Από τον Σίμο Ανδρονίδη
«ΛΑΜΠΕΣ ΘΥΕΛΛΗΣ από καύτρες αστεριών κι από ιώδιο προφτάστε… Βυσσοδομούν εις βάρος της κοιμήσεως Σολωμού και Κάλβου των ανθρακέων»[1] (Έκτωρ Κακναβάτος, ‘Χαοτικά Ι’).
Σε όσους πιστεύουν ακόμη στα «παιγνίδια» της ιστορίας
Τα ‘Χαοτικά Ι’ του Έκτορα Κακναβάτου είναι μία ποιητική συλλογή που ‘διεισδύει’ ορμητικά στο ίδιο το γίγνεσθαι. Με μία σπειροειδή και ανελισσόμενη γραφή ο ποιητής γίνεται «κοινωνός» των ‘μεταμορφώσεων’ της ύλης, κινείται εντός μίας κατάστασης ποιητικής «εξαίρεσης», προσδίδει σε αυτό που αποκαλεί «χάος» τα χαρακτηριστικά αρχής και τέλους, ενσταλάζει στοιχεία «άγρια» και «ήρεμα», διαφαινόμενους δείκτες μίας χαοτικής ύλης, μίας χαοτικής ύλης που περιλαμβάνει ένα δια βοής κάλεσμα στο ‘απόλυτο’.
Στην ποιητική συλλογή ‘Χαοτικά Ι’ ο ποιητής είναι ή «μετασχηματίζεται» σε έναν αφηγητή που δρα από κοινού: μαζί του, εντός και εκτός, ρόλο αφηγητή-συγκροτητή[2] ενυπάρχουν πρωτόνια και φράκταλ, που, συσσωματώνουν ασταθείς καταστάσεις, (την ασταθή ισορροπία του κόσμου), που είναι ποίηση σε ανεπεξέργαστη, «γυμνή» μορφή, στο βαθμό που το φράκταλ (το αντεστραμμένο «είδωλο» της βαθιάς λέξης) οδηγεί στο «σώμα» της ποίησης.
Και έτσι, απειθάρχητη και διαχεόμενη προς πολλές κατευθύνσεις, η ποίηση των ‘Χαοτικών’, τέμνει σώματα, ανάγεται στην αρχή του μη-συμβεβλημένου με δεσμεύσεις, γίνεται φράκταλ επανερμηνείας του γίγνεσθαι ως «χάος» που «χωρά» άπειρες δυνατότητες. Γιατί, τι άλλο είναι η ποίηση παρά δυνατότητα επανερμηνεία-αλλαγής; Και αυτήν ακριβώς την αδιαπραγμάτευτη αρχή, έρχεται να θυμίσει «ανάποδα» ο Έκτωρας Κακναβάτος, παραπέμποντας σε μία ύλη που λειτουργεί ως το ένα μόριο που ενσωματώνει πολλά υπο-μόρια (υπάρξεις), σε μία ποίηση του νου και του κοινωνικά αισθητού-πραγματικού που διαβλέπει σε αυτό που θεωρεί ως «χάος» αναρίθμητες κινήσεις-απευθύνσεις.
Η φύση που «αφήνεται», το «χάος» που εκκινεί και περιέχεται στο γίγνεσθαι ως «χάσμα ασύνετης πορείας». Γιατί αυτό το στοιχείο θέλει ο ποιητής: το άνωθεν (εξουσιαστικά) ασύνετο και το φαινομενικά ασύνδετο, το όνειρο και η πράξη του «σφραγισμένου» ανθρώπου. Αναρωτιέται ο Ντοστογιέφσκι στο ‘Όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου’: «Όνειρο; Τι πάει να πει όνειρο; Σάμπως η ζωή μας δεν είναι ένα όνειρο»;[3]
Όνειρο και πράξη μαζί. «Χάος» και υλική του «ενσάρκωση». Το «Χάος» και το «Όνειρο» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι συναρθρώνουν την συνολικότητα της ανθρώπινης-κοινωνικής παρέμβασης στην ιστορία, τους «πολλούς» χρόνους της αλλαγής, το μη-συνυφασμένο με την «ευθεία» πραγματικότητα. Μνήμη και παρουσία-απουσία.
Ο Pablo Neruda παραθέτει στιγμές: «Αν χάνω την τριανταφυλλιά αν συγχέω τη νύχτα με λαγό ή αν επιτρέπω να γκρεμίζεται ένα ολόκληρο οικοδόμημα μνήμης θέλω να ξαναφτιάξω τον αγέρα, τον ατμό, τη γη και τα φύλλα, τα μαλλιά και τα τούβλα, τις βελόνες που με τρύπησαν, την ταχύτητα της φυγής. Είχαν σπλαχνισιά για τον ποιητή».[4]
Η αρχή του όλου, ή αλλιώς, όλα από την αρχή. Σε θέση μάχης ο ποιητής, «σπλαχνίζεται» πρωτίστως τον εαυτό του.
