Για τον Μάνο Χατζιδάκι μου είναι αδύνατον να μιλήσω αντικειμενικά…
Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1944 και έκτοτε η παρουσία του στη ζωή μου υπήρξε διαρκής και έντονη. Πιστεύω ότι το ίδιο κατά κάποιον τρόπο συνέβη και με κείνον. Σε όλη τη διάρκεια της συνύπαρξης μας υπήρχε ταυτόχρονα απώθηση και ταύτιση, απαξίωση (απόρριψη κριτική) και εκτίμηση, σκεπτικισμός και θαυμασμός, πολεμική και συνεργασία. Στο βάθος δεν φταίγαμε εμείς, αλλά τα… γονίδια μας που είχαν μεταξύ τους τόσο βαθιές αντιθέσεις και ταυτόχρονα μιαν ανεξήγητη αμοιβαία έλξη. Τουλάχιστον εγώ σπάνια αρνήθηκα τόσο πολύ, αλλά και θαύμασα ακόμα πιο πολύ έναν άνθρωπο.
Σχεδόν όλος ο κόσμος μας ταυτίζει. Τουλάχιστον ως μουσικούς. Και όμως η αντίθεση μας ειδικά ως προς τη μουσική υπήρξε ριζική. Εγώ ξεκίνησα με τη φιλοδοξία να γίνω κάποτε συμφωνιστής. Εκείνος κατέληξε να ερμηνεύει και μάλιστα με ένα δικό του μουσικό συγκρότημα, συμφωνικά έργα. Εγώ δεν εμπιστευόμουν την έμπνευση, αλλά εργάσθηκα σκληρά για να αποκτήσω τεχνική, εκείνος απολάμβανε τη ζωή του και εμπιστευόταν το ένστικτο και την ιδιοφυΐα του.
Αλλά και σε σχέση με τη λαϊκή μας μουσική -ανεξαρτήτως του αποτελέσματος- οι αντιλήψεις και οι πρακτικές μας ήσαν εντελώς αντίθετες. Και νομίζω ότι αντανακλούσαν τις ιδεολογικές και πολιτικές μας αντιλήψεις. Ίσως ο Μάνος να αποδείχτηκε τελικά περισσότερο ρεαλιστής απέναντι στην έννοια «Λαός» από μένα που αμέσως μετά την Κατοχή τον αντιμετώπιζα με έντονη ρομαντική διάθεση σαν απόλυτη ηθική και πολιτιστική αξία.
Από την στάση μας αυτή, νομίζω, προέκυψε η βασική μας αντίθεση ως προς το λαϊκό τραγούδι που εκείνος το αντιμετώπισε απ’ έξω και εκ των άνω -σαν λόγιος συνθέτης- και το θεωρούσε σαν πρώτη ύλη, ενώ εγώ, ζυμωμένος και ταυτισμένος όπως είπα με αυτό το ασαφές αμάλγαμα, τον «Λαό», ένιωσα πραγματικά σαν λαϊκός συνθέτης (προσθέτοντας για να ακριβολογώ το «έντεχνο»), δήλωσα μαθητής των Τσιτσάνη-Βαμβακάρη κ.λπ. και προσπάθησα να προχωρήσω το ίδιο το λαϊκό τραγούδι εκ των έσω και όχι εκ των άνω.
Εξ ου και η βασική μας διαφορά στη χρήση των λαϊκών οργάνων. Ο Μάνος χρησιμοποίησε το μπουζούκι μόνο στα τραγούδια των φιλμ, που όμως ποτέ δεν τα παραδέχτηκε σαν γνήσια πνευματικά του τέκνα. Στα έργα που υπέγραφε όπως στον «Ματωμένο Γάμο» ή τις «Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές», τις λαϊκότροπές του μελωδίες, όπως και τις μελωδίες των λαϊκών συνθετών που χρησιμοποιούσε, τις εμπιστευόταν σε «λόγια» όργανα, όπως το βιολοντσέλο και το πιάνο.
