Από το Στέφανο Λίβο
Κάθε φορά που γίνεται κάποιο τρομοκρατικό χτύπημα, σκέφτομαι τα ίδια πράγματα. Είναι οι σκέψεις που δεν γίνονται ειδήσεις, δεν χωράνε στις αίθουσες σύνταξης.
Τι να συζητούσαν αυτοί οι άνθρωποι πριν το χτύπημα; Με τι να γελούσαν; Τι να σχεδίαζαν για αύριο; Πόσοι γκρίνιαζαν επειδή είχαν κουραστεί; Πόσα παιδάκια νύσταζαν και ήθελαν να πάνε σπίτι; Αυτές οι κούκλες που κρατούσαν αγκαλιά είχαν ονόματα;
Ένα ανεξήγητο γεγονός και όλα αλλάζουν. Δευτερόλεπτα μετά, τα προσωπικά τους αντικείμενα είναι διασκορπισμένα στην περιοχή. Τα πλήθη απομακρύνονται, οι άνθρωποι τρέχουν. Τι να σκέφτονται; Πόσοι να ξέρουν τι ακριβώς έχει συμβεί; Και όσοι είδαν, πότε θα καταφέρουν να το βγάλουν από το μυαλό τους;
Οι δημοσιογράφοι καλούν στα κανάλια, στις εφημερίδες, οι πρώτες αναφορές ανεβαίνουν στο διαδίκτυο. Σκοτάδι. Κανείς δεν ξέρει ακόμα τίποτα. Άκουσαν, είδαν, δεν είναι σίγουροι. Χρειάζονται νούμερα. Νούμερα, αυτά έχουν σημασία. Ελλείψει άλλου μέτρου, τον ανθρώπινο πόνο τον μετράμε με νούμερα. Τόσοι νεκροί, τόσοι τραυματίες, τόσες εκρήξεις, τόσοι πυροβολισμοί, τόσα χιλιόμετρα διένυσε το φορτηγό.
Κάποιοι άνθρωποι μακριά ανησυχούν. Αρχίζουν να τηλεφωνούν. Η άλλη άκρη της γραμμής απαντά, ευτυχώς είναι καλά. Κάποιοι άλλοι παραμένουν κολλημένοι στο ακουστικό. Κλείνουν και ξαναπαίρνουν. Ξανά και ξανά. Τα κινητά πάνω στους νεκρούς ανθρώπους χτυπάνε μάταια.
Τι να σκέφτονται οι τραυματισμένοι που κείτονται εκεί; Πόση αδρεναλίνη να εκκρίνουν τα επινεφρίδια για να μην χάσουν τις αισθήσεις τους; Τι αίσθημα μπορεί να είναι αυτό όταν συνειδητοποιούν ότι αιμορραγούν, ότι τους λείπει κάποιο μέλος; Πόση υπομονή να κάνουν και πόση ανακούφιση μπορεί να φέρνει το πρώτο άκουσμα μιας σειρήνας;
Σκέφτομαι τους νοσοκόμους και τους τραυματιοφορείς που φτάνουν στη σκηνή. Δεν ξέρουν από πού να αρχίσουν. Πώς αξιολογούν μέσα σε δευτερόλεπτα ποιος έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη εκείνη την ώρα; Ακούνε κλάματα και φωνές. Τι να λένε αυτοί οι άνθρωποι εκεί, όταν δεν τους ακούει κανείς; Για πόση ώρα να κοιτάνε σοκαρισμένοι; Βλέπουν νεκρούς κάθε μέρα, αλλά αυτό είναι διαφορετικό.
Σειρήνες σε όλη την πόλη. Συναγερμός στα νοσοκομεία. Όλοι σε επιφυλακή. Όσοι τελείωσαν τις βάρδιες τους, ξαναφοράνε τις ποδιές και περιμένουν. Μετράνε τις προμήθειες και φέρνουν επιπλέον από τις αποθήκες. Οι πόρτες ανοίγουν, οι διάδρομοι πλημμυρίζουν με αίμα. Υπερένταση που θα κρατήσει για ώρες, μέχρι να εξαντληθεί ο θάνατος και οι αντοχές.
Όσοι μαθαίνουν ότι οι δικοί τους είναι τραυματισμένοι τρέχουν στο νοσοκομείο. Όσοι δεν μπορούν να μάθουν, πηγαίνουν στο νεκροτομείο. Πόσα πτώματα να βλέπουν μέχρι να δουν το αγαπημένο τους πρόσωπο; Πόσο βαθύς να είναι ο λυγμός τους; Πόση η αμηχανία των υπαλλήλων να περνάνε όλη τους την βάρδια με ανθρώπους που θρηνούν και πόση η δική τους θλίψη;
Και έπειτα, τι γίνεται στα γραφεία τελετών; Όσο οξύμωρο και να είναι αυτό το επάγγελμα, είμαι σίγουρος ότι υπάρχει μια βαριά ατμόσφαιρα. Είναι αλλιώς να πεθαίνει κάποιος για ένα συγκεκριμένο λόγο, από κάποιοι ατύχημα, από μία ασθένεια, και διαφορετικό να πεθαίνει έτσι, ξαφνικά, από κάτι που κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει.
Οι ολονυχτίες, οι κηδείες, τα σπίτια που γεμίζουν μαυροφορεμένους. Τα τηλέφωνα που δεν σταματάνε να χτυπούν και το κλάμα… αυτό το κλάμα, αστείρευτο, ανεξάντλητο, απορημένο.
Κάτι τέτοιες ώρες επανέρχονται στο μυαλό μου οι στίχοι των Magic De Spell: “Στις ειδήσεις τα βλέπεις και τρως”.
Θέλουμε να νομίζουμε ότι δεν τα συνηθίζουμε, ότι μας σοκάρουν ακόμα. Το μόνο που μας σοκάρει πραγματικά είναι η ασυνείδητη σκέψη ότι μπορεί να είμαστε οι επόμενοι. Δεν πρέπει, αλλά θα μάθουμε να ζούμε και με αυτό, όπως μάθαμε να ζούμε με τόσα άλλα.
Δεν είμαι σε θέση να συμπεράνω γιατί μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά. Σκέφτομαι μόνο ότι κάθε χαμένη ζωή είναι μια χαμένη ευκαιρία για να αλλάξει ο κόσμος.