«Το ΧΑΟΣ δεν έχει πύλες είναι στα κουάρκς του πρωτόνιου είναι στα γλοιόνια είναι εκεί που ο αριθμός χάνοντας κόκκαλα σ’ αναβαθμούς γίνεται νέφος θεότητας γίνεται φράκταλ».[5]
Αυτό είναι το αρχικό ποίημα της συλλογής, ή με άλλους όρους, το ποίημα της αρχής, της συγκρότησης φυσικής κατάστασης, της υλικότητας του κόσμου. Το φράκταλ εν υπνώσει και εν δράσει, «γίνεται», «μετατρέπεται» σε αρχή σταθερότητας-μη σταθερότητας, διαβλέπει το όλον με τον ιδιαίτερο τρόπο της ποιήσεως: αρχή και πάλι αρχή, αρχή των δυσκολιών, αρχή αυτών που δρουν. Δεν προκύπτει κάποια μεταφυσική «ευκολία» εδώ.
Αντιθέτως, θα λέγαμε πως ο ποιητής διαμέσου παραλληλισμών, φέρνει την ποίηση εντός της φυσικής κατάστασης, εντός ενός «χάους» παράλληλου, «ορμητικού παράγοντα», μία ποίηση που φέρει τα αστάθμητα στοιχεία δυνητικής ανατροπής, μία ποίηση που «προσβάλλεται» από «χαώδεις» καταστάσεις του νου και των κοινωνικών-ιστορικών ανακατατάξεων-αναφορών.
«Το ΧΑΟΣ είναι από άρτο της προθέσεως Αριθμοί παραπληγικοί από ορθοπληξία ακροάζονται την αλαλία του βυθοσκοπούν τις ενοχές τους η αμαρτία τους είναι που συνεχίζουν ενάρετοι και επηρμένοι Ίσως η άλλη ράτσα αριθμών της άλλης γλώσσας ίσως οι σεληνιακοί αγγίσουν τα σφυρά της αταξίας και ξεχυθεί ορίζοντας αλλότροπος από τ’ ανατιναγμένο ρόδι».[6]
Τι άλλο μπορεί να βρεθεί σε αυτό το ποίημα πέρα από σημάνσεις, εκφάνσεις, ακροάσεις, συνηχήσεις εαυτών (και των πράξεων τους) που βλέπουν προς το «Χάος»;
Το «ΧΑΟΣ» (που ο ποιητής το θέλει με κεφαλαία γράμματα, σαν «μήτρα που γεννά»), είναι η αναπαράσταση των σπαρακτικών στοιχείων, το «προϊόν» των φράκταλ-λέξεων, «προϊόν» της διαπάλης των στοιχείων ενός κόσμου που γειώνει και γειώνεται, το άπειρο των ανοιχτών στην κοινωνική δράση δυνατοτήτων και η ταυτόχρονη δυνατότητα του άπειρου, η συνάρθρωση του οριακά ξεπερασμένου χρόνου με τον χρόνο που «χωρά», ως ιστορική σκηνή. Και πάνω σε αυτή τη σκηνή επενεργεί ένα «χάος» έτερων εαυτών.
Το «χάος» του Έκτορα Κακναβάτου είναι ένα τίποτα αισθήσεων και μη-αισθήσεων. Εντός της σκηνής, τα πάντα μεταβάλλονται, σχηματοποιούνται, «κανονίζουν». Μέσα στα «σφυρά της αταξίας», το «πολύσημο» «ανατιναγμένο ρόδι» συνιστά κόσμο εν «εαυτώ» και εν κινήσει, την ίδια τη δυνατότητα της φαινομενικής μη-δυνατότητας ατομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο ποιητής Έκτωρας Κακναβάτος φέρνει αυτό το «χάος» κοντά μας, του προσδίδει την «ύλη» (τα πρωτόνια) του ονειρικού όσο και πραγματικού κόσμου. Το σύνθετο, το πολύσημο είναι μέρος της ποίησης του, μέρος της σκέψης του, μέρος του γίγνεσθαι που μας περιβάλλει.
Όπως αναφέρει ο Σάββας Μιχαήλ: «Ο ποιητικός υπερρεαλισμός των Χαοτικών δεν είναι σκοταδιστικό κάλεσμα ανορθολογισμού, διάλυσης του Λόγου. Το αντίθετο, μέσα από τους νέους ορίζοντες της επιστήμης, αναζητά έναν Λόγο υψηλότερο, καθώς ο ορθολογισμός σακατεύεται, τα όρια ανοχής της τυπικής λογικής έχουν ξεπεραστεί από τις ίδιες τις ανακαλύψεις, τα μέτρα της έχουν συντριβεί κι από τον υπερθερμασμένο λέβητα του ζέοντος Χάους ξεχύνονται ανήκουστοι μέχρι τώρα ήχοι: Σακατεμένα ξέμειναν τα μέτρα η καλδέρα του Χάους ξέχειλη από ευφώνια φωνήεντα».[7]
Για να παραφράσουμε και τον ποιητή, το «χάος όπου και να το αγγίξεις, πονεί». Ο Έκτωρ Κακναβάτος δεν αναζητά απλά «έναν Λόγο υψηλότερο», όπως επισημαίνει ο Σάββας Μιχαήλ. Αντιθέτως, θα λέγαμε πως εκφέρει τον λόγο, διαμέσου της ποίησης-τέχνης ως διαρκές πρόταγμα μπροστά στις παλινδρομήσεις του ιστορικού καιρού-χρόνου. Συνυφαίνει τα φαινομενικά αντίθετα για να παραγάγει ταυτότητες «χάους», όσο και ανθρώπινες, ατελείς, προσδιορισμένες από έναν χρόνο που αλλάζει, από ένα «χάος» παράταιρων αισθήσεων και «ακουσμάτων».
Αυτός ο τεχνίτης της ποίησης-χάους διαλέγεται με τη φυσική επιστήμη, παίρνοντας στοιχεία αλληλουχίας-εκφοράς-ζωτικότητας (φράκταλ, πρωτόνια & νετρόνια), και, την ίδια κρίσιμη στιγμή, τα εγκολπώνει στο περιβάλλον της ποίησης, στο «σώμα» των επενεργούντων συμβάντων, (το ιδιαίτερο «χάος» και ένα συμβάν), στο σώμα μίας τέχνης και μίας επιστήμης που έχει μάθει να λέει και να περιγράφει, να συμπυκνώνει και να νοηματοδοτεί.
Ο Κακναβάτος που συναντά τον Ηλία Τσέχο: «στο χαρτί χαράζω-χαράζει τυχαίνει να μην ανταμώσουμε κι άλλα θα ‘’τύχουν’’».[8] Τον Ηλία Τσέχο της κρίσης και της μη-κρίσης, που αναπαράγει ενστάσεις, κρυφά και ελλειπτικά μηνύματα, στοχεύσεις που «εδαφικοποιούνται» έξω από μία απλά υπαρκτή επικοινωνία. Πέρα από τις επιφανειακές και μη ταυτίσεις, αυτό που αναπαράγεται είναι η ίδια η ανάγκη: ποίηση, ατόφια ποίηση προς και για τους «κόσμους των άλλων».
Σε έναν κόσμο ελλειπτικό, σε μία κοινωνική δομή ελλειπτική, περιστρεφόμενη, ίδια και διαφορετική συνάμα, ο Κακναβάτος διαμεσολαβεί έννοιες, έννοιες απαραίτητες για αυτό που είναι η ποίηση: βίωμα & βίος μαζί, απεύθυνση όχι στην αιτιοκρατία αλλά στη βαθιά κοινωνικότητα-ιστορικότητα. Και πραγματικά, μας δίνει ένα από τα καλύτερα δείγματα μεταπολιτευτικής ελληνικής ποίησης.
«Φανερό αν και αόρατο με μάζα αιρετική προς τη βαρύτητα την αστροκτόνο ζητούσε το αντισημαίνον του για να σημανθεί κάτι που να υπάρχει ως μη είναι κι όμως να υπάρχει Κι ήταν ανήσυχος που το ‘νιώθε όλος σκιά ο Παρμενίδης να το ζυγώνει αν και αόρατο: τάχα γιατί είν’ έξω απ’ το σχήμα του ο χώρος;».[9]
Ο «χώρος» σπάει, αποδομείται για να δομηθεί εκ νέου και για να διευρυνθεί. Στο χώρο του είναι και του μη-είναι (του «αστραφτερού πεδίου της διαμόρφωσης), του υπαρκτού και του λανθάνοντος μη-ορίου, η ποίηση του Κακναβάτου θαρρείς πως «εκρήγνυται» συγκροτώντας «χώρους μέσα στον έναν χώρο», πεδία της σημασίας, και: «τάχα γιατί είν’ έξω απ’ το σχήμα του ο χώρος;».
Έξω από καθορισμένες εκφάνσεις και μέσα (σαν το είναι του φιλόσοφου Παρμενίδη), σε ακαθόριστα και μη- σταθερά περιβάλλοντα δύναμης και λανθάνουσας δυναμικής, εκεί όπου ο χώρος και ο χρόνος συνδιαλέγονται με μία δυνατότητα, ήτοι αυτό που αξίζει να επιχειρηθεί, να γίνει «ειδολογικό ον» (του Μαρξ των Οικονομικών & Φιλοσοφικών Χειρογράφων). Διότι, ο ποιητής το έθεσε επιστημονικά ίσως και παραστατικά: «Ω άγρια νοημοσύνη του Χάους τα όρια τα όρια το άνευ».[10]
Το σημείο έναρξης και εγκάρσιας τομής που σημαίνει το ανάποδο σημείο της ιστορίας, του τέλους και της εκ νέου αρχής, η ανατροπή του κανονικού, του «σταθερού», (το μη-σταθερό και το μη-κανονικό ως διάθλαση), η ανατροπή του άνωθεν εκπορευόμενου ενστίκτου του «λάθους», το όριο και το μη-όριο (το απόλυτο όριο), το «άνευ» και το κοινωνικά «γεμάτο» είναι. Αυτός είναι ο Έκτωρ Κακναβάτος: «χάος» και γήινο (γειωμένο) «πυρ» μαζί, εν όλω, το «σπάσιμο» της φαινομενικότητας και της «ηρεμίας», η «ύπαρξη» του απρόβλεπτου, του αταξινόμητου, της «αταξίας» δράσης. Σε συνθήκες κρίσης, τα ‘Χαοτικά Ι’ του Έκτορα Κακναβάτου προσφέρονται για μία επαναπροσέγγιση των πραγμάτων, για έναν αναστοχασμό.
[1] Το ύψος της ποίησης: η «καύση» των πάντων, η αρχή, η αναγέννηση.
[2] Σε αυτό ακριβώς το εγκάρσιο σημείο τομής ενυπάρχει μία διφυής διάσταση: από τη μία πλευρά, ο ποιητής ορίζει εαυτόν ως συγκροτητή του λεξιλογικού παιγνίου, της ποίησης που ανάγεται σε ένα σύμπαν έντονων συγκινήσεων και εντυπώσεων, ενώ, από την άλλη πλευρά, ρόλο συγκροτητή αναλαμβάνουν τα φυσικά πρωτόνια & νετρόνια, τα φράκταλ, που είναι χάος και κανόνας εντός χάους, ύλη και φυσική της διάθλαση, ‘ποίηση’ εν επεξεργασία, εν κινήσει. Στην ποίηση του Έκτορα Κακναβάτου, και συγκεκριμένα στα ‘Χαοτικά Ι’, τα φράκταλ είναι οι μετασχηματιστές της ύλης, του βιώματος, του κόσμου, παράλληλοι δείκτες μίας σταθερής απεύθυνσης στο όλον ως δι-υποκειμενικότητα. Είναι μόρια, «σώματα» αλλαγής & εναλλαγής με τις «κινούμενες» λέξεις.
[3] Βλέπε σχετικά, Ντοστογιέφσκι Φιόντορ, ‘Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου, Ένα φανταστικό αφήγημα’, Μετάφραση από τα Ρωσικά: Αργυροπούλου Σταυρούλα, Επίμετρο: Γαλανοπούλου Βιργινία, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα, 2014, σελ. 64.
[4] Βλέπε σχετικά, Neruda Pablo, ‘Aνάμνηση απ’ το Μαυρονήσι’, Μέρος Πέμπτο, ‘Κριτική Σονάτα’, Πρόλογος-Μετάφραση-Σχόλια: Βαλέτας Κώστας, Εκδόσεις Σάμιος, Αθήνα, χ.χ, σελ. 197.
[5] Βλέπε σχετικά, Κακναβάτος Έκτωρας, ‘Χαοτικά Ι’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1997, σελ. 11.
[6] Βλέπε σχετικά, Κακναβάτος Έκτωρας, ‘Χαοτικά Ι…ό.π, σελ. 13.
[7] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Αστρογλωδυναμολόγος ή ένας προσωκρατικός του 210υ αιώνα’, Homo Poeticus, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 319.
[8] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Τηλεγράφημα’, Ποιητική Συλλογή, ‘Τα πάθη που φοράς’, Εκδόσεις Θεωρία, Αθήνα, 1983, σελ. 35.
[9] Βλέπε σχετικά, Κακναβάτος Έκτωρ, ‘Χαοτικά Ι….ό.π, σελ. 16.
[10] Βλέπε σχετικά, Κακναβάτος Έκτωρ, ‘Χαοτικά Ι…ό.π, σελ. 31.