Ακόμη και στη δική του εκδοχή του «Επιτάφιου» χρησιμοποίησε μαντολίνο αντί για μπουζούκι. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν έγινε η πρώτη ακρόαση του δικού μου «Επιτάφιου» στο σπίτι του στην οδό Μάνου 3 στο Παγκράτι, οι εκλεκτοί καλλιτέχνες που ήταν εκεί άρχισαν να γελούν ακούγοντας τον Χιώτη και μετά τον Μπιθικώτση. «Δεν πιστεύουμε να το κάνεις αυτό σοβαρά», μου είπαν.
|
«… η μαγεία ήταν το αποκαλυπτικό στοιχείο του Χατζιδάκι, αδιάφορο αν αυτοσχεδίαζε στο πιάνο, αν έπαιξε το «Κομπολογάκι» του Μητσάκη με το δικό του μοναδικό τρόπο ή αν σου μιλούσε για τον Εγγονόπουλο ή τον Μάλερ». (Στη φωτογραφία, 1952, 27 ετών, παίζει πιάνο στα γυρίσματα της ταινίας του Τζαβέλλα «Η Αγνή του λιμανιού»).
|
«Ασφαλώς αστειεύεσαι…». Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να συμφιλιωθεί με το μπουζούκι. Εξάλλου ο Χατζιδάκις της μεταχουντικής εποχής είχε αρχίσει να αποβάλλει τις παλιές, αριστοκρατικές του αντιλήψεις. Θα έλεγα ότι ξαναγύριζε όλο και πιο πολύ στις εφηβικές του αριστερές ρίζες.
|
«Χαρακτηριστικό του Χατζιδακι υπήρξε η πρώιμη ωριμότης του. Η ευφυία και η αντίληψη του τον καθιστούσε ξεχωριστό μέσα στο περιβάλλον και στην εποχή του». (Στη φωτογραφία, νέος στην Κατοχή, την εποχή που γνωρίστηκαν με τον Μίκη Θεοδωράκη).
|
Στο τέλος οδηγήθηκε σε μια θαυμαστή ωριμότητα που αντανακλούσε υπευθυνότητα και σοφία. Έτσι, συνέλαβε και εξέφραζε την ουσιαστική προοδευτική ουσία της ιστορικής συγκυρίας. Η εποχή αυτή συνέπεσε με τον καινούργιο μεγάλο του Ερωτα: την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», που το μεγάλο πάθος του γι’ αυτήν φοβάμαι ότι τον έκανε συχνά να υποβάλλει τον εαυτό του σε τόσο και τέτοιο άγχος και μόχθο, που τον οδήγησαν σε πρόωρο τέλος. Χαρακτηριστικό του Χατζιδάκι υπήρξε η πρώιμη ωριμότης του. Η ευφυΐα και η αντίληψη του τον καθιστούσε ξεχωριστό μέσα στο περιβάλλον και στην εποχή του. Παράλληλα διέθετε ένα άκρως ευαισθητοποιημένο ένστικτο και εκλεπτυσμένο γούστο που τον βοηθούσε να ανακαλύπτει την ομορφιά και την αλήθεια όταν οι άλλοι ήσαν ακόμη ανυποψίαστοι.
|
«… Σπάνια αρνήθηκα τόσο πολύ, αλλά και θαύμασα ακόμα πιο πολύ έναν άνθρωπο. Σχεδόν όλος ο κόσμος μας ταυτίζει. Τουλάχιστον ως μουσικούς. Κι όμως, η αντίθεση μας ειδικά ως προς τη μουσική υπήρξε ριζική», (φωτ.: «Team Photo Press Co»).
|
Είχε θερμό χαρακτήρα. Κακώς κατά τη γνώμη μου προβάλλεται η αναμφισβήτητα ισχυρή ερωτική του πλευρά. Για μένα προείχε η φιλική του διάσταση. Αυτή που του προσέδιδε ένα βαθύτατο ανθρώπινο χαρακτήρα στις σχέσεις του. Και ακόμη πιο πολύ νομίζω, το στοιχείο της αγάπης. Για μένα αυτό το τελευταίο ήταν που με γοήτευε και με συγκινούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο άνθρωπος Χατζιδάκις, σημαδεμένος από τον αβάσταχτο πόνο της αγάπης, φάνταζε στα μάτια μου δυνατός, αλλά και ευάλωτος.
Έτσι, ανεξάρτητα από τις περιπέτειες των σχέσεων μας, ένιωθα πάντα μια απέραντη τρυφερότητα για τον ευάλωτο Χατζιδάκι που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρύψει από τους ξένους τη βαθιά πληγή της αγάπης που τον έκαιγε, αλλά και τον ανανέωνε συγχρόνως. Ήμουν γι’ αυτόν σε κάθε δύσκολη στιγμή του ο μεγάλος του αδελφός. Στις προσωπικές μας σχέσεις μου άρεσε να τον ακούω να μιλάει. Δεν τον διέκοπτα ποτέ και πάντα συμφωνούσα με τις όποιες ιδέες, σχέδια, οράματα του. Απέπνεε σε κάθε στιγμή αυθεντικότητα, πρωτοτυπία και πολύ συχνά μαγεία. Νομίζω πως ναι, η μαγεία ήταν το αποκαλυπτικό στοιχείο του Χατζιδάκι, αδιάφορο αν αυτοσχεδίαζε στο πιάνο, αν έπαιζε το «Κομπολογάκι» του Μητσάκη με τον δικό του μοναδικό τρόπο ή αν σου μιλούσε για τον Εγγονόπουλο ή τον Μάλερ.
|
«Ανεξάρτητα από τις περιπέτειες των σχέσεων μας, ένιωθα πάντα μια απέραντη τρυφερότητα για τον ευάλωτο Χατζιδάκι που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρύψει από τους ξένους τη βαθιά πληγή της αγάπης που τον έκαιγε, αλλά και τον ανανέωνε συγχρόνως». (Στη φωτογραφία, ο Μ. Χατζιδάκις στα μέσα της δεκαετίας του ’40).
|
Εκείνο που ίσως παραξενέψει τον αναγνώστη είναι ο θαυμασμός μου για την πολιτική του σκέψη. Θυμάμαι τη συζήτηση μας στο καθιστό του Λουμίδη, όταν τα σύννεφα του Εμφύλιου σκέπαζαν τον ουρανό της Ελλάδας και όλοι μας προβληματιζόμαστε για το μέλλον. Ηταν άνοιξη του 1947. Ο Μάνος αναλύοντας την κατάσταση λέει: «Το ΕΑΜ έχασε οριστικά τη μάχη. Είναι μάταιο να διακυβεύουμε τη ζωή μας και το ταλέντο μας σε μια χαμένη υπόθεση…».
Όσο κι αν τα γεγονότα ήσαν δύσκολα για την Αριστερά, δεν υπήρχε τότε ούτε ένας αριστερός που να πίστευε κάτι τέτοιο. Το ίδιο κι εγώ. Έτσι, όταν βρέθηκα σε λίγο εξόριστος στην Ικαρία, ενθυμούμενος τη συζήτηση αυτή, του έγραφα κι αυτός μου απαντούσε πάντοτε πάνω στο ίδιο πρόβλημα: το μέλλον της πατρίδας μας. Τελικά ξανασμίξαμε μετά το τέλος του Εμφύλιου. Στο μεταξύ, όταν για ένα διάστημα ήμουν παράνομος στα 1948, ο Μάνος φρόντιζε να με κρύβει σε φιλικά του σπίτια με κίνδυνο να συλληφθεί και να τιμωρηθεί γι’ αυτό. Εγώ προχωρούσα από το δύσβατο μονοπάτι της ιδεολογικοπολιτικής στράτευσης που οδήγησε την ελληνική Αριστερά στη σταύρωση.
Έτσι, η αρχή της δεκαετίας του ’50 βρίσκει τον Μάνο σε πλήρη συνθετική ακμή και λάμψη. Η αυτοπεποίθηση που του έδινε η παραδοχή του από την παντοδύναμη τότε αθηναϊκή ιντελιγκέντσια τον ωρίμασε καλλιτεχνικά και τον οδήγησε στη δημιουργία κορυφαίων έργων που έκτοτε σημάδεψαν τη σύγχρονη ελληνική μουσική. Βλέποντας τώρα τις ομοιότητες και τις διαφορές μας με την απόσταση του χρόνου, νομίζω ότι ο ελληνικός λαός έχει τελικά δίκιο να μας ταυτίζει. Κι αυτό γιατί θεωρώ πως η μεγαλύτερη ίσως προσφορά μας υπήρξε η συμβολή μας στην εξέλιξη και διαμόρφωση του ελληνικού τραγουδιού. Ενώ η κοινή μας αγάπη για την ποίηση και τους ποιητές οδήγησε την έμπνευση μας σε κείμενα μεγάλης αξίας που ντυμένα στις μελωδίες μας έγιναν κτήμα μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού.