Από τον Οικοδόμο
«Μια πρόχειρη τέντα στημένη ανάμεσα σε δυο μουριές. Στη σκιά της, καθισμένος σ’ ένα ξύλινο σκαμνάκι ένας δάσκαλος. Το προαύλιο του 19ου δημοτικού σχολείου Νίκαιας είναι γεμάτο από κόσμο. Αρχές καλοκαιριού, η σχολική χρονιά βαδίζει προς το τέλος της. Γύρω από το δάσκαλο οι μαθητές του, κάποιοι από τους συναδέλφους του, όλος ο συνοικισμός. Ο δάσκαλος του σχολείου, Γιάννης Βαγενάς, μόλις έχει ξεκινήσει μια απεργία πείνας που μέλλει να γραφτεί στην ιστορία των αγώνων του λαού μας για δημοκρατία.» Έτσι ξεκινούσε παλαιότερη ανάρτησή μας (δείτε ΕΔΩ) αναφερόμενη στο χρονικό της πολυήμερης απεργίας πείνας του δάσκαλου Γιάννη Βαγενά.
Μια απεργία που συντάραξε την ελληνική κοινωνία που προετοιμαζόταν για να γιορτάσει τα πρώτα γενέθλια της δημοκρατίας, μουδιασμένη από τον εφτάχρονο «γύψο» της δικτατορίας. Η απεργία ξεκίνησε με αφορμή την προσβλητική και αντιδημοκρατική συμπεριφορά (που κατέληξε σε δίωξη) του χουντικού επιθεωρητή του σχολείου απέναντι στον δάσκαλο, πήρε τεράστιες διαστάσεις, κινητοποίώντας το λαό της περιοχής ―και ευρύτερα― που συμμετείχε αλληλέγγυος στον αγώνα του Βαγενά, απασχόλησε για μέρες την κεντρική πολιτική σκηνή και απλώθηκε σαν κραυγή απ’ άκρη σ’ άκρη στην επικράτεια για να φέρει στο προσκήνιο την αδήριτη ανάγκη για αποχουντοποίηση και εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης και γενικότερα.
«Υπάρχει μια αλυσίδα από ανθρώπους της δικτατορίας που είναι ανέπαφη στις θέσεις τους και έξω, στην επαρχία, αλλά και μέσα στο υπουργείο Παιδείας», κατάγγελλε ο δάσκαλος Βαγενάς, εξαντλημένος από την απεργία πείνας έξω από τη μάντρα του σχολείου του.
Ο Γ. Βαγενάς εκείνη την εποχή είναι συνδικαλιστικό στέλεχος της Διδασκαλικής Ανανεωτικής Συνδικαλιστικής Κίνησης (ΔΑΣΚ) και είχε ήδη αναπτύξει δράση στον αγώνα για την κάθαρση στη Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας (ΔΟΕ). Ήταν ο μόνος δάσκαλος που έκανε αποχή από το μάθημά του στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου (1974), για να τιμωρηθεί από το υπουργείο Παιδείας (κυβέρνηση Κων/νου Καραμανλή) με παρακράτηση δυο ημερομισθίων από το μηνιάτικό του. Ο Γ. Βαγενάς με τη συνολική δράση του είχε γίνει «κόκκινο πανί» για τους χουντικούς που στελέχωναν τους μηχανισμούς του εκπαιδευτικού συστήματος και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τον εξοντώσουν ηθικά και επαγγελματικά.
«Ο δάσκαλος πρέπει να λέει την αλήθεια», λέει ο Βαγενάς σε έναν από τους δημοσιογράφους που καλύπτουν την απεργία. «Όμως, ο δάσκαλος όπως μορφώνεται εδώ στη χώρα τη δική μας, δεν είναι σε θέση να λέει την αλήθεια, δεν μπορεί να την λέει, δεν τον φτιάχνουν έτσι. Εγώ που πέρασα από τις σχολές αυτές («μοναστήρια» τα έλεγα) καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι σ’ έναν δάσκαλο να πει την αλήθεια. Όχι γιατί δεν το θέλει, αλλά γιατί δεν το καταλαβαίνει». Ο Γ. Βαγενάς «τολμά» να βάζει ζητήματα όπως η ανάγκη για πανεπιστημιακή μόρφωση των δασκάλων, καταγγέλλοντας τις υφιστάμενες δομές ως ανεπαρκείς και τέτοιες που να στοχεύουν στην δημιουργία εκπαιδευτικών άβουλων οργάνων της κυρίαρχης τάξης, που θα μεριμνούν ―συνειδητά ή μη― για τη διαιώνισή του συστήματος. Ο αγώνας του δεν αφορά μόνο την κάθαρση στο χώρο της Παιδείας. Ο Βαγενάς αγωνίζεται για την κατοχύρωση του κύρους και της αξιοπρέπειας του δασκάλου, αρνούμενος τον ρόλο που το σύστημα του αναθέτει.
Ο τοποθετημένος (χωρίς εξετάσεις) από τη χούντα επιθεωρητής (και πρόεδρος της Ένωσης Επιθεωρητών) Ευάγγελος Τσιατάς, πρώην μέλος της φασιστικής παραστρατιωτικής οργάνωσης «Χ», με πλούσια τρομοκρατική δράση στην περιοχή των Πετραλώνων στην Αθήνα και ανακριτής-βασανιστής των αγωνιστών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στην περιοχή της ορεινής Γορτυνίας, προσβάλει τον Βαγενά μέσα στην τάξη του, μπροστά σους μαθητές του. Ο δάσκαλος χωρίς να χρονοτριβήσει αποχωρεί, μαζί με τα παιδιά, από την αίθουσα. Ο επιθεωρητής τότε τον παραπέμπει για πειθαρχικό παράπτωμα και ο Βαγενάς δεν έχει άλλο δρόμο από το να δώσει μια μάχη που γρήγορα ξεπερνά τα προσωπικά του όρια και γίνεται υπόθεση όλου του κλάδου και της κοινωνίας.
«Το Σχολείο δεν δίνει μόνο γνώσεις στα παιδιά αλλά και διαπαιδαγωγεί, φτιάχνει όσο μπορεί τους αυριανούς ανθρώπους και πολίτες», θα γράψει ο Γ. Βαγενάς πολλά χρόνια αργότερα. Και συνεχίζει: «Κι επειδή αυτό είναι αναμφισβήτητο, θα πρέπει να γνωρίζουν οι γονείς ότι ο αυταρχισμός του επιθεωρητή δεν μένει στον ίδιο, αλλά περνάει στο δάσκαλο και από το δάσκαλο στα παιδιά τους και στους αυριανούς πολίτες. Κι είναι αυτονόητο ότι κανένας γονιός δεν θέλει να γίνει το παιδί του άτομο δειλό και φοβισμένο. Πέρα απ’ αυτό, αυταρχισμός και μάθηση βρίσκονται σε μόνιμη διάσταση».
Οι μαθητές που τόσο καιρό διδάσκονται και εμπνέονται από τον αγαπημένο τους δάσκαλο, συσπειρώνονται γύρω του σαν το μελίσσι· του συμπαραστέκονται έμπρακτα με τη δύναμη των συναισθημάτων και τον ενθουσιασμό της ηλικίας τους.
Ξεκινούν οι διαδηλώσεις στο δημαρχείο και στους δρόμους της πόλης. Και άλλοι δάσκαλοι ξεκινούν απεργία πείνας δίπλα στον Βαγενά. Έξω από το σχολείο της Νίκαιας φτάνουν τηλεγραφήματα απ’ όλη την Ελλάδα, ψηφίσματα συμπαράστασης από ενώσεις δασκάλων, σωματεία εργαζομένων, μαθητές άλλων σχολείων, φοιτητικούς συλλόγους, αγρότες. Άνθρωποι του πνευματικού κόσμου, καλλιτέχνες, τύπος, δήμαρχοι, εκφράζουν την υποστήριξή τους στον αγωνιστή δάσκαλο που δε σκύβει το κεφάλι. Το ΚΚΕ φέρνει το θέμα στη Βουλή. Ο Γιάννης Ρίτσος στέλνει μήνυμα στον Βαγενά και τους άλλους απεργούς πείνας: «Σας σφίγγω το χέρι. Έλληνες προχωρείτε!».
Καθώς οι μέρες κυλούν εντείνονται οι προκλήσεις από φιλοκυβερνητικούς τραμπούκους και το παρακράτος. Δεκάδες αστυνομικοί και οχήματα καταστολής («αύρες») δημιουργούν κλοιό γύρω από το χώρο της απεργίας. Τα εργατικά σωματεία αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο. Εργάτες, οικοδόμοι, άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, δημιουργούν «σφιχτή» περιφρούρηση γύρω από τον Γ. Βαγενά. Εκατοντάδες απλού κόσμου παραμένουν όλες τις ώρες δίπλα στο δάσκαλο των παιδιών του. Οι μανάδες των μαθητών, στην πρώτη γραμμή περιφρούρησης, απαντούν στους προκλητικούς χωροφύλακες: «Αν τολμάτε χτυπήστε εμάς και τα παιδιά μας!». Οι μαθητές φωνάζουν: «Δάσκαλε κρατήσου, πεθαίνουμε μαζί σου»! Εξαντλημένος από την ολοκληρωτική άρνηση τροφής ο Γ. Βαγενάς δηλώνει: «Δεν πρόκειται να κάνω τον παραμικρό συμβιβασμό».
«Μένω με τις αναμνήσεις αγώνων που οδήγησαν σε απρόσμενα για κείνη την εποχή αποτελέσματα», θα γράψει πολλά χρόνια αργότερα ο Γ. Βαγενάς. «Η κατάργηση του επιθεωρητή, η Πανεπιστημιακή μόρφωση δασκάλων και νηπιαγωγών, η αύξηση των αποδοχών, η καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας, ήταν καρποί σκληρών αγώνων. Έχω γι’ αυτό στέρεα την πεποίθηση και την αισιοδοξία ότι οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, όλοι εκείνοι που πρωτοστάτησαν σ’ εκείνους τους αγώνες κι όταν ακόμα έχουν απομακρυνθεί από την εκπαίδευση, έχουν τη δύναμη αλλά και τους τρόπους να μην επιτρέψουν στην κυβέρνηση πισωγυρίσματα κι αναίρεση των κατακτήσεών μας».
Ανάμεσα στο πλήθος που βρίσκεται δίπλα στον απεργό πείνας η νεολαία, η γενιά του Πολυτεχνείου, έχει κυρίαρχη παρουσία. Ο δημοσιογράφος θα ρωτήσει τον Βαγενά τι έχει να πει σ’ αυτούς τους νέους. Ο δάσκαλος δεν μασάει τα λόγια του:
«Πήραμε μαθήματα κι εμείς οι δάσκαλοι από αυτά τα παιδιά. Πιστεύω ότι οι νέοι είναι πολύ προχωρημένοι. Υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ των νέων και των ηλικιωμένων. Εάν οι μεγάλοι δεν συνειδητοποιήσουν την απαίτηση των νέων για ρεαλισμό και για συμμόρφωση στην πραγματικότητα, στο δίκιο και στην αλήθεια, θα βρεθούν πάλι σε ρήξη και θα δημιουργηθούν και πολλά άλλα Πολυτεχνεία. Μέχρι το τελευταίο, που θα πετύχει. Γιατί εκείνο το Πολυτεχνείο ―δυστυχώς, ήταν ένα ολοκαύτωμα― δεν έφερε άμεσα αποτελέσματα. Είχε αποτελέσματα, αλλά έμμεσα. Άμεσα αποτελέσματα θα είχε αν τότε που είχαμε το Πολυτεχνείο μπορούσαμε και φτιάχναμε εμείς μια κυβέρνηση και τη φτιάχναμε όπως τη θέλαμε εμείς. Διότι αυτό που ήρθε μετά το Πολυτεχνείο δε νομίζω ότι είναι η θέληση αυτών που αγωνίζονταν στο Πολυτεχνείο».
Καθώς η απεργία πείνας βρίσκεται στην ένατη μέρα, το υπουργείο Παιδείας ανακοινώνει την επαναφορά «στην προηγούμενη υπηρεσιακήν κατάστασιν του επιθεωρητή κ. Τσιατά και του δασκάλου κ. Βαγενά» και επιφυλάσσεται στο να ανακοινώσει άμεσο μέλλον τις τελικές αποφάσεις του. Η υγεία του Γιάννη Βαγενά έχει κλονιστεί. Αφού συνομιλήσει με τους συναδέλφους του και το λαό της Κοκκινιάς αποφασίζει το τέλος της απεργίας. Το συγκεντρωμένο πλήθος και ο αλληλέγγυος λαός της Ελλάδας πανηγυρίζουν τη μεγάλη νίκη του Βαγενά και του κινήματος αλληλεγγύης στον δύσκολο και δίκαιο αγώνα του. Σε μια κίνηση που συμβολίζει πολλά οι Κοκκινιώτες σηκώνουν στα χέρια τον ―κατασυγκινημένο― δάσκαλο των παιδιών τους και τον πηγαίνουν στην αίθουσα της τάξης του.
Ο Γιάννης Βαγενάς μετά την απεργία πείνας οργανώθηκε στο ΚΚΕ και το υπηρέτησε από διάφορες στελεχικές θέσεις. Συνέχισε να δραστηριοποιείται συνδικαλιστικά με τη ΔΑΣΚ στο χώρο της εκπαίδευσης και υπήρξε μέλος της διοίκησης της ΔΟΕ. Ακόμα και όταν λόγω ηλικίας σταμάτησε να ασκεί το λειτούργημα του εκπαιδευτικού, δεν έπαψε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του αγώνα (το 2006 εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο της Νίκαιας και διετέλεσε αντιδήμαρχος Παιδείας και πρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου) για παιδεία στη υπηρεσία του λαού και για τα δικαιώματα των συναδέλφων του, δείχνοντας ιδιαίτερη ευαισθησία για τους νέους:
«Οι νέοι εκπαιδευτικοί που δεν γνώρισαν τον επιθεωρητή ίσως οδηγηθούν στο συμπέρασμα ότι αυτά δεν ξαναγίνονται», γράφει ο Βαγενάς το 2001. «Όμως η ζωή δεν δείχνει κάτι τέτοιο. Ποιος πίστευε π.χ. ότι είναι δυνατό να καταργηθεί το 8ωρο (που κατακτήθηκε με αίμα) στο όνομα του νέου και του σύγχρονου; Ο αυταρχισμός έχει πολλές μορφές κι οι νέες μορφές που παίρνει στις μέρες που έρχονται, είναι δυνατό να είναι ακόμα πιο οδυνηρές, όσο εκλεπτυσμένες κι αν παρουσιάζονται, όταν συντρέχουν μάλιστα και παράγοντες όπως η πολιτική ιδιωτικοποίησης των πάντων, ο τρομονόμος, η ανεργία και στους εκπαιδευτικούς, η σύνδεση των αποδοχών με την παραγωγικότητα και το κέρδος…
[…] Εκπαίδευση και σχολείο στην υπηρεσία των πολλών και των φτωχών, με την πολιτική εξουσία και τα μέσα παραγωγής στα χέρια των λίγων και ισχυρών, δεν γίνεται. Χρειάζεται αγώνας για την ανατροπή αυτής της κατάστασης. Όμως παράλληλα ο φωτισμένος δάσκαλος κι ο υποψιασμένος γονιός έχουν δυνατότητες να δώσουν πολλά στη μόρφωση και διαπαιδαγώγηση των παιδιών».
Σαράντα χρόνια μετά την απεργία πείνας του Γ. Βαγενά, στο όνομα της εξόδου από την «κρίση», οι εχθροί της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων γκρεμίζουν και ό,τι είχε απομείνει από την Παιδεία.
Σαράντα ένα χρόνια μετά την πτώση της χούντας και με «πρώτη φορά αριστερά» κυβέρνηση, ο αυταρχισμός της εξουσίας εδραιώνεται μέσα από την επιβολή στο λαό των εκβιαστικών ψευτοδιλημμάτων του «μικρότερου» κακού, της απογοήτευσης και του φόβου.
Σήμερα, που «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά» κόμματα και δυνάμεις πέταξαν τις μάσκες τους και δίνουν τα χέρια για την εφαρμογή των πιο αντιλαϊκών πολιτικών· σήμερα, που πάλλεται η ανάγκη για ανατροπή του «ρεαλισμού» και της «κανονικότητας» που επιτάσσουν μια χούφτα πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι μυριάδες φτωχοί να εξαθλιώνονται, τα λόγια του απεργού πείνας Γιάννη Βαγενά, έξω από τη μάντρα του σχολείου της Κοκκινιάς, αντηχούν εφιαλτικά επίκαιρα και καλούν, σαν καμπάνες, εκπαιδευτικούς και όλους σε αφύπνιση και δράση:
«Ο δάσκαλος πρέπει να λέει την αλήθεια και η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα από τότε που απελευθερώθηκε από τους Τούρκους… δεν απελευθερώθηκε. Ανεξάρτητη χώρα εγώ δεν την είδα την Ελλάδα, από την ιστορία που διάβασα. Εκμετάλλευση σκέτη»!
***
Τα αποσπάσματα λόγου του απεργού πείνας Γ. Βαγενά και οι εικόνες προέρχονται από την ταινία του Νίκου Καβουκίδη ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ (μπορείτε να τη δείτε ΕΔΩ), που αναφέρεται στα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973 και στις σημαντικότερες στιγμές που ακολούθησαν μετά την πτώση της χούντας.
Τα αποσπάσματα κειμένου του Γιάννη Βαγενά είναι από άρθρο του στο Περιοδικό Θέματα Παιδείας (αρ. τ. 7/2001). Διαβάστε το ΕΔΩ.
Μπορείτε να δείτε ΕΔΩ το χρονικό-ρεπορτάζ της απεργίας πείνας του Γιάννη Βαγενά, στην ανάρτησή με τίτλο «Ο δάσκαλος που δίδαξε δημοκρατία. Η απεργία πείνας του Γιάννη Βαγενά το 1975», από το blog Οικοδόμος.