2014: H Σαπουνόπερα του Διαστήματος
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Κρίστοφερ Νόλαν είναι για έλλειψη φιλοδοξίας. Από το Following (το παρθενικό του project με μηδαμινό budget), το Μemento, την τριλογία του Σκοτεινού Ιππότη, το Prestige, έως το Inception και το πρόσφατο Interstellar, είναι έκδηλη η αγωνία του να ξεπεράσει τον εαυτό του, με τα καλά και τα κακά που αυτό συνεπάγεται. Στο Prestige, το μίγμα μερικών αρκετά πολύπλοκων ιδεών, πρωταγωνιστών-σταρ και blockbuster διασκέδασης και δράσης ήταν συναρπαστικό, το πείραμα είχε πετύχει. Ωστόσο στο Inception τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει να προδιαγράφουν την πρόσφατη χαμένη ευκαιρία του Interstellar. Μοιάζοντας με έναν υδροκέφαλο γίγαντα με πήλινα πόδια, το υπερφίαλο Inception τρέκλιζε κάτω από το ίδιο του το pop ψευδο-διανοουμενίστικο βάρος. Μερικές απλουστευμένες φιλοσοφικές ιδέες, δοσμένες με τρόπο εντυπωσιακό για το κοινό των Cineplex (όποιο κι αν είναι αυτό), παρήγαγαν ένα απρόσμενα χαζό αποτέλεσμα.
Εκεί όπου ο Νόλαν είναι αξεπέραστος ανάμεσα στους σύγχρονους κινηματογραφιστές είναι στο πώς φιλμάρει αρχιτεκτονικές δομές, πραγματικά με τρόπο επικό, που θυμίζει κάτι από Fritz Lang. Αυτό από μόνο του συνιστά επίτευγμα διόλου ευκαταφρόνητο. Ο Νόλαν είναι, επιβεβαιωμένα, ιδιοφυία στο τεχνικό σκέλος. Εκεί που χωλαίνει είναι στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, στους οποίους αδυνατεί να δώσει συναισθηματικό βάθος, και στο μελόδραμα, χωρίς τίποτα από τα δύο να είναι απαραίτητα κακό. Ο Νόλαν είναι ένας σκηνοθέτης ψυχρός, και εκεί βρίσκεται και η δύναμή του. Έχει συγκριθεί, μάλλον αποτυχημένα, με τον Hitchcock και με τον David Lean. Η τεχνική του βιρτουοζιτέ δικαιολογεί ίσως περισσότερο τη σύγκριση με τον πρώτο. Με το Interstellar βάλθηκε να μας πείσει ότι οι ταινίες του μπορούν να έχουν και ‘καρδιά’, αλλά το αποτέλεσμα είναι παράταιρο, αν όχι γελοίο, σχεδόν σαν να έβαζε κανείς τον μακαρίτη τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο να σκηνοθετήσει το σίκουελ του Transformers.
Η δύναμη του Interstellar βρίσκεται και πάλι στο πως ο Νόλαν φιλμάρει τα κτίρια, μοντέρνους ανακλαστικούς όγκους από γυαλί και ατσάλι, απαράμιλλου στιλ. Το κομμάτι της εξερεύνησης των πλανητών προκαλεί δέος, ενώ το κάμεο του Matt Damon, και η σύγκρουση με τον ήρωα αποτελεί το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας, με αυθεντικές (και όχι ψευδο-) φιλοσοφικές προεκτάσεις. Υπό αυτή την έννοια το φιλμ του Νόλαν θυμίζει το οπτικό επίτευγμα του Prometheus στον τομέα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, ταινία η οποία επίσης καταπιάστηκε με τα ‘μεγάλα θέματα’, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να μιλήσουμε σε καμία περίπτωση για αντίστοιχη αποτυχία, στην περίπτωση του Interstellar, στο σεναριακό σκέλος. Ωστόσο, ο Νόλαν (μαζί με τον αδερφό του) θα μπορούσε να μας δώσει μια νέα Οδύσσεια του Διαστήματος για τον 21ο αιώνα. Και μπορεί να υπεισέρχονται εδώ παράγοντες όπως το προσωπικό γούστο του γράφοντος, ωστόσο, νομίζω ότι η αποστειρωμένη, σχεδόν κλινική ματιά ενός Stanley Kubrick, το αποστασιοποιημένο, απρόσωπο, δωρικό, και ανυπόφορα διαυγές βλέμμα και όραμά του παραμένει η καταλληλότερη αισθητική προσέγγιση του συγκεκριμένου υλικού. Η λύση που προτείνει το Interstellar στο βουβό μυστήριο του Σύμπαντος, εκτός από σαχλή (πολύ περισσότερο από το τέλος του περσινού Gravity), μοιάζει και φτηνιάρικη (πριν από περίπου 20 χρόνια, ο McConaughey είχε παίξει σε μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα και εκλεπτυσμένη ταινία σχετικά με την εξερεύνηση του διαστήματος, με τίτλο Contact). Ο βεβιασμένα δακρύβρεχτος ανθρωποκεντρισμός του Interstellar κάνει τον λίγο πιο απαιτητικό θεατή να αναφωνήσει νοητά, παρακολουθώντας την αθέλητα κωμική σκηνή λίγο πριν το τέλος με τον κώδικα Μορς και το ‘φάντασμα’ στην βιβλιοθήκη: ‘really’??
O Νίτσε είχε κάποτε πει ότι ‘Όταν κοιτάζεις για πολλή ώρα μέσα στο μάτι της αβύσσου, η άβυσσος επιστρέφει το βλέμμα’. Υπάρχει κάτι το τρομακτικό αλλά και ταυτόχρονα αφόρητα θελκτικό σε αυτό το βουβό σκοτάδι, στο οποίο αργά ή γρήγορα όλοι επιστρέφουμε. Και δεν είναι τόσο η μπαναλιτέ της ιδεολογικής απάντησης (μια εκδοχή του ‘η αγάπη όλα τα νικά’) των αδερφών Νόλαν στα μεγάλα, υπαρξιακά και πανανθρώπινα ερωτήματα. Είναι ο τρόπος που μας τη χώνουν στο λαιμό, μάς τη συλλαβίζουν σαν να είμαστε νήπια, υποτιμώντας το κοινό τους. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, η ταινία έπρεπε να τελειώσει τη στιγμή που ο ήρωας εισέρχεται στη μαύρη τρύπα, αντηχώντας τόσο τον Kubrick, όσο και το εξαίσιο ποίημα του Dylan Thomas, leitmotif της ταινίας. Δεν έχει σημασία αν έμεναν μερικές άλλες τρύπες στην πλοκή ανοιχτές–ούτως ή άλλως οι κατηγορίες και η κριτική περί σεναριακής αναληθοφάνειας χάνουν την ουσία. Εν τέλει, ο Νόλαν αδικεί τον εαυτό του, διότι είναι πράγματι ο σκηνοθέτης της γενιάς του με το πιο μεγαλεπήβολο όραμα, το οποίο ωστόσο δυστυχώς, υπό μία έννοια, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, μοιάζει να είναι και η καταδίκη του.