο του παρήγορο. «Είναι δικό μου το χέρι που κρατά το σάβανο του Κόσμου στα στερνά», λέει στο «Γκρίζο Μαχαίρι». Όμως αν το σκεφτείτε, το σάβανο του καθενός το κρατούν οι οικείοι του.
Διαβάζοντας τα παραμύθια σας καταγράφουμε διάφορα δίπολα: «παρελθόν – μέλλον», «εδώ – εκεί», «παραμυθάς – τρελός» κ.α. Ποιος ο ρόλος τους μέσα στο έργο; Μήπως εντός αυτών βρίσκεται η ουσία της κάθε παραμυθιακής εξιστόρησης;
Τα παραμύθια απαιτούν κίνηση και ειδικότερα τα λεγόμενα Μαγικά Παραμύθια πατάνε – όπως πολύ έξυπνα το έκανε μέρος της ίδιας της αφήγησης ο Τόλκιν στο «Χόμπιτ» – στη δομή του «εκεί και πάλι πίσω». Τα δίπολα εξυπηρετούν αυτήν την κίνηση του κάθε πρωταγωνιστή, καθώς και τη σκιαγράφηση κάθε πράγματος από το αντίθετό του. Αυτό φαίνεται με ιδιαίτερα όμορφο τρόπο σε παραδοσιακές ιστορίες όπου αρχικά ο κόσμος είναι μόνιμα βυθισμένος στο φως και το σκοτάδι έρχεται να φέρει την ισορροπία, δίνοντας σε όλα τα πλάσματα την ευκαιρία να κοιμηθούν, χωρίζοντας τη μέρα στα δύο κ.λπ. Ειδικά αυτή την εποχή, νομίζω, μπορεί κανείς να εκτιμήσει το σκοτάδι και τη νύχτα πολύ περισσότερο, έχοντας περάσει τη μέρα υπό το πύρινο φως του καλοκαιρινού ήλιου. Στο βιβλίο, τα δίπολα είναι επίσης μέρος ενός νοερού, ρυθμικού παιχνιδιού, που στόχο έχει να ταλαντεύεται ο αναγνώστης μεταξύ διαφορετικών άκρων, παρά να ακολουθεί μια ευθεία γραμμή.
«Ο αληθινός παραμυθάς μπορεί να μη λέει πάντα την αλήθεια, όμως ποτέ δεν λέει ψέματα – το ίδιο και οι ιστορίες του», λέτε χαρακτηριστικά σε κάποιο σημείο. Μήπως τελικά, το παραμύθι είναι μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση της ζωής, καθότι απαλλαγμένο από σκοπιμότητες, προσπαθεί άδολα να αναδείξει τις αδυναμίες και τις δυνατότητες μας, τόσο σε προσωπικό/ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο;
Τα παραμύθια και οι μύθοι κατά κανόνα αφηγούνται εξωφρενικά πράγματα, με έντονες εικόνες, με ιδιαίτερο λόγο, με τα πάντα μεγεθυμένα, σε σχέση με την καθημερινή ανθρώπινη εμπειρία. Όλες οι ιστορίες, ωστόσο, τουλάχιστον τα τελευταία τέσσερις χιλιάδες χρόνια, μιλάνε για τα ίδια πράγματα, για τους ίδιους φόβους και τις ελπίδες του ανθρώπου. Φοβόμαστε το θάνατο – το ίδιο κι ο ημίθεος Γκίλγκαμες. Όταν νιώθουμε πως κάποιος μας αδίκησε, πως όλος ο κόσμος έχει στραφεί εναντίον μας, μανιάζουμε και ζητάμε εκδίκηση – όπως η Άμπα στη Μαχαμπαράτα, που έφτασε να γίνει άντρας προκειμένου να σκοτώσει τον πολεμιστή Μπίσμα. Αναζητούμε και συχνά χάνουμε την ταυτότητά μας – το ίδιο κι ο Οδυσσέας, φτάνοντας σαν ημιάγριος κουρελής στο Νησί των Φαιάκων. Όλες οι ιστορίες μιλάνε για μας και τον κόσμο μας, όμως ντύνουν την αλήθεια με φανταστικά πλουμίδια που κάνει τ’ αυτιά μας πιο πρόθυμα.
Info: «Το αμόνι που τραγουδά», του Ανδρέα Μιχαηλίδη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «mamaya» σε όλα τα βιβλιοπωλεία.