Από την Αρχοντία Κάτσουρα
Αμοργός,1983, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ
Ο αέρας στο κέντρο της Αθήνας φυσούσε τόσο δυνατά που είχα εκνευριστεί. Ανακάτευε τα μαλλιά μου, με εμπόδιζε σχεδόν να περπατήσω και, όταν πια έφτασα στο σημείο του ραντεβού, ήταν αδύνατο να καθίσουμε έξω. Μεσοκαλόκαιρο με δυνατά μελτέμια.
Πόσο δύσκολα είναι όλα στη μεγαλούπολη: η ζέστη είναι ανυπόφορη, ο αέρας δεν δροσίζει, η βροχή δεν ποτίζει.
«Θυμάσαι εκείνο το καλοκαίρι στην Αμοργό;» είπε η φίλη μου. «Τότε που δεν μπορούσαμε να σταθούμε από τον αέρα και κρατούσαμε τις φούστες μας για να μη μας σηκώσει κι εμάς;»
Αν θυμόμουν το καλοκαίρι στην Αμοργό; Ιούλιος ήταν, κάμποσα χρόνια πριν. Αυτό που είχα ξεχάσει ήταν οι αέρηδες, τα μακριά παντελόνια και τα τζιν σακάκια για τη βραδινή ψύχρα. Οι νύχτες στη Χώρα ήταν δροσερές, αλλά η ψημένη ρακή έφτανε για να μας ζεστάνει και οι παρέες ζωηρές, γεμάτες κέφι που δεν κραύγαζε. Ο αέρας σήκωνε και τις πέτρες στην πλατεία με τα λεωφορεία, αλλά στα στενά ένιωθες προστατευμένος, ασφαλής.
Τραπεζάκια έξω, κόσμος περιδιάβαινε τα δρομάκια, κάποιοι ακόμα με τα μαγιό και τα σανδάλια. Σε μια γωνιά, στην αυλή ενός καφενείου, ακούγονταν τραγούδια, έντεχνα και ρεμπέτικα, ροκ και λαϊκά.
Οι παρέες, άλλες στα σιδερένια τραπεζάκια και άλλες καθισμένες στα πλατιά σκαλοπάτια, τραγουδούσαν, έτρωγαν και έπιναν ούζο ή ρακόμελο.
«Δεν μιλάς. Πάλι ταξιδεύεις» με κορόιδεψε η φίλη μου. Πίσω πάλι, στο σήμερα και στην Αθήνα.
«Πού έχεις το μυαλό σου;»
«Στη δική μου Αμοργό».
Από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στα Κατάπολα, βγαίνοντας από το πλοίο, ήξερα ότι το νησί με είχε κατακτήσει. Μαγνήτης. Εκεί τόλμησα για πρώτη φορά να βουτήξω με μάσκα στα κάθετα βράχια της Πλάκας με τα απάτητα νερά. Πώς να φοβηθείς όταν νιώθεις ότι βρίσκεσαι σπίτι;
Αυτό όμως που με επηρέασε για πάντα ήταν εκείνη η βόλτα στα στενά της Χώρας, νωρίς το πρωί, χωρίς τους υπόλοιπους. Δεν έκανα τίποτα σπουδαίο, δεν συνάντησα περιπέτειες, δεν μίλησα παρά ελάχιστα με ανθρώπους. Αλλωστε, πολύ λίγοι κινούνταν στα στενά.
Ο αέρας ούτε που ακουγόταν και το πρωινό φως έκανε δέντρα και λουλούδια να φωνάζουν ακόμη πιο δυνατά την αντίθεση των χρωμάτων τους στο λευκό του ασβέστη και στο γαλάζιο των παραθύρων. Η στολισμένη με κίτρινες βυζαντινές σημαίες εκκλησία στην πλατεία της Λόζας έκανε συντροφιά σ’ εκείνους τους ελάχιστους που είχαν ξυπνήσει νωρίς. Ψηλά στο κάστρο ο ήλιος έκαιγε. Η θέα, όμως, πόσο ευτυχής αποζημίωση…
Οταν κάθισα για καφέ στο πιο σκιερό ίσως μαγαζί, εκεί στο πολυσύχναστο κεντρικό καλντερίμι, ο ήλιος είχε ήδη ανέβει ψηλά, κόντευε μεσημέρι. Μόλις που άρχιζαν να ξεμυτίζουν οι ξενύχτηδες. Τώρα σχεδίαζαν το μπάνιο της ημέρας. Αλλοι στην Αγία Αννα, άλλοι στον Μούρο και άλλοι στην αμμουδερή Γιάλη.
Γουλιά γουλιά ο καφές, απαλή η μουσική, ένα βιβλίο και τα πόδια να ξεκουράζονται στην απέναντι καρέκλα. Γιασεμί και γεράνια, ευτυχία και ηρεμία, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς δεύτερες και τρίτες σκέψεις.
Από τότε επέστρεψα στο νησί μία φορά, Σεπτέμβριο, θέλοντας να φωτίσω ένα άχρωμο καλοκαίρι. Μπάνιο πολύ δεν έκανα -δεν βοηθούσε ο καιρός- αλλά την είδα πάλι όλη. Με τις αντιθέσεις της, το σκληρό τοπίο και τους γλυκούς ανθρώπους, το γαλάζιο των νερών και το πολύχρωμο των χωριών.
Με τη μυρωδιά της συκιάς και των βοτάνων και τους κήπους με τα ξερικά κηπευτικά. Μια Αμοργός λίγο πιο ερημική, εξίσου μαγική και φιλόξενη.
Οταν αναπολώ ιδανικές αποδράσεις, εκείνες μιας ενήλικης πάντως ξενοιασιάς, ταξιδεύω νοητά εκεί, σ’ εκείνο το πρωινό στη Χώρα. Κι όταν ζορίζομαι πολύ, ξαναδιαβάζω τον Νίκο Γκάτσο και μένω σε τρεις στίχους:
Ετσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο/ Ετσι με μια γραβάτα φανταχτερή/ Